Η πορεία
του παραμυθιού
«Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ’της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ν’ αρχινίσει» (προσφώνηση)
Tου Γ.Κ. Χατζόπουλου, τ. Λυκειάρχη
Την τιμητική του θα έχει στη σημερινή μας συνάντηση το παραμύθι.
Τι είναι όμως παραμύθι και πώς έφτασε στο σημείο να αγαπιέται μέχρι σήμερα, κυρίως από τα νήπια;
Αναμφίλεκτα το παραμύθι είναι ένα από τα λογοτεχνικά είδη, που οφείλει τη γένεσή του στον λαό, όπως το δημοτικό τραγούδι, οι παραδόσεις, οι παροιμιόμυθοι, οι μύθοι και οι παροιμίες.
Και είναι χωρίς αμφιβολία το πνευματικό τραπέζι του λαού από τα ψίχουλα, του οποίου σμίλεψαν τις αθάνατες τραγωδίες τους οι μεγάλοι τραγικοί συγγραφείς, όπως ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Μένανδρος κ.ά.
Και ένα μεγάλο παραμύθι, που έπλασε ο ελληνικός λαός 12 αιώνες προ Χριστού είναι η Οδύσσεια, που τη δημιούργησε ο μεγάλος ποιητής Όμηρος, που κομμάτια της τραγουδούσαν στα αρχαία ανάκτορα των Μυκηνών, της Θήβας, της Τίρυνθας και του Άργους, οι αοιδοί Φήμιος και Δημόδοκος.
Και από αυτά τα κομμάτια της Οδύσσειας συνέθεσαν τις ανυπέρβλητες τραγωδίες τους ο Αισχύλος τον Προμηθέα Δεσμώτη, τις Ικέτιδες, τους Επτά επί Θήβας, τον Αγαμέμνονα, τις Ευμενίδες κ.ά., ο Σοφοκλής την Αντιγόνη, ο Ευριπίδης τις δυο Ιφιγένειες, την Ιφιγένεια στην Αυλίδα και την Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων, στη σημερινή Ουκρανία.
Σκοπός του παραμυθιού ήταν να τέρψει τον ακροατή με ποιητική φαντασία από τον κόσμο του μαγικού ή από θαυμάσια γεγονότα, να κινήσει το θαυμασμό για τους ήρωές του, να τους συμπαθήσουν ή να τους αντιπαθήσουν, να τους θεωρήσουν ως πρότυπα για μίμηση ή να τους απορρίψουν, να διδαχθούν από τις πράξεις τους ή να τους θεωρήσουν ως πρότυπα αποφυγής.
Κι ακόμη να μικραίνουν τις μακριές νύχτες του χειμώνα καθισμένοι κοντά στο πυρωμένο τζάκι, να ξεχάσουν την κούραση της ημέρας και όχι σπάνια να νανουρίσουν τα μωρά για να κοιμηθούν εύκολα, αποφεύγοντας την αϋπνία, που βασάνιζε αυτά και τις παραμάνες ή μάνες τους.
Κάνουν λάθος όσοι μελετητές παραμυθιών υποστηρίξανε ότι το παραμύθι δεν έχει διδακτικό χαρακτήρα. Αντίθετα όχι μόνο διδάσκει αλλά και νουθετεί. Με την αφήγησή του από τους μάστορες αφηγητές του, τους παραμυθάδες, ενεργοποιεί τις δημιουργικές δυνάμεις και βάζει φρένο σε σκέψεις και πράξεις αντικοινωνικές. Χειροκροτεί τους ήρωές του για κοινωνική προσφορά ή καταδικάζει ή και μισεί ακόμη τους ήρωες, που συμπεριφέρονται απάνθρωπα.
Συχνά λύνει τα χέρια του ποιητή λαού δίδοντάς του θέματα για να σμιλέψει πάνω στο αγέρωχο αμόνι του τα αθάνατα δημοτικά τραγούδια, όπως τα ακριτικά, τις δρακοντοκτονίες, τη σωτηρία της βασιλοπούλας από το να γίνει γεύμα του δράκοντα, που κατακρατεί το νερό της πηγής κι αφήνει διψασμένους τους ανθρώπους του λαού καταδικάζοντάς τους σε θάνατο από λειψυδρία.
Δεν παύει να παίρνει αρνητική θέση απέναντι στις κακές βασιλοπούλες, που φθονούν τη σταχτοπούτα, που με την ομορφιά της και την ταπεινή συμπεριφορά της κλέβει την καρδιά του βασιλόπουλου και γίνεται βασιλοπούλα από φτωχιά και άσημη που ήταν.
Και ακόμη δεν παύει να τρέφει θαυμασμό στη βοσκοπούλα, τη σύγχρονη Ποντία Πηνελόπη, που, παρά τη μακρά απουσία του άντρα της, του Μάραντου, κατά το ποντιακό τραγούδι, αποκρούει με βδελυγμία να υποκύψει στον πειρασμό να ξανακάνει τη ζωή της με άλλον άντρα.
Αλλά και να βάλει στο βάθρο της ηρωίδας τη σύγχρονη Άλκηστη, που δέχεται να πεθάνει δίδοντας τη μισή ζωή της στον καταδικασμένο σε θάνατο άντρα της, τον βασιλιά Άδμητο, που ο Χάρος ζητούσε επίμονα να του πάρει την ψυχή.
Τέτοιες μορφές που πλάθει το παραμύθι πώς να μην έχουν διδακτικό σκοπό, ανατρέποντας τη θεωρία των μελετητών εκείνων, που αρνούνται το διδακτικό χαρακτήρα του παραμυθιού;
Αναγνωρίζοντας αυτές τις αρετές τού παραμυθιού οι συλλέκτες του κρεμασμένοι από τα μελίστακτα χείλη του απλού λαού, που δε γνώριζε γραφή και ανάγνωση, καταγράψανε αυτόν τον θησαυρό του λαϊκού πολιτισμού μας.
Πρώτοι οι αδελφοί Grimm το 1812 τύπωσαν σε δίτομη συλλογή ατόφια τα γερμανικά παραμύθια, υποστηρίζοντας τη θεωρία ότι οι Γερμανοί ήταν οι πρώτοι, που εμπνεύσθηκαν την παραγωγή παραμυθιών. Αδιάβαστοι καθώς ήταν δεν ήξεραν ότι πρώτοι οι Αιγύπτιοι σε παπύρους αποτύπωσαν τα παραμύθια του λαού τους. Ακολούθησαν οι Έλληνες με τον μεγάλο τους παραμυθά Αίσωπο, που αιώνες τώρα τα παραμύθια του τυπώνονται και ξανατυπώνονται σε πολλές ξένες γλώσσες, αλλά και τον ιστορικό, τον πατέρα της ιστορίας Ηρόδοτο, που το έργο του είναι γεμάτο από παραμύθια, που, όταν τον ακούει ο Θουκυδίδης να τα αφηγείται κατά τη διάρκεια των ολυμπιακών αγώνων στην αρχαία Ολυμπία, εξανίσταται απ’ όσα ακούει και παραθέτει στο μνημειώδες έργο του, την Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, τη μνημειώδη φράση: «Το έργον μου ατερπές φανείται δια το μη μυθώδες» (=Το έργο μου δε θα είναι ευχάριστο, επειδή δεν περιέχει παραμύθια).
Και όταν κάποιοι εντελώς μισέλληνες συγγραφείς διατύπωσαν τη θεωρία ότι οι Νεοέλληνες δεν είχαν καμιά σχέση με τους αρχαίους Έλληνες, αφού ούτε μια σταγόνα αίματος ελληνικού δεν έρρεε στις φλέβες τους, τότε Έλληνες με υψηλή παιδεία και βαθιά ριζωμένη στην ψυχή τους την ελληνικότητα της φυλής μας, στράφηκαν προς την πνευματική δημιουργία του ελληνικού λαού και ως εργάτριες μέλισσες συγκέντρωσαν από τα χείλη του το πνευματικό του μέλι ανατρέποντας τη θεωρία των ανθελλήνων και μισελλήνων ξένων μελετητών αποδεικνύοντας τη διαχρονικότητά της ελληνικής φυλής. Με πρωτεργάτες τον Αδαμάντιο Αδαμαντίου, τον Νικόλαο Πολίτη, πατέρα και θεμελιωτή της Λαογραφίας και τον πανάξιο συνεχιστή του, τον αείμνηστο καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο και Ακαδημαϊκό Γεώργιο Μέγα, τον Πόντιο Σίμο Λιανίδη, την ταπεινότητά μου και πληθώρα άλλων Ποντίων και μη Ποντίων διέσωσαν τους θησαυρούς αυτούς και τους έκαναν αιώνιο κτήμα.
Δεν έμειναν πίσω στη μίμηση και οι ανατολίτες γείτονές μας, αφού κατασκευάσανε τον δικό τους Αίσωπο, τον Νασρ Εντίν Χότζα, που του έλειπε η έμπνευση, είχε όμως το θράσος να μιμηθεί τους προκατόχους του. Μας είναι γνωστά τα παραμύθια της Χαλιμάς και οι χίλιες και μια νύχτες με τη φτώχεια του περιεχομένου τους.
Στον μακρινό Πόντο, στην αλησμόνητη πατρίδα, οι παρχαριώτισσες, ύστερα από την κοπιαστική ολοήμερη απασχόλησή τους, συγκεντρώνονταν στα παρχαροκάλυβα κι εκεί σχεδόν μέχρι τα μεσάνυχτα επιδίδονταν στην αφήγηση των μεσελέδων και των αχάδων, κι ύστερα έστηναν το χορό με τους ήχους του θείου απολλώνιου δώρου, της λύρας.
Κι όταν τέλειωναν τα παρχάρια, έφερναν μαζί με τα ζωντανά, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τις μεσελέδες, που τις επαναλάμβαναν τις πολύωρες χειμωνιάτικες νύχτες.
Κι αφού κάναμε μια σε αδρές γραμμές λακωνική αναφορά στο παραμύθι, καιρός να δούμε και τις ιδιότητές του.
α. Ο κόσμος του παραμυθιού κινείται στον χώρο της φαντασίας, είναι αντιρρεαλιστικός. Κινείται καθαρά και στηρίζεται στο ποθούμενο, στο ευχάριστο, σ’ αυτό που ικανοποιεί τις ενδόμυχες σκέψεις και στέκει μακριά από την εμπειρία.
β. Αντιστρατεύεται ακόμη τη μεσότητα, κινούμενο στο χώρο των ακροτήτων, δηλαδή ανάμεσα στο τεράστιο και στο μικρό, ανάμεσα στο καλό και στο κακό, ανάμεσα στο όμορφο και στο άσχημο, ανάμεσα στο προστατευτικό και το διωκτικό ή το εκδικητικό. Έτσι οι ήρωές του είναι τεραστίων διαστάσεων (δράκοι), ή μικροσκοπικοί (κοντορεβιθούληδες), εύστροφοι ή αφελείς, βασιλιάδες ή επαίτες. Οι κοινοί χαρακτήρες δεν έχουν σχεδόν καμιά σχέση στον χώρο του. Και αν καμιά φορά κινούνται στη σκηνή του, περνούν απαρατήρητοι.
γ. Στο παραμύθι είναι άγνωστο το ακατόρθωτο. Και αυτό επιτυγχάνεται με τη συνδρομή της μαγείας. Η χρήση της μαγικής ράβδου επιτελεί θαύματα, ικανοποιώντας την πιο δύσκολη επιθυμία του χρήστη της. Παράδειγμα χειροπιαστό η ράβδος της μάγισσας Κίρκης, που μεταβάλλει σε γουρούνια τους συντρόφους του Οδυσσέα.
δ. Κυρίαρχο στοιχείο είναι και το θαύμα. Λουκούλλειο τραπέζι στρώνεται με ένα μόνο λόγο, πόρτες ανοίγουν χωρίς να τις αγγίξει ανθρώπινο χέρι.
ε. Αδιαφορεί το παραμύθι, αν όσα εμπεριέχονται στην αφήγησή του είναι φυσικά, αληθινά ή ψεύτικα, πιστευτά ή απίστευτα. Χαρακτηριστική αυτής της ιδιότητάς του είναι και η κρητική φράση: «ψώματα κι’ αλήθεια ετσάν τα παραμύθια».
Σημαντικό ρόλο στην αφηγηματική τέχνη του παραμυθιού παίζει σημαντικό και ο αφηγητής, ο παραμυθάς, ο οποίος πρέπει να είναι προικισμένος με την αρετή της πειστικότητας, τις κατάλληλες σωματικές κινήσεις, τον χρωματισμό της φωνής του, ώστε να κερδίσει την προσήλωση των ακροατών, ακόμη κι αν αυτοί γνωρίζουν ότι τα αφηγούμενα κινούνται στη σφαίρα του απίθανου και απραγματοποίητου.
Βέβαια η λέξη παραμυθάς με την πάροδο του χρόνου πειθάρχησε στο νόμο της φθοράς της σημασίας των λέξεων. Έτσι συχνά με επιπληκτική διάθεση ακούγεται η φράση: «Πάψε, παραμυθά» απευθυνόμενη σε άτομο, το οποίο εξιστορεί απίθανα γεγονότα ή αφηγείται εξωλογικά του επιτεύγματα. Η διατύπωση μιας τέτοιας φράσης ενέχει και την έννοια της αναξιοπιστίας προς το άτομο που τη δέχεται, χαρακτηρισμός καθόλου τιμητικός.
Κι ακόμη ο αριστοφανικός λαός μας εφεύρε τη σκωπτική φράση «όλο θα και θα, πάψε, βρε παραμυθά», που εκτοξεύεται προς τους τάζοντες τις πιο απίθανες υποσχέσεις στο λαό.
Με την πάροδο του χρόνου και λόγω οικονομίας του, το παραμύθι μεταπήδησε σε μιαν άλλη μορφή, αυτήν των παροιμιόμυθων, όπως «Αφού την έπαθε η γριά, τότε άρχισε να κλειδώνει την πόρτα» ή «Το σπίτι του ψεύτη κάηκε και κανείς δεν το πίστεψε» και το ποντιακό «Ο κοσκινάς δε γίνεται βασιλιάς».
Δεν πλάστηκαν παραμύθια με θέμα αναφερόμενο μόνο στον άνθρωπο, αλλά και στα ζώα, όπως στη χελώνα, που εισέπραξε κατάρα από τη μάνα της, όταν δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκλησή της με την αιτιολογία ότι φούρνιζε ψωμιά εκείνη την ώρα, καθώς και στον σκαντζόχοιρο, που αδιαφόρησε να ανταποκριθεί στην πρόσκληση της μάνας του να σπεύσει να τη βοηθήσει, όταν κινδύνευε, με την πρόφαση ότι περιέφραζε τον κήπο του με αγκάθια.
Τέλος κυρίαρχο στοιχείο στο παραμύθι είναι ο αριθμός τρία, που στην αρχαιότητα θεωρούνταν ιερός.
Τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στο παραμύθι επαναλαμβάνονται τρεις φορές.
Το στοιχείο αυτό πέρασε και στον χριστιανισμό. Ο νουνός αποτάσσει τον σατανά κατά τη βάπτιση του παιδιού με εντολή του ιερέα φτύνοντας τρεις φορές δεξιά και αριστερά, στα παιχνίδια ακολουθεί ο αριθμός τρία. Χαρακτηριστική είναι η φράση «τρίτη και καλύτερη», αλλά και «όλα τα κακά τριτώνουν», κατά τη λαϊκή έκφραση, δυσοίωνη θεωρείται η τρίτη ημέρα της εβδομάδος, τρισάγιο κάνουμε, αλλά και τρήμερα για τους προσφιλείς μας την τρίτη ημέρα από τη φυγή τους από τον μάταιο αυτό κόσμο, στο τρίστρατο λάτρευαν οι αρχαίοι Έλληνες την ενοδία θεά Εκάτη, τρία είναι και τα μετάλλια που δίνονται στους πρωτεύσαντες αθλητές: το χάλκινο, το ασημένιο και το χρυσό, όταν ανεβαίνουν στο τιμητικό βάθρο για την απονομή. Και το τριπλούν ως άθλημα του κλασικού αθλητισμού.
Θα κλείσω την αναφορά μου στο τόσο γοητευτικό πνευματικό δημιούργημα του λαού μας με το ερώτημα: Ο παντοκαταλύτης χρόνος, με τη συνδρομή της τεχνολογικής προόδου θα βάλουν την ταφόπλακα στη ζωή του παραμυθιού;
Είναι αναμφίλεκτη αλήθεια ότι ο πανδαμάτορας χρόνος αντάμα με την αμφίθυμη τεχνολογία αφυδάτωσε πολλά στοιχεία της παράδοσης, όμως εύλογη τίθεται η θέση ότι το παραμύθι, όσο κι αν δέχεται επιθέσεις από τους δυο πιο πάνω πολέμιούς του, θα εξακολουθεί ευμενώς να είναι αποδεκτό από τους ακροατές της παιδικής ηλικίας. Ίδωμεν, αν ο ευκτέος αυτός λόγος θα επαληθευθεί. Βέβαιο όμως είναι ότι με τη λακωνική του μετονομασία σε παροιμιόμυθο θα επιβιώσει. Και είναι βέβαιο ότι θα επιβιώσει με τη σφραγίδα του λαού, που από όσα κύματα κι αν περάσει, θα διατηρεί στο DNA του τη φιλοσοφία του και τον πολιτισμό του, τα βάθρα πάνω στα οποία οικοδομούν το δικό τους οικοδόμημα οι γενιές που ακολουθούν. Και να θέλουν να τα γκρεμίσουν, στέκει ως πρόφραγμα η άτεγκτη και ανεκτική μέχρι ενός σημείου ιστορία.
Εν κατακλείδι το παραμύθι θα ζει στο διάβα του χρόνου με τη νοερή πνευματική του προσφορά στον βωμό του παγανιστικού θεού Μορφέα.