Home > Αρθρα > Είναι η ΕΔΕ αξιόπιστη; Γράφει ο Γιώργος Φιλτσόγλου, Νομικός

Είναι η ΕΔΕ αξιόπιστη; Γράφει ο Γιώργος Φιλτσόγλου, Νομικός

Είναι η ΕΔΕ

αξιόπιστη;

 

Γράφει ο Γιώργος Φιλτσόγλου, Νομικός

Τον τελευταίο καιρό ήρθαν στη δημοσιότητα πρωτοφανή περιστατικά υπέρμετρης αστυνομικής βίας κατά συμπολιτών μας. Τα περιστατικά αυτά φαίνεται πως πληθαίνουν, ή/και γίνονται με μεγαλύτερη ευκολία ευρέως γνωστά. Το φαινόμενο αυτό πυροδότησε έντονη κοινωνική αντίδραση και κατακραυγή, με αποκορύφωμα τα γεγονότα του Δήμου Νέας Σμύρνης. Με αφορμή την άσκηση βίας σε βάρος πολιτών και τις πειθαρχικές συνέπειες για τους υπεύθυνους, διατυπώθηκαν αξιολογικές κρίσεις σχετικά με την αξιοπιστία της λεγόμενης Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης (Ε.Δ.Ε.). Αρκετοί συμπολίτες μας έκριναν την ΕΔΕ ως αναξιόπιστη και αναποτελεσματική, ενώ κάποιοι έκαναν λόγο ακόμα και για προσχηματική διαδικασία. Ευσταθούν άραγε οι παραπάνω ισχυρισμοί;

Πριν εκφράσουμε την άποψή μας σχετικά με την Ένορκη Διοικητική Εξέταση, είναι απαραίτητο να ορίσουμε την έννοιά της. Συγκεκριμένα, η Ένορκη Διοικητική Εξέταση προβλέπεται στο άρθρο 126 του Ν. 3528/2007, γνωστού ως Υπαλληλικού Κώδικα και ενεργείται κάθε φορά που η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για την διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος εκ μέρους ενός δημοσίου υπαλλήλου (πχ. υπόνοια για αδικαιολόγητη απουσία από την υπηρεσία). Η ΕΔΕ αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων για την διαπίστωση της διάπραξης ή μη πειθαρχικού παραπτώματος, καθώς και για τη διακρίβωση των υπευθύνων για αυτά ακριβώς τα παραπτώματα. Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι η ΕΔΕ δεν συνιστά άσκηση πειθαρχικής δίωξης, αλλά αποτελεί απλώς μια έρευνα. Αν το πόρισμα της έρευνας καταδεικνύει την άσκηση πειθαρχικού παραπτώματος, τότε θα ασκηθεί η πειθαρχική δίωξη, διαφορετικά η διαδικασία περατώνεται με το αθωωτικό πόρισμα.

Κομβική σημασία για την άποψη μας σχετικά με την αξιοπιστία της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης αποκτά και το όργανο που την ενεργεί. Σύμφωνα με το αρ. 126 του Υπαλληλικού Κώδικα, η ΕΔΕ διατάσσεται από το πειθαρχικώς προϊστάμενο όργανο του εξεταζόμενου υπαλλήλου,ενώ ενεργείται από δημόσιο υπάλληλο Α΄ βαθμού. Πειθαρχικώς προϊστάμενοι ενδέχεται να είναι ο Υπουργός, ο Γενικός Γραμματέας, ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης, ή, πιο επίκαιρο, και ο Διοικητής της Αστυνομίας, όσον αφορά τους αστυνομικούς. Οι ίδιοι προϊστάμενοι θα ασκήσουν έπειτα την πειθαρχική δίωξη κατά του υπευθύνου, εφόσον με την έκθεση, που συντάσσει ο δημόσιος υπάλληλος Α΄ βαθμού κατά την ολοκλήρωση της εξέτασης, διαπιστώνεται η ύπαρξη πειθαρχικής ευθύνης. Η εξέταση που διενεργείται μπορεί να περιλαμβάνει την διεξαγωγή αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης για την διαπίστωση της τέλεσης παραπτωμάτων, ενώ ο εξεταζόμενος δικαιούται να ζητήσει και την εξέταση μαρτύρων (αρ. 130 Υπαλληλικού Κώδικα).

Από τις παραπάνω διατάξεις μπορούμε να αντιληφθούμε ότι ο νομοθέτης έχει προσδώσει σχετικά περιορισμένη σημασία στην Ένορκη Διοικητική Εξέταση. Η βαρύτητα που αποδίδεται στην ΕΔΕ διαφαίνεται τόσο από την διάκρισή της από την πειθαρχική δίωξη, όσο και από την ανάθεση της διεξαγωγής της διαδικασίας σε Δημοσίους Υπαλλήλους. Οι υπάλληλοι που ενεργούν την ΕΔΕ πολύ συχνά δεν διαθέτουν την απαραίτητη εκπαίδευση και εξειδίκευση για τη διερεύνηση πειθαρχικών παραπτωμάτων. Εν τέλει, η τέλεση των καθηκόντων με επαγγελματισμό και αποτελεσματικότητα εναπόκειται στις προσωπικές ικανότητες του Δημοσίου Υπαλλήλου. Από την άλλη μεριά, κάποιος υπάλληλος ενδέχεται να έχει την απαιτούμενη κατάρτιση, αλλά να μην διαθέτει το απαιτούμενο κύρος, έναντι σε εξεταζόμενους σχεδόν ομοιόβαθμους με αυτόν, και κάποιες φορές περισσότερο έμπειρους και σεβαστούς στην υπηρεσία. Δεν λείπουν οι περιπτώσεις όπου, εκμεταλλευόμενοι την απουσία κάποιου ελεγκτικού οργάνου, οι δημόσιοι υπάλληλοι ασκούν πλημμελώς τα καθήκοντα στην Ένορκη Διοικητική Εξέταση, ή ενδίδουν σε συντεχνιακές πιέσεις. Κατά συνέπεια είναι πιθανόν να παρακωλύεται η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.

Η σημασία της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης στο πλαίσιο του πειθαρχικού δικαίου διαφαίνεται και από τη σχέση της με άλλες πειθαρχικές διαδικασίες. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 134 Υπαλληλικού Κώδικα, η απολογία του δημοσίου υπαλλήλου, κατά την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης είναι αναγκαία, ακόμα και αν έχει προηγηθεί απολογία κατά την ΕΔΕ. Παράλληλα, κατά την πειθαρχική δίωξη ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων, κατά κανόνα διατάσσεται πειθαρχική ανάκριση, ακόμα και αν έχει προηγηθεί ΕΔΕ. Κατ’ εξαίρεση η ανάκριση δεν είναι υποχρεωτική αν από την ΕΔΕ προκύπτει η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Σύμφωνα με τη νομολογία, η ανάκριση παραλείπεται μόνο εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία της ΕΔΕ είναι σαφή και επαρκή, εφόσον στοιχειοθετούν δηλαδή με απόλυτη ακρίβεια το πειθαρχικό παράπτωμα και τις συνθήκες τέλεσής του. Γίνεται επίσης δεκτό εκ μέρους των δικαστηρίων ότι η ΕΔΕ δεν είναι σε καμία περίπτωση υποχρεωτική πριν την άσκηση πειθαρχικής δίωξης, αν το αδίκημα προσδιορίζεται από τα υπόλοιπα στοιχεία της δικογραφίας, ενώ κατά τη διάρκειά της δεν είναι υποχρεωτική η επεξήγηση των δικαιωμάτων του εξεταζόμενου.

Από όσα εκτέθηκαν προηγουμένως θα ανέμενε κανείς να συνηγορήσουμε αμέσως υπέρ της αναξιοπιστίας της ΕΔΕ. Ωστόσο, ο νομοθέτης δεν θα διατηρούσε μια διαδικασία, αν ήταν άσκοπη και αναποτελεσματική. Η σπουδαιότητα της ΕΔΕ έγκειται στην ίδια ακριβώς απλότητα, στην οποία στηρίζεται και η αμφισβήτησή της. Με άλλα λόγια η ΕΔΕ είναι μια σχετικά ταχεία διαδικασία, στην οποία δεν εμπλέκονται πολλά πρόσωπα. Η εγγενής ευελιξία της ΕΔΕ επιτυγχάνει την αποφόρτιση των Πειθαρχικών Συμβουλίων από ήσσονος σημασίας καθήκοντα και λειτουργεί ως ένα αρχικό “φίλτρο”, για όσες υποθέσεις στερούνται αντικειμένου. Δεν είναι τυχαίο ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ενδείξεων σχετικών με την τέλεση ενός παραπτώματος, διατάσσεται ΕΔΕ πριν την τελική απόφαση περί της άσκησης πειθαρχικής δίωξης. Ειδικά στη σύγχρονη εποχή, πιστεύουμε πως τα φαινόμενα συγκάλυψης και πλημμελούς εκτέλεσης καθηκόντων φθίνουν σημαντικά. Ακόμα και στην απευκταία περίπτωση, ωστόσο, ο νομοθέτης, όπως παρατηρήσαμε, έχει θεσπίσει εκείνο το πλέγμα διατάξεων, που παρεμποδίζει την παραπλανητική αρχειοθέτηση μιας υπόθεσης.

ΕΔΕ και Ποινικό Δίκαιο

Κρίσιμο στοιχείο για την τελική κρίση μας ως προς την αξιοπιστία της ΕΔΕ αποτελεί και η σημασία που δίνει σε αυτήν ο Ποινικός νομοθέτης. Αναλύοντας τις ρυθμίσεις, υπό τον προηγούμενο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η ΕΔΕ μάλλον αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), η ποινική δίωξη για τα κακουργήματα άρχιζε μόνο εφόσον έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση ή άλλες προανακριτικές πράξεις, κατά το άλλοτε αρ. 243§ 2. Αν είχε προηγηθεί Ένορκη Διοικητική Εξέταση και από αυτήν προέκυπταν σαφείς ενδείξεις για την διάπραξη εγκλήματος, ο εισαγγελέας είχε δυνατότητα μόνον να παραλείψει την προκαταρκτική εξέταση. Στην αντίθετη περίπτωση, όπου από την ΕΔΕ δεν προέκυπταν ενδείξεις, ο εισαγγελέας, κατά το αρ. 43§ 3 ερευνούσε από την αρχή τις σχετικές με το ποινικό αδίκημα ενδείξεις και, σε περίπτωση αρχειοθέτησης, η υπόθεση μπορούσε να ανοίξει και πάλι με πρωτοβουλία του εισαγγελέα Εφετών. Η διάταξη όμως, η οποία συνιστούσε σημαντικό πλήγμα προς την αξιοπιστία της ΕΔΕ, ήταν αυτή του αρ. 244 του παλιού Ποινικού Κώδικα. Εκεί, ο νομοθέτης καθιστούσε την διενέργεια προανάκρισης υποχρεωτική, στις περιπτώσεις που είχε προηγηθεί Ένορκη Διοικητική Εξέταση. Αντιλαμβανόμαστε ότι δεν υπήρχε καμία εμπιστοσύνη στην κρίση των δημοσίων υπαλλήλων ως προς την διάπραξη ή μη ορισμένων εγκλημάτων.

Η ρύθμιση αυτή, που ξεκάθαρα χαρακτήριζε την ΕΔΕ ως αναξιόπιστη, καταργήθηκε με τον Νέο Ποινικό Κώδικα. Πλέον, με βάση το νέο άρθρο 43, αν από την ΕΔΕ προκύπτουν σαφείς και επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση ενός ποινικού αδικήματος, μπορεί να παραλειφθεί η διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης, ενώ, αν από την ΕΔΕ δεν προκύπτουν ενδείξεις, η πρόβλεψη του προηγούμενου ΚΠΔ διατηρείται. Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε πως η ρύθμιση καταλαμβάνει τόσο τα πλημμελήματα, όσο και τα κακουργήματα, ενώ η παλιά ρύθμιση του αρ. 43 αφορούσε μόνο κακουργήματα. Για όσα πλημμελήματα είχε προηγηθεί ΕΔΕ, εφαρμοζόταν το αρ.244, όπως ήδη αναφέρθηκε.

Καταλήγοντας, οφείλουμε να αποδεχθούμε πως η Ένορκη Διοικητική Εξέταση δεν εγγυάται πάντοτε την αξιοπιστία. Η απόδοση σημασίας στα πορίσματα των εκθέσεων των υπαλλήλων που ενεργούν την ΕΔΕ, εναπόκειται κάθε φορά στην κρίση του οργάνου που ασκεί την πειθαρχική ή την ποινική δίωξη. Αντιλαμβανόμαστε επίσης πως συντεχνιακοί λόγοι διαδραματίζουν ακόμα – και θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν- ρόλο στην πορεία μιας ΕΔΕ. Παρόλα αυτά, στη σύγχρονη εποχή, θεωρούμε ότι οι συνθήκες διενέργειας μιας ΕΔΕ έχουν αλλάξει σαφώς προς το καλύτερο, όπως επιβεβαιώνει και ο Ποινικός Νομοθέτης. Ούτως ή άλλως, η σπουδαιότητα της ΕΔΕ δεν έγκειται στο αμερόληπτο της διαδικασίας, αλλά στην απλότητα, την ευελιξία και την ταχύτητα. Οι λόγοι αυτοί κατά τη γνώμη μας αρκούν για να αντισταθμίσουν την, εν δυνάμει, αναξιοπιστία. Σε κάθε περίπτωση, η εκ των προτέρων υποβάθμιση της σημασίας μιας ΕΔΕ, δεν είναι παρά μια ακόμα αναξιόπιστη και μεροληπτική αξιολογική κρίση.