Home > Αρθρα > «Ιστορία και αποστήθιση: μια σχέση υπερεκτιμημένη» Γράφει ο Τεκέογλου Άγγελος, φοιτητής Νομικής ΕΚΠΑ

«Ιστορία και αποστήθιση: μια σχέση υπερεκτιμημένη» Γράφει ο Τεκέογλου Άγγελος, φοιτητής Νομικής ΕΚΠΑ

«Ιστορία και αποστήθιση:

μια σχέση υπερεκτιμημένη»

 

Γράφει ο Τεκέογλου Άγγελος, φοιτητής Νομικής ΕΚΠΑ


  • Προσωπική εμπειρία

12/6/2024. Η τελευταία ημέρα των πανελληνίων. Εγώ και χιλιάδες άλλα παιδιά αυτής της χώρας ήμασταν έτοιμοι να δώσουμε ένα μάθημα που κατά άλλους είναι εύκολο και άλλους το πιο δύσκολο: ιστορία.

Ευρέως γνωστό ότι το να προετοιμαστείς γι αυτό το μάθημα σωστά είναι κατά κύριο λόγο ‘παπαγαλία’, αποστήθιση περίπου 180 σελίδων, με το μόνο ‘πρακτικό’ ζήτημα της υπόθεσης την επιλογή των σωστών κομματιών θεωρίας για την απάντησή σου, καθώς και ο συνδυασμός της θεωρίας με τις πηγές στα τελευταία θέματα.

Δεκέμβριος 2024. Πλέον είμαι φοιτητής νομικής κι έχουν περάσει 6 μήνες από τότε που σταμάτησα να λέω ξανά και ξανά απ’ έξω τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Καθώς βαδίζω σιγά – σιγά στην πρώτη μου εξεταστική έτυχε να αναρωτηθώ: τι θα απαντούσα αν κάποιος με ρωτούσε κάτι ιστορικό που να καλύπτει η ύλη των πανελληνίων; Το γεγονός ότι ίσως να μπορούσα να πω με λεπτομέρεια το σχετικό απόσπασμα από εκείνο το βιβλίο σημαίνει ότι ξέρω ιστορία;

Θυμάμαι την πρώτη ημέρα που ξεκίνησα μαθήματα στη σχολή μου. Από περιέργεια ρώτησα τον αστικολόγο μου ‘πόση αποστήθιση έχει η νομική επιστήμη;’ H απάντηση που έλαβα ήταν τουλάχιστον αναπάντεχη: ‘μηδέν’. Πώς είναι δυνατόν μία επιστήμη με χιλιάδες νόμους και μεγαλειώδη ποσά θεωρίας να μην έχει ως δρόμο στην κορυφή της την αποστήθιση; Τώρα καταλαβαίνω ότι ήταν απολύτως λογικό να το πιστεύω αυτό – ούτως ή άλλως το «απ’ έξω» ήταν ο κυριότερος τρόπος εκμάθησης τον οποίο εγώ, χιλιάδες συνυποψήφιοί μου και ουκ ολίγες γενεές από πίσω μου ιδρώσαμε για να κάνουμε δεύτερη φύση μας για δύο χρόνια.

Αυτό το ‘μηδέν’ με βασάνιζε αρκετό καιρό, καθώς δεν μπορούσα να φανταστώ άλλο τρόπο για να μελετήσω και να κάνω τα πρώτα μου βήματα στη σχολή. Μία μέρα λοιπόν μετά τη διάλεξη ρώτησα τον ίδιο αστικολόγο για μια συμβουλή στο διάβασμα. Η απάντησή του ήταν απλή: «την εποχή του λυκείου ξέχασέ την. Δε σας θέλουμε παπαγάλους. Θέλουμε να κατανοείτε αυτό που σάς διδάσκουμε. Για τώρα λοιπόν μελέτησε για να κατανοήσεις. Θα καταλάβεις πώς εδώ θα σε βοηθήσει αυτό κι όχι η παπαγαλία όταν έρθει η ώρα για τα πρακτικά θέματα»

Όταν άρχισα να λύνω τα πρώτα μου πρακτικά συνειδητοποίησα πόσο δίκιο είχε. Το να γνωρίζεις τη θεωρία απ’ έξω σίγουρα βοηθάει σε μία ερώτηση θεωρίας (όπως αυτές της ιστορίας στις πανελλήνιες) αλλά σε καμία περίπτωση δεν αρκεί για την επίλυση ενός πρακτικού, που ουσιαστικά απαιτεί έναν μαθηματικό συλλογισμό για την εύρεση και την εφαρμογή του σωστού νόμου κι ερμηνείας.

Ο βασικός μου, λοιπόν, προβληματισμός είναι ο εξής: Μάς αρέσει να λέμε πράγματα όπως «μάθε την ιστορία σου για να γνωρίσεις το μέλλον σου» ή «όποιος δεν ξέρει την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει», που υποδεικνύουν ότι η ιστορία έχει κάποια πρακτική εφαρμογή στη ζωή. Γιατί όμως αντιμετωπίζουμε την εκμάθησή της με τον παραπάνω, άκρως θεωρητικό κι εν τέλει στείρο τρόπο;

  • Περί εκμάθησης της ιστορίας

Κατ’ αρχάς κρίνω πως η εκμάθηση ιστορικών γεγονότων με μία απλή αποστήθιση από ένα βιβλίο δεν είναι αρκετή για την κατανόηση της ιστορίας. Επί παραδείγματι το να μπορείς να πεις απ’ έξω τα πολυδιάστατα αποτελέσματα της άφιξης των προσφύγων στη χώρα το 1922 σε καμία περίπτωση δε σε εγγυάται ότι τα έχεις καταλάβει. Το παιδί θα πρέπει να υποβληθεί σε μία διαδικασία να μπορεί να εξηγήσει γεγονότα, αλλά και τα αίτια και τις συνέπειές τους με δικό του τρόπο, ενώ ό,τι δεν καταλαβαίνει πρέπει να τού εξηγείται από τον δάσκαλο.

Επιπλέον ένα βιβλίο κι ένας συγγραφέας θα παρουσιάσει την ιστορία μέσα από μία οπτική και θα αναδείξει (έστω και υποσυνείδητα) τις πτυχές που εκείνος θεωρεί σημαντικές. Μία ολοκληρωμένη κατανόηση της ιστορίας δημιουργείται όταν το παιδί διαβάσει μέσα από περισσότερα βιβλία, όταν δει την ιστορία μέσα από περισσότερα πρίσματα. Ο δάσκαλος λοιπόν οφείλει να αναθέτει στα παιδιά να συντάσσουν έρευνες για τις οποίες τα παιδιά θα χρησιμοποιούν πολλά βιβλία.

Τις δε ιστορικές πηγές δεν πρέπει απλώς το παιδί να τις ‘πλέκει’ με το κείμενό του στην έρευνά του, όπως στις πανελλήνιες. Αντιθέτως, μέσα από έναν πίνακα στατιστικών, ένα εκλογικό αποτέλεσμα ή ένα απομνημόνευμα το παιδί πρέπει μόνο του να καταλάβει αν και πώς τα παρουσιαζόμενο σε αυτά φαινόμενα συνδέονται με το σχετικό ιστορικό γεγονός. Ο μαθητής οφείλει να ψάξει ο ίδιος τις ιστορικές πηγές που θα τον βοηθήσουν στην έρευνά του κι όχι απλώς να δίνονται σε όλους οι ίδιες δύο ή τρεις για κάθε κεφάλαιο.

Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο ανοίγει ο δρόμος προς το να εξετάζουμε την ιστορία στα σχολεία όπως στο πανεπιστήμιο: στο διαγώνισμα το παιδί θα ερωτάται ‘να αναφέρετε τα πολιτικά γεγονότα που οδήγησαν στη δικτατορία του Μεταξά’ κι ο μαθητής δε θα πρέπει απλώς να κάνει μία τέλεια αντιγραφή ενός αποσπάσματος, αλλά θα μπορεί να εξηγήσει τα ζητούμενα γεγονότα μέσα από τα βιβλία που ο ίδιος έψαξε και διάβασε, μέσα απ’ τις πηγές που ο ίδιος αναζήτησε, μέσα απ’ τις ολοδικές του έρευνες και τις σημειώσεις από τις παραδόσεις του καθηγητή, που πλέον οφείλουν να αποκτήσουν τη μορφή διαλέξεων ώστε το παιδί να λάβει τις απαραίτητες κατευθυντήριες γραμμές.

Ίσως το βασικότερο από όλα είναι η ιστορία να γίνει βιωματική και πρακτική για το νέο. Έχοντας μάθει, με τον παραπάνω τρόπο, να «μαθαίνει» ιστορία ο νέος, γιατί να μην του δώσουμε την ευκαιρία να αξιοποιήσει τις γνώσεις και τη συνδυαστικές ικανότητές του; Γιατί να μην ρωτάμε τα παιδιά μας τι θα έκαναν, για παράδειγμα, εκείνα στη θέση του Βενιζέλου το 1919, ή τι θα μπορούσε να γίνει καλύτερα για να σταθεροποιηθεί η δημοκρατία του μεσοπολέμου; Αυτές είναι οι πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις που πολλοί από εμάς της θεωρητικής, ως απόφοιτοι πλέον, διεξάγουμε μάλλον ‘άχαρα’ στους απογευματινούς μας καφέδες και που το εκπαιδευτικό σύστημα – εγκληματικά κατ’ εμέ – δε μάς έδωσε ποτέ την ευκαιρία να διεξάγουμε σε μία τάξη ως μαθητές.