Η στειρέσσα Ποντία
και η υιοθεσία
Του κ. Γ. Κ. Χατζόπουλου, τ. Λυκειάρχη
Διακαής πόθος του νέου ζεύγους, που ένωνε τη ζωή του με τις ευχές της Εκκλησίας πάντοτε, ήταν η επιτέλεση του αγιογραφικού λόγου «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής[1]!».
Και τούτο για δύο λόγους: α. για τη διαιώνιση της ιερής συνέχειας της ζωής και β. για την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς τους και την προερχόμενη από τη γλυκύτατη προσφώνηση των λέξεων πατέρα μητέρα ικανοποίηση.
Πέρα από τους δύο πιο πάνω λόγους υφίστατο και τρίτος λόγος, που θα είχε εφαρμογή μελλοντικά, όπως η εξασφάλιση βοηθητικών χεριών και η γηροκόμηση. Η τελευταία εθεωρείτο ιερό καθήκον των παιδιών να μεριμνούν για την όσο το δυνατόν πιο υποφερτή δύσκολη κατάσταση, στην οποία περιήρχοντο οι υπερήλικες γεννήτορες.
Μάλιστα ο αγιογραφικός λόγος «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε …» έβλεπε συχνά την πληθωρική εφαρμογή του, αφού ο αριθμός των τέκνων προσήγγιζε, συνήθως, τις δέκα γεννήσεις.
Η άγνοια όμως των ιατρικών γνώσεων γύρω από τη γέννηση και τη διατροφή των παιδιών είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη θνησιμότητα, κάτι που τους ανάγκαζε να οδηγούνται στην πολυτεκνία.
Συνέβαινε, όχι λίγες φορές, τα αποκτώμενα τέκνα να ήταν γένους θηλυκού, κάτι που ανάγκαζε τους γεννήτορες να προβαίνουν στην απόκτηση και άλλων μέχρι να αποκτήσουν άρρενα τέκνα.
Η απόκτηση κοριτσιών δεν έφερε τη μεγάλη χαρά στους γεννήτορες εξαιτίας της φαλλοκρατικής αντίληψης από την οποία διακατέχονταν, αλλά και από μελλοντικό κίνδυνο να απαχθούν ως σύζυγοι ή ως παλλακίδες σε τουρκικά χαρέμια, όταν διακρίνονταν για το κάλλος τους, και τέλος η αποκατάσταση των κοριτσιών παρείχε δυσκολίες, αφού οι αξιώσεις των μελλοντικών γαμπρών επιβάρυναν τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα, όταν οι νέες δε διακρίνονταν για την εμφάνισή τους.
Και ενώ θεωρούνταν ως φυσιολογικό γεγονός η απόκτηση τέκνων μετά τη χαράν (= γάμος), υπήρχαν και περιπτώσεις, σπάνιες, που το ζεύγος αδυνατούσε να τεκνοποιήσει.
Ως υπαίτια της μη τεκνοποίησης θεωρούνταν η γυναίκα, την οποία αποκαλούσαν στειρέσσα.
Οδηγούνταν βέβαια σ’ αυτήν την άποψη: εξαιτίας της αντίληψης του φαλλοκρατισμού τους, αλλά και εξαιτίας της εγωιστικής νοοτροπίας ότι ο άνδρας δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπαίτιος της ανικανότητας προς τεκνοποιία. Ήταν βέβαια και η άγνοια ιατρικής γνώσης.
Το γεγονός της ατεκνίας, πέραν του ότι γεννούσε θλίψη στο ζεύγος, δεχόταν και αρνητικά σχόλια από τον κοινωνικό περίγυρο, και κυρίως η γυναίκα. Οι χαρακτηρισμοί ήταν βαρείς, όπως ξεροκέφαλος, στειρέσσα, καλός άνθρωπος αν έτον, ο Θεόν πα θα εδί’νεν ατην μωρόν.
Βαριές ήταν και οι κατάρες, που διατυπώνονταν για την ατεκνία, όπως «η αγκάλε σ’ να μη γομούται», «κουνίν να μη λαΐ΄ς» (=Να μην αξιωθείς να κρατήσεις στην αγκαλιά σου παιδί, να μην κινήσεις κούνια).
Οι κατάρες αυτές διατυπώνονταν, κυρίως, προς τις τεένυφες (teze+νύφη) (=νεόγαμες), αλλά και προς τις νέες εκείνες, που είχαν την κατάλληλη ηλικία για γάμο.
Πολύ βαρύτερη και παντελώς απάνθρωπη ήταν η ακόλουθη φράση, που ακουγόταν στην Τρίπολη του Πόντου[2]: «Δέντρο που δεν κάνει καρπό κάλλιο να το κόψεις». Η βάρβαρη αυτή φράση, που παρόμοιά της συναντάμε στον Ευαγγελιστή Ματθαίο[3] «Παν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται» (=Κάθε δένδρο, που δεν παράγει χρήσιμο (=βρώσιμο) καρπό, κόβεται εντελώς και ρίχνεται στη φωτιά),με λίγα λόγια αναβιώνεται ένας νέος Καιάδας.
Αλλά και οι αρχαίοι μας πρόγονοι εκφράζονταν σκληρά για τις (τους) άτεκνες: «Δεινόν το της απαιδίας όνειδος» (= Είναι πολύ μεγάλη ντροπή να μην έχει κάποιος παιδιά).
Για ν’ αποφύγουν αυτήν την κατακραυγή οι στειρέσσες (=στείρες) γυναίκες, έσπευδαν να λουστούν στην Πεκίλα και στη Σταλαμίτα για να αποκτήσουν παιδί, γιατί όχι και παιδιά, και μάλιστα πολλά, «όσα έδινε ο Θεός». Δεν παραλείπανε να τάζονται στην Παναγία Σουμελά κάνοντας την ευχή: «Δώσ’ με, Παναΐα μ’, μωρόν και ’ς ση χάρη Σ’ θα ’ρχουμαι με τα πουδάρ (= Χάρισέ μου, Παναγιά μου, παιδί κι εγώ θα έρθω με τα πόδια να Σε προσκυνήσω). «Παναΐα μ’, θα φορώ μαύρα λώματα και ’ς σην εικόνα Σ’ εμπροστά να βγάλ’ ατα» (= Παναγιά μου, θα φορώ μαύρα ρούχα, όταν θα έρθω στο μοναστήρι Σου να προσκυνήσω κι εκεί να τα βγάλω). Δεν έλειπαν και τα τάματα: λαμπάδες ή κανένα ζώο, ανάλογα βέβαια με την οικονομική κατάσταση της καθεμιάς.
Πέρα από τη χάρη της Παναγιάς, δεν ξεχνούσαν και τα γιατροσόφια. Καταφεύγανε σε γυναίκες, που παρασκευάζανε γιατροσόφια. Κάνανε δηλαδή έμπλαστρα και διάφορα γιατρικά από βότανα. Τις μάγισσες τις αποφεύγανε, γιατί το θεωρούσαν αμαρτία μεγάλη.
Υπήρχαν και γυναίκες, που δεν μπορούσαν να ολοκληρώσουν την εγκυμοσύνη. Αυτές καταφεύγανε στον «κρατήρα», που ήταν ένα είδος χαϊμαλί, το οποίο κατασκευάζανε οι ανοιχτούδες. Ή φορούσαν ένα κλειδί ή σταυρό φτιαγμένο από ασήμι, αγορασμένο με τα χρήματα, που συγκεντρώνανε από σαράντα πρωτοστέφανες γυναίκες. Το αντικείμενο αυτό το φορούσαν μέχρι να γεννήσουν και μετά τη γέννα το κρεμούσαν στην κούνια του παιδιού. Δεν παραλείπανε βέβαια να ζητήσουν και τη βοήθεια του προστάτη Αγίου Στυλιανού, φορώντας στον λαιμό τους την εικονίτσα του, την οποία κρεμούσαν μετά τη γέννα στην κούνια του νεογέννητου.
Μολονότι έφερε βαρέως την ατεκνία το ζεύγος, σε καμιά περίπτωση δε διενοείτο να καταφύγει στη διάλυση του γάμου. Αποδίδανε την ατεκνία στη θέληση του Θεού.
Και ενώ στον Πόντο η ατεκνία δε θεωρούνταν λόγος διάλυσης του γάμου, στην αρχαία Αθήνα[4], αλλά και στο Βυζάντιο ο σύζυγος είχε το δικαίωμα να αποπέμψει τη σύζυγο λόγω στειρότητας, φαλλοκρατικά σκεπτόμενος και ενεργώντας[5].
Τον πόνο από την απαιδία οι δυστυχείς γονείς φρόντιζαν να τον απαλύνουν με την υιοθεσία (evlat edinme). Το άτεκνο ζευγάρι, που κατείχε αρκετή κτηματική περιουσία ή μεγάλη οικονομική ευχέρεια, υιοθετούσε κάποιο παιδί πολύτεκνης οικογένειας, συνήθως συγγενικής, που το ονόμαζαν ψυχοπαίδι (το αγόρι) ή ψυχοκόριτσο (το κορίτσι).
Η υιοθεσία γινόταν ως εξής: Κάποια Κυριακή ο μέλλων να υιοθετήσει μαζί με το για υιοθεσία παιδί, τους γονείς του και τους συγγενείς του πήγαιναν στην εκκλησία. Μετά τη θεία λειτουργία ο υιοθετών και το υιοθετούμενο πήγαιναν στην Ωραία Πύλη μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, όπου ο παπάς διάβαζε την ευχή της υιοθεσίας.
Μετά την ευχή ο υιοθετών έδινε την ακόλουθη υπόσχεση: «Ορκίζομαι εις την Αγίαν Τριάδα ότι θα έχω ως γνήσιο τέκνο μου τον (την) … Θα το (την) αναθρέψω, θα το (την) μορφώσω και θα το (την) αποκαταστήσω …»[6]. Ακολουθούσε διασκέδαση στο σπίτι του υιοθετούντος και στη συνέχεια επισκέπτονταν τη δημογεροντία (= coca baslik), όπου γινόταν η διαγραφή του υιοθετηθέντος από την οικογενειακή μερίδα του και η εγγραφή του στην οικογενειακή μερίδα του θετού γονέα.
Το υιοθετημένο παιδί ήταν πια η πηγή χαράς και ευτυχίας του ζεύγους. Η θλίψη έπαυε να υπάρχει. Το είχαν «μη στράφτ’ και μη βροντά», το νεοελληνικό «μη βρέξει και μη στάξει». Αυτονόητο ότι κληρονομούσε όλη την ακίνητη και κινητή περιουσία των θετών γονέων.
[1] Γένεσις, κεφ. 9, στίχ. 1.
[2] Δες Τατιάνας Γκρίτση – Μιλλιέξ, Η Τρίπολη του Πόντου, Αθήνα 1976, σσ. 76-77.
[3] Ματθαίου, ζ, 19.
[4] Δες Robert Flaceliere, Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Αρχαίων Ελλήνων, σ. 87 (μτφ. Γ.Δ. Βανδώρου).
[5]Ζεράρ Βάλτερ, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο (μτφ. Κ. Παναγιώτου), σ. 195.
[6] Γ. Κ. Χατζοπούλου, Λαογραφικά χωρίου Αντρεάντων, Αρχείον Πόντου, τόμ. 28ος, Αθήναι 1966.
- Δημοσιεύουμε απόσπασμα από το βιβλίο «Η Ελληνίδα Γυναίκα του Πόντου» ύστερα από την ευγενή διάθεση του τακτικού μας συνεργάτη. Το βιβλίο εκδόθηκε ως Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τον ανελέητο ξεριζωμό.