Είχε βραβευτεί με το πρώτο Μακεδονικό Βραβείο στη Δράμα
«Έφυγε» η Κική Δημουλά
μια σπουδαία ποιήτρια!
Σε ηλικία 89 ετών έφυγε από τη ζωή η σπουδαία Ελληνίδα ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά. H πολυβραβευμένη ποιήτρια της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς αφήνει πίσω της μία σπουδαία παρακαταθήκη έχοντας εκδώσει συνολικά 14 ποιητικές συλλογές. Έχει τιμηθεί με βραβεία και διακρίσεις που ξεκινούν από το 1972, με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου».
Η Κική Δημουλά γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα όπου κι έζησε. Παντρεύτηκε τον πολιτικό μηχανικό και ποιητή Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος επί 25 χρόνια. Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2015 αναγορεύτηκε σε επίτιμη διδάκτορα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες – αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά, σουηδικά κ.ά.
Το πρώτο Μακεδονικό Βραβείο
Η Κική Δημουλά, ήταν το πρώτο άτομο που τιμήθηκε από το Ίδρυμα Μακεδονικού Βραβείου στη Δράμα, το 2003. Ήταν η πρώτη επίσημη τελετή του Ιδρύματος Μακεδονικού Βραβείου, και η μεγάλη ποιήτρια ήταν το πρώτο άτομο που τιμήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2003.
Η πρώτη απόφαση βράβευσης του Ιδρύματος έγραφε: «Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, το βραβείο, που αποτελείται από Αναμνηστικό Δίπλωμα και χρηματικό ποσό έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, απονέμεται για το έτος 2003 στην κυρία Κική Δημουλά για την πολύτιμη προσφορά της στα Γράμματα και ειδικότερα για τον πρωτότυπο τρόπο με τον οποίο η ποίησή της ανύψωσε τον ποιητικό λόγο σε δημιουργική δύναμη αγάπης και ελευθερίας».
Στο ρεπορτάζ εκείνης της ημέρας, ο «Πρωινός Τύπος» έγραφε τότε: [Η Κική Δημουλά, πραγματικά, την ημέρα της 28ης Οκτωβρίου, όχι μόνο «εισέπραξε» το βραβείο που της απονεμήθηκε, αλλά και κατέθεσε σε όλους όσοι παρευρέθησαν, λίγη από την πνευματική «Τροφή» της, απαγγέλλοντας ποιήματά της και μιλώντας για τον τρόπο έκφρασής της. Η Κική Δημουλά δεν παραδέχεται την «έμπνευση». «Χρεώνει» την ποίησή της στη νεότητα που «κουβαλά» μέσα της, η οποία της δίνει τη δυνατότητα να μιλά στη γλώσσα της εποχής μας.]