Τον Δεκαπενταύγουστο η Ορθοδοξία μας εορτάζει την Κοίμηση της Θεοτόκου
Μεγάλη γιορτή για την περιοχή
της Αν. Μακεδονίας και Θράκης
στην Ι. Μ. Εικοσιφοίνισσας στο Παγγαίο
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ για την Ελλάδα, πέρα από έναν πλέον αμιγώς καλοκαιρινό μήνα, είναι και ένας μήνας κατά τον οποίο εορτάζει άπασα η Ορθοδοξία. Καταμεσής του Αυγούστου στις 15 του μήνα, η Εκκλησία τιμά την Κοίμηση της Θεοτόκου κατά πρώτο λόγο, αλλά και την ανάσταση και μετάστασή της στους ουρανούς.
Για την Ελλάδα, αλλά και τους Ορθόδοξους λαούς, ο εορτασμός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, αποτελεί το λεγόμενο «Πάσχα» του καλοκαιριού. Μετά από τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, ο Δεκαπενταύγουστος αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης και στην Ελλάδα γιορτάζεται από άκρη σε άκρη με ιδιαίτερη λαμπρότητα και ευλάβεια, τιμώντας έτσι το ιερότερο πρόσωπο της Ορθοδοξίας, την Παναγία.
Στην Ελλάδα, η Παναγία, διεκδικεί τα περισσότερα προσωνύμια που προέρχονται από τον τρόπο αγιογραφίας της Εικόνας Της (π.χ. Βρεφοκρατούσα, Γλυκοφιλούσα), από τη θεολογική ιδιότητα (π.χ. Ελεούσα, Κυρά, Μεγαλόχαρη), από την παλαιότητα του εικονίσματός Της (π.χ. Μαυριώτισσα, Γερόντισσα), τον τρόπο εύρεσης της εικόνας Της (π.χ. Θεοσκέπαστης, Σπηλαιώτισσας, Πλατανιώτισσας, Πορταΐτισσας, Μυρτιδιώτισσας, Φανερωμένης), τον τόπο προέλευσης της εικόνας (π.χ. Αθηνιώτισσα, Αργοκοιλιώτισσα, Βατοπεδινή, Πολίτισσα). Τέλος, απαντώνται προσωνύμια που δίνονται ανάλογα της εποχής και των εργασιών που συμπίπτει η εορτή της (π.χ. Φλεβαριανή, Μεσοσπορίτισσα, Ακαθή – εκ του Ακάθιστου ύμνου).
Παναγία η Εικοσιφοίνισσα
Από τα σπουδαιότερα προσωνύμια πάντως, είναι και αυτό της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας, μια εικόνα η οποία βρίσκεται στο ομώνυμο μοναστήρι της Παναγίας της Εικοσιφοινίσσης στο Παγγαίον Όρος. Η γνωστή και ως Μονή του Παγγαίου.
Η Ιερά Μονή Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου, βρίσκεται στο επίκεντρο του εορτασμού στην περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης τουλάχιστον, μιας και πρόκειται για μια από τις παλαιότερες Μονές στον ελλαδικό χώρο και ενός από τα σημαντικότερα μοναστήρια της περιοχής.
Σύμφωνα με το ιστορικό και όπως αναφέρει ο ηγούμενος της Μονής Χρύσανθος το 1782, ενώ ο Όσιος Γερμανός μετά την ανέγερση του μοναστηριού, αναζητούσε κατάλληλη σανίδα για να γίνει η εικόνα της Θεοτόκου, Εκείνη με θαυματουργικό τρόπο του προσέφερε την μέχρι και σήμερα σωζόμενη εικόνα Της, που άστραφτε κι εξέπεμπε «φοινικούν», δηλαδή κοκκινωπό φως. Έτσι επικράτησε ο όρος «Εικοσιφοίνισσα» (εικών φοίνισσα – Εικοσιφοίνισσα).
Κατά μια άλλη ισχνότερη εκδοχή ο κτήτωρ της Μονής, Άγιος Γερμανός, βρισκόταν σε μια μικρή όαση έξω από τη Μονή του Τιμίου Προδρόμου στους Αγίους Τόπους, όπου είχε είκοσι φοίνικες, εκεί έλαβε εντολή από τον άγγελο της Θεοτόκου για την ανέγερση της Μονής και σε ανάμνηση της τοποθεσίας την ονόμασε «Παναγία η Εικοσιφοίνισσα».
Κατά την παράδοση, ο Όσιος Γερμανός, αφού μόνασε στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, στον Ιορδάνη ποταμό, εγκατέλειψε την Παλαιστίνη και με όραμα ήρθε στη θέση Βίγλα του Παγγαίου περί το 718. Εκεί ανακάλυψε τα ερείπια των παλαιών κτισμάτων που είχε χτίσει ο Σώζων.
Ξεκίνησε να ανεγείρει νέα Μονή, αλλά τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει για την ανέγερση της Μονής δεν επαρκούσαν για να εξοφλήσει τους τεχνίτες, με αποτέλεσμα αυτοί να τον οδηγήσουν αιμόφυρτο στη Δράμα για να δικαστεί. Στο δρόμο συνάντησαν τον πληγωμένο Άγιο οι Κωνσταντινουπολίτες αξιωματούχοι Νικόλαος και Νεόφυτος, οι οποίοι μετέβαιναν στη Σερβία ως απεσταλμένοι του Αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα. Αυτοί εξόφλησαν τους τεχνίτες και ελευθέρωσαν τον Άγιο, ενώ αργότερα πούλησαν και οι ίδιοι την περιουσία τους και μόνασαν στη Μονή, κοντά στον Άγιο Γερμανό.
Το ιστορικό της Μονής
Η Ιερά Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας είναι ένα ιστορικό μοναστήρι με μεγάλη σημασία, καθώς αποτελεί την παλαιότερη εν ενεργεία μονή στη Ελλάδα και την Ευρώπη. Βρίσκεται σε υψόμετρο 750 περίπου μέτρων, σε μια κατάφυτη με δέντρα περιοχή, και είναι γυναικείο μοναστήρι που φιλοξενεί 25 περίπου μοναχές.
Η Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας βρίσκεται στο Νομό Καβάλας, στα όρια με το Νομό Σερρών, αλλά υπάγεται διοικητικά στη Μητρόπολη Δράμας. Οι δύο πιο κοντινές πόλεις σε αυτήν είναι η Δράμα και η Καβάλα, σε ίση περίπου απόσταση 36 χιλιομέτρων.
Το 1507 καταστράφηκε από τους Τούρκους και οι μοναχοί του σφαγιάστηκαν, αλλά σύντομα αναδιοργανώθηκε και ανακαινίσθηκε. Στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν μητροπολίτης Ζιχνών ήταν ο Ιάκωβος, το καθολικό της μονής ανακαινίσθηκε εκ βάθρων και τοιχογραφήθηκε όταν μητροπολίτης Νευροκοπίου ήταν ο Δανιήλ Α΄.
Αργότερα, κατά την περίοδο των δύο παγκοσμίων πολέμων, η μονή λεηλατήθηκε επανειλημμένα από τους Βούλγαρους, οι οποίοι μεταξύ άλλων το έτος 1917 αφαίρεσαν σημαντικό αριθμό βυζαντινών χειρογράφων. Το 1943 καταστράφηκε από πυρκαγιά όλο το συγκρότημα εκτός από το καθολικό. Η μονή ανασυστάθηκε το 1965, όταν εγκαταστάθηκε εδώ πολυάριθμη γυναικεία αδελφότητα.
Από την αρχική, μεσοβυζαντινή φάση της μονής διατηρείται σήμερα μόνο ένα τμήμα του μαρμαροθετημένου δαπέδου, που χρονολογείται γύρω στο 1000. Το σημερινό καθολικό οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1837-1847 από τον ηγούμενο Ανδρόνικο, ενώ από τον παλαιό ναό των αρχών του 17ου αιώνα διατηρήθηκε τμήμα του Ιερού Βήματος, που ανακαινίσθηκε. Ο κυρίως ναός, η λιτή και ο εξωνάρθηκας ήταν διακοσμημένα με τοιχογραφίες που έγιναν στη διάρκεια των ετών 1858-1865 από τον αγιογράφο Ματθαίο Ιωάννου από την Κόρινθο, ο οποίος είχε εργαστεί κυρίως στη Μολδαβία. Μεγάλο μέρος από αυτές αντικαταστάθηκαν από νεότερες. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο κατασκευάστηκε από Χιώτες τεχνίτες, όταν ηγούμενος ήταν ο Σωφρόνιος, στα τέλη του 18ου αιώνα. Αξιόλογες είναι και οι τοιχογραφίες του κοιμητηριακού ναού των Αγίων Αναργύρων με τις επιχρισμένες σήμερα τοιχογραφίες των μέσων του 16ου αιώνα.