Η Οργάνωση «Καλλιστώ» για
τον υπερπληθυσμό των λύκων
στην Ελλάδα και την αντιμετώπισή τους
Οι συχνές εμφανίσεις λύκων στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ χρόνια, έχει ξεκινήσει μια άτυπη, θα έλεγε κανείς, συζήτηση, σχετικά με το ζήτημα του «υπερπληθυσμού» των λύκων στην Ελλάδα. Όπως είναι γνωστό, τα περιστατικά εμφάνισης λύκων σε πολλές περιοχές της Βόρειας Ελλάδα και κυρίως στην περιοχή της Δράμας, αλλά και των Σερρών και τις Θράκης, είναι συχνά.
Μάλιστα, έχουν προβεί ακόμα και σε επιθέσεις πολλών ζώων εργασίας σε κτηνοτρόφους όπως άλογα, βοοειδή, ακόμα και σε κυνηγετικά σκυλιά αλλά και σκυλιά κτηνοτρόφων.
Για το σοβαρό αυτό ζήτημα, η γνωστή Οργάνωση «Καλλιστώ» δίνει απαντήσεις, μέσα από τις οποίες διαφαίνεται ότι δεν υπάρχει κανένας «υπερπληθυσμός», δικαιολογεί όμως ότι όντως η επανάκαμψη των λύκων είναι πράγματι γεγονός.
Η «Καλλιστώ» μιλάει μάλιστα για [υπερπληθυσμό λύκων και άλλων «δαιμονίων», ενώ επισημαίνει ότι, «σε αρκετά δημοσιεύματα αναφέρεται συχνά ο όρος «υπερπληθυσμός λύκων» και σε μερικές περιπτώσεις παρουσιάζονται μέχρι και «πληθυσμιακές εκτιμήσεις» από κατοίκους, οι οποίες στην πλειοψηφία τους θεωρούνται υπερβολικές από όσους γνωρίζουν τα στοιχειώδη περί της βιολογίας των λύκων.]
Σύμφωνα με την οργάνωση, η επανάκαμψη των λύκων είναι πράγματι γεγονός, συνεπακόλουθο της νομικής προστασίας του είδους και κυρίως των αλλαγών χρήσεων γης και των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και πρακτικών. Η πυκνότητα των λύκων στην Ελλάδα διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή και κυμαίνεται από 2 έως 10 άτομα ανά 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα, σύμφωνα με τις επιστημονικές καταγραφές πεδίου των τελευταίων ετών. Ο αριθμός των επιθέσεων λύκων στο κτηνοτροφικό κεφάλαιο επηρεάζεται, αλλά δεν είναι ανάλογος του πληθυσμού τους. Όπως έχουν δείξει πολλές επιστημονικές έρευνες ανά τον κόσμο, ο αριθμός των επιθέσεων εξαρτάται κυρίως από τον αριθμό και το είδος των κτηνοτροφικών ζώων και τα μέτρα πρόληψης που εφαρμόζονται τοπικά.
«Προτιμούν» βοοειδή από αιγοπρόβατα
Όπως αναφέρει η Οργάνωση «Καλλιστώ», «αντίθετα από ό,τι συχνά αναφέρεται, οι επιθέσεις λύκων σε αιγοπρόβατα παρουσιάζουν αθροιστικά πτωτική τάση τα τελευταία 10 χρόνια στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία που διατηρεί ο ΕΛΓΑ. Αντιθέτως, οι επιθέσεις στα βοοειδή αυξάνονται. Αυτό οφείλεται αφενός στην αύξηση του αριθμού τους, λόγω των υψηλών επιδοτήσεων της Ε.Ε και του σημαντικά μικρότερου απαιτούμενου φόρτου επιτήρησης κατά τη βόσκησή τους που λειτουργούν ως σημαντικά κίνητρα, αλλά ταυτόχρονα και εξαιτίας της παρατηρούμενης σε πολλές περιοχές, ελλιπούς εφαρμογής μέτρων πρόληψης των επιθέσεων.
Οι μέσες ετήσιες ποσοστιαίες απώλειες κτηνοτροφικού κεφαλαίου ανά επηρεαζόμενο παραγωγό κυμαίνονται από 1,5% έως 7% για τις μονάδες αιγοπροβάτων και από 0,5% έως 5,5% για τις μονάδες βοοειδών, σύμφωνα με επιστημονικές καταγραφές και τις αναφορές των ίδιων των παραγωγών, όπως προκύπτει από την υλοποίηση σχετικών ερευνών. Σημαντικό ποσοστό παραγωγών, τονίζεται στη σχετική ανακοίνωση, φαίνεται να μην έχει καθόλου απώλειες από επιθέσεις λύκου, ενώ οι ποσοστιαίες απώλειες από ασθένειες είναι συχνά αρκετά υψηλότερες».
Η «Καλλιστώ» εκτιμά ότι για τη βελτίωση των όρων συνύπαρξης του λύκου με την κτηνοτροφία απαιτείται η οριζόντια υποστήριξη των παραγωγών μέσω ενίσχυσής τους για την εφαρμογή ή εντατικοποίηση προληπτικών μέτρων – παραδοσιακών και σύγχρονων- αξιοποιώντας είτε ευρωπαϊκούς είτε εθνικούς πόρους, ο εκσυγχρονισμός του συστήματος γεωργικής ασφάλισης του ΕΛΓΑ, ο συνδυασμός του με επιδότηση των προληπτικών μέτρων και η σύνταξη και υλοποίηση Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τον λύκο.
Μάλιστα, η περιβαλλοντική οργάνωση τονίζει ότι η θανάτωση λύκων έχει μέτρια αποτελεσματικότητα ως μέθοδος περιορισμού των επιθέσεων στο κτηνοτροφικό κεφάλαιο και απαιτεί μεγάλες πληθυσμιακές μειώσεις για να έχει κάποιο εμφανές αντίκτυπο.