ΜΙΑ ΘΑΡΡΑΛΕΑ ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΟ 1944
Κωνσταντίνος Δ. Καζάνας: Ο γενναιόψυχος
Μικρασιάτης της Δράμας που τόλμησε να υποστείλει
το 1944 τη βουλγαρική σημαία και να υψώσει την ελληνική
Γράφει ο Γεώργιος Χ. Καζάνας
Διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός Α.Π.Θ., MSc.
Υπ.. Διδάκτωρ Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Χριστιανικού Πολιτισμού Α.Π.Θ.
Ο Κωνσταντίνος Δ. Καζάνας γεννήθηκε στο Δεμιρδέσιο Προύσας της Μικράς Ασίας το 1910 από πολυμελή οικογένεια και μαθήτευσε στην Ελληνική Αστική Σχολή Προύσης. Το Δεμιρδέσιο δημιουργήθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα από 32 ελληνικές οικογένειες της περιοχής των Αγράφων. Όμως λόγω των δυσχερών συνθηκών ζωής στις ορεινές περιοχές μετακινήθηκαν προς τη Μικρά Ασία και δημιούργησαν τον νέο οικισμό τους στην εύφορη πεδιάδα της Προύσας, ο οποίος υφίστατο για τρεις αιώνες μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Οι κάτοικοι του Δεμιρδεσίου μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την αναγκαστική εγκατάλειψη των εστιών τους, εγκαταστάθηκαν στην πλειονότητά τους στο Μεσολόγγι. Όμως λόγω της ελονοσίας που μάστιζε την περιοχή και των πολλών θανάτων από την ασθένεια μετακινήθηκαν στη βόρεια Ελλάδα προς αναζήτηση καλύτερου κλίματος. Έτσι εγκαταστάθηκαν στην Προσοτσάνη Δράμας. Ανάμεσά τους και ο δωδεκάχρονος τότε Κώστας Καζάνας με την οικογένειά του.
Ως απόφοιτος Αστικής Σχολής εργάστηκε αφιλοκερδώς δημοδιδάσκαλος σε διάφορα σχολεία γύρω από την Προσοτσάνη. Μετέβαινε πεζός στον οικισμό του Μεγαλόκαμπου, που απείχε εννέα και πλέον χιλιόμετρα, για να διδάξει εθελοντικά στους μαθητές της κοινότητας. Διετέλεσε επίσης γραμματέας της Κοινότητας Πυρσούπολης-Προσοτσάνης, αφήνοντας μνήμη αγαθή στους κατοίκους για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του και την παροιμιώδη ανθρωπιστική του δράση.
Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1944 και ενώ η περιοχή της Δράμας και της ευρύτερης Ανατολικής Μακεδονίας βρισκόταν υπό τη Διοίκηση των Βουλγάρων, προέβη σε μια τολμηρή αντιστασιακή ενέργεια: στην υποστολή της βουλγαρικής σημαίας υπό το φως της ημέρας και την έπαρση της ελληνικής σημαίας. Το γεγονός αυτό ήταν το μοναδικό σε όλη την κατακτημένη Ευρώπη. Συγκεκριμένα στην κεντρική πλατεία της Προσοτσάνης ο Κώστας Καζάνας μαζί με τον Αστέριο Αστεριάδη υπέστειλαν τη βουλγαρική σημαία και ύψωσαν την ελληνική, αψηφώντας την τρομοκρατία και τις απειλές που αποτελούσαν συνήθη πρακτική των βουλγάρων κατακτητών. Κατά τη διάρκεια της υποστολής, οι κάτοικοι αντιλαμβανόμενοι την βαρύτητα της πράξης εγκατέλειψαν την πλατεία για να προστατευθούν και σε ελάχιστα λεπτά όλοι βρίσκονταν μέσα στις κατοικίες ή τα καταστήματά τους και παρατηρούσαν την εξέλιξη από τα παράθυρα. Ο μόνος που έμεινε έξω στην πλατεία ήταν ο θεωρούμενος ως ‘’σαλός’’ της περιοχής, ο οποίος κατανόησε τα τεκταινόμενα και έδωσε ένα κέρμα στους δύο νέους, ως αγνή έκφραση ευγνωμοσύνης.
Το γεγονός της υποστολής της βουλγαρικής σημαίας και η έπαρση της ελληνικής καταθορύβησε τις βουλγαρικές φασιστικές δυνάμεις κατοχής ενώ ταυτόχρονα αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων αγωνιστών και του τοπικού πληθυσμού. Η ελληνική σημαία φυλασσόταν από τον Κώστα Καζάνα στο σπίτι του καθώς την είχε διασώσει πριν τη βουλγαρική εισβολή από το σχολείο της Προσοτσάνης όπου δίδασκε, ώστε να μην χαθεί ή βεβηλωθεί.
Μετά το γεγονός, σε λιγότερο από μια ώρα οι Βούλγαροι στρατιώτες μετέβησαν στην οικία του Κώστα Καζάνα και τον συνέβαλαν. Ο ίδιος δεν αρνήθηκε το γεγονός, καθώς πραγματοποιήθηκε εσκεμμένα υπό το φως της ημέρας για να γίνει αντιληπτό από όλους. Ακολούθησε η μεταφορά του στη Σόφια και η φυλάκισή του. Στις φυλακές της Σόφιας κρατήθηκε υπό απάνθρωπες συνθήκες και υπέστη βασανιστήρια. Κατάφερε όμως με κίνδυνο της ζωής του, μετά από παρέλευση ενός περίπου μήνα, να δραπετεύσει. Ύστερα από πολυήμερη πεζοπορία, κινούμενος τη νύκτα και προσανατολιζόμενος με τη σελήνη, βρήκε καταφύγιο στην πόλη της Δράμας.
Μεταπολεμικά ο Κώστας Καζάνας διετέλεσε υπεύθυνος οικονομικών της ΣΕΚΕ (Συνεταιριστικής Ένωσης Καπνοπαραγωγών Ελλάδας) στην πόλη της Δράμας, όμως παύθηκε από τη θέση του μετά την επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος των Συνταγματαρχών το 1967, λόγω των δημοκρατικών του φρονημάτων.
Μετά τις διώξεις του από τη Χούντα, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Καβάλα όπου εργάστηκε στο λογιστήριο των Καπνεργοστασίων της πόλης, μαχόμενος και από αυτή την θέση για τα δικαιώματα των εργαζομένων και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Ανήγειρε με τη σύζυγό του, ιδίαις δαπάναις, προσκυνητάριο (ένα ιδιαίτερο δείγμα ευλάβειας των Ελλήνων προσφυγικής καταγωγής) προς τιμήν της Αγίας Αικατερίνης – προστάτιδας της εκπαίδευσης – στην περιοχή των Εργατικών Κατοικιών Δράμας, το οποίο κατά την κατασκευή του νέου κτηρίου του 6ου Δημοτικού Σχολείου Δράμας εντάχθηκε στο προαύλιο του διδακτηρίου και διατηρείται μέχρι σήμερα αποτελώντας τοπόσημο της περιοχής.
Το έτος 1977 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην πόλη της Θεσσαλονίκης συνεχίζοντας την ακοίμητη κοινωνική του δράση και υπερασπιζόμενος τις κοινωνικές του ευαισθησίες, για τις οποίες πλήρωσε κατά καιρούς βαρύ τίμημα. Απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη στις 24 Απριλίου 1982 και αναπαύεται στο κοιμητήριο της Προσοτσάνης.
Το άρθρο αναρτάται στη συνέχεια στην https://www.pylidramas.gr/, την ιστοσελίδα για την ιστορία και τον πολιτισμό της Δράμας.