Μνήμη Κωνσταντίνου Κατσίφα
Γράφει ο Δημήτρης Μαυρόπουλος
«Να γράψετε με το αίμα μου, Ελλάδα σ’ αγαπώ», σημείωσε κάπου κι έκανε, ο Κωνσταντίνος Κατσίφας, την επιθυμία πραγματικότητα λυτρώνοντας τους απανταχού Έλληνες.
Υπάρχει θάνατος που είναι πιο ελαφρύς από άχυρο κι άλλος που είναι πιο ακριβός από χρυσό, τέτοιος πολύτιμος υπήρξε ο χαμός του ομογενούς, από τις Βουλιαράτες της Βορείου Ηπείρου, Κωνσταντίνου Κατσίφα.
Στο συλλαλητήριο των Αθηνών την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018, όταν με συντοπίτες μου από τη Δράμα μετακινηθήκαμε με λεωφορείο για να διαμαρτυρηθούμε, όσον αφορά στην αναίσχυντη και επαίσχυντη συμφωνία των Πρεσπών Τσίπρα – Заев, Κοτζιά – Димитров «αγαθή τύχη» το έφερε να γνωριστώ με τον Κωνσταντίνο Κατσίφα.
Ήμασταν παραταγμένοι εμπρός στον Άγνωστο Στρατιώτη, ήδη από πολύ ενωρίς ενόσω η πόλη κοιμόταν ακόμη βαθιά, όταν κατέφθασαν πριν από το μεσημέρι ομάδα συμπατριώτων μας απλώνοντας μία τεράστια γαλανόλευκη σημαία πολλών τετραγωνικών, περίπου 150, που στις λευκές λουρίδες της υπήρχαν τα συνθήματα «Βόρειος Ήπειρος γη ελληνική», «Η Μακεδονία είναι ελληνική» και «Βουλιαράτες», αυτή που έφτιαξε από τα χρήματα του κόπου του ο Κωνσταντίνος Κατσίφας.
Μα κι εγώ κράδαινα στα συλλαλητήρια, από τη Θεσσαλονίκη έως το Πισοδέρι, μία σημαία που διέφερε από την κλασική ελληνική, οπότε πάντα προσέλκυε το αγνό ενδιαφέρον, για τους πολλούς, να με ρωτήσουν τι αναπαριστά.
Για τους λίγους, τους γνώστες, κυρίως τους Βορειοηπειρώτες, τούτο ήταν γνωστό.
Αποτυπώνει τον δικέφαλο αετό με τον σταυρό στην κορυφή, ενώ στα γαμψά του πόδια αναγράφεται το έτος της ανακήρυξης της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου «1914» και αμφότερα αποτυπώνονται με τα κεφαλαία γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου το «Α» και το «Η», αρχικά που σημαίνουν Αυτόνομος Ήπειρος.
Η συζήτησή μας ήταν ζεστή και σύντομη. Από πού ήμουν, πώς απέκτησα την σημαία, με ρώτησε ο Κωνσταντίνος Κατσίφας ντυμένος στην «παραλλαγής».
Αυτός ήταν από τις Βουλιαράτες, μερικά χιλιόμετρα μακριά από τα προσωρινά σύνορα της πατρίδας μας με την Αλβανία, ελληνοχώρι που τα πόδια του απλώνονται στη κοιλάδα της Δρόπολης, λίγο μακρύτερα από το Αργυρόκαστρο, την πρωτεύουσα της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου, της γης που περπάτησε και δίδαξε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Για την Δρόπολη και τα 28 ελληνοχώρια της είχα διαβάσει παλαιότερα σε ένα Αλφαβητάριο που εξέδωσε το στυγνό καθεστώς Ενβέρ Χότζα, δήθεν για την εκπαίδευση των μειονοτικών ελληνόπουλων, όπου γραφόταν με περισσό θράσος και απύθμενη προπαγάνδα «Οι Δροπολίτες ζουν χαρούμενα. Όλα τα καλά τούς τα έφερε το Κόμμα μας».
Τότε δεν ψυχανεμιζόμουν ότι μιλούσα με εκείνον που θα έμπαινε τόσο αναπάντεχα και βίαια στο συναξάρι των ηρώων της πατρίδας, ότι η πράξη του θα αποτελούσε ύλη διδασκαλίας της ελληνικής Ιστορίας και ότι το χωριό του, οι Βουλιαράτες, θα γινόταν μάθημα Γεωγραφίας για τους ελληνόπαιδες.
Την περασμένη Πέμπτη 8 Νοεμβρίου τα βήματά μου, μαζί με άλλους ομογάλακτους στην υπόθεση της Μακεδονίας, οδηγήθηκαν στο κακοτράχαλο χωριό του, το σκαρφαλωμένο στο όρος Πλατοβούνι, για τον ύστατο χαιρετισμό στον ανυπότακτο Έλληνα, στο χωριό που από την 28η Οκτωβρίου και έκτοτε χτυπάει ρυθμικά η καρδιά της Ελλάδας.
Μάζεψα από την τραχύ γη του, από τον τόπο της θυσίας, εκεί που τον πέτυχαν οι σφαίρες των μοχθηρών Αλβανών αστυνομικών, τσάι του βουνού και το τοποθέτησα ευλαβικά στο εικονοστάσι, μαζί με τους βασιλικούς, το «σταυρολούλουδο», από τη γιορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Η ανάβαση για το σπίτι του κουραστική, τα πόδια δυσκολεύτηκαν να συνηθίσουν στον στρωμένο με ακανόνιστη πέτρα πολυκαιρισμένο και εγκαταλελειμμένο δρόμο, καθώς εκείνο είναι αγκιστρωμένο στην άκρη του χωριού, κάθε χωριό της Βορείου Ηπείρου είναι και μία πολιτεία ολόφωτη, πολύβουη, έτσι φαντάζουν στο μυαλό μου.
Σκέφτηκα, ότι το χωριό του, ένας τόπος λεία κοφτερή πέτρα, και η θέση του σπιτιού του τού έθεσαν καθήκον, ως μία φυσική αναγκαιότητα που επιβαλλόταν στη θέληση, ως αετός να εποπτεύει τη γενέθλια γη και έως τέλους να την υπερασπιστεί.
Ευλαβικός προσκυνητής σαν έφθασα στο λιακωτό του σπιτιού του, αμέσως η ματιά μου έπεσε επάνω στην κληματαριά, που τα σταφύλια ήταν άκοπα τσαμπιά κρεμασμένα, περιμένοντας τον ιδιοκτήτη τους να τα μαζέψει για να τα κάνει κόκκινο κρασί, σαν αυτό που μάς κέρασε ο Κωνσταντίνος Κατσίφας με τη θυσία του.
Τους καρπούς που δεν πρόλαβε να μαζέψει ο ίδιος θα τους δρέψουμε εμείς οι υπόλοιποι Έλληνες, όταν έρθει το αγιασμένο πλήρωμα του χρόνου.
Καθώς έβλεπα το φέρετρο με τον νεκρό συνέλληνα, αυθόρμητα μού ήρθαν στο νου οι στίχοι του Σικελιανού για τον Παλαμά, από τη κηδεία του τελευταίου το 1943: «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα».
Τον είπαν «τρελό», οι άτολμοι, οι βολεμένοι και οι σκιαγμένοι, θέλοντας να δικαιολογήσουν τη δολοφονία, μα κι η νεκρανάσταση του γένους το 1821 έγινε από έναν, τον Γέρο του Μοριά, που έλεγε, ότι «ο κόσμος μάς έλεγε τρελούς».
Τον θαρραλέο και ευγενικό συκοφάντησαν αυτοί που διακατέχονται από το σύνδρομο της Στοκχόλμης, που ανταλλάσσουν με μεγάλη ευκολία τους ρόλους του θύματος με του θύτη, που παραλλάσσουν την γενναιότητα με τη δειλία, που ενοχοποιούν την δράση με την απραξία, όντας άνευροι, άμοιροι και ανέραστοι.
Το πέρασμα του αρχοντικού Κωνσταντίνου Κατσίφα από την ανυπαρξία στην ύπαρξη δεν ήταν σαν εκείνων των συμβιβασμένων από την «Έρημη χώρα» του Τ. Σ. Έλιοτ «Ζώντας και ψευτοζώντας», αλλά σημαδεύτηκε από ένα ηχηρό «παρών» που συγκλόνισε συθέμελα τη βορειοηπειρωτική γη.
Πρέπει να είσαι βαθιά ερωτευμένος με την Ελλάδα για να αψηφάς τον κίνδυνο, που οι άλλοι τον λένε σωφροσύνη, για να σημαιοστολίζεις τις στράτες και τους λόφους του χωριού σου με τις γαλανόλευκες, και παθιασμένος με την ελευθερία για να απαντάς θαρρετά και αντρίκια στις ιταμές προκλήσεις των καταπιεστών.
Να γιατί ο Κωνσταντίνος Κατσίφας μάς κοινώνησε με το αδούλωτο φρόνημα, αφού έκανε υπακοή στην προσταγή του εθνικού ποιητή – «κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθείς μέσα σου να λαχταρίζει κάθε είδους μεγαλείου» – όλους εμάς που έχουμε χαθεί μέσα στον αδηφάγο καταναλωτισμό και στην ανούσια, πολλές φορές, καθημερινότητα.
Το φέρετρο του, ωσάν μία άλλη «Κιβωτός» του ελληνισμού μέσα στο χρόνο, που το σκέπαζε η γαλανόλευκη, επιβεβαίωνε ότι η δόλια αλβανοποίηση και ο ραδιούργος αφελληνισμός ηττάται με την τελική θυσία, τον θάνατο, που τελικά μετέρχεται σε αφύπνιση και ανάσταση.
Πονούμε για το χαμό του αδούλωτου Έλληνα και αυτό αποδεικνύει ότι είμαστε ζωντανοί.
Μοιραζόμαστε το πάθος του για την Ελλάδα κι αυτό μάς ενθουσιάζει.
Τιμή μου που παραβρέθηκα σε μία κηδεία που ο νεκρός, γαλήνιος και ατάραχος, φορούσε την τιμημένη στολή του Έλληνα καταδρομέα, αφού κι εγώ υπηρέτησα στο σώμα αυτό και γνωρίζω το παραφορά, την ομαδικότητα και το σθένος στην υπεράσπιση της πατρίδας που ενστερνίζεται εσαεί ο κληρωτός.
Την επομένη μέρα, όταν επέστρεψα στην πόλη μου, την οικογένεια και την εργασία μου, η θυγατέρα μου βλέποντας τη φωτογραφία τού εθνομάρτυρα Κωνσταντίνου Κατσίφα επάνω στο γραφείο μου και στα μάτια μου να έχουν κυλίσει δάκρυα, με ρώτησε έχοντας αφοπλιστικό βλέμμα: «Πατέρα, θα γίνει τώρα μέλος της οικογένειάς μας;».
«Ναι, απάντησα εγώ, Ιουστίνα, από σήμερα θα υπάρχει μία επιπλέον καρέκλα στο τραπέζι μας, δίπλα μας, γιατί αυτός μάς δεξιώθηκε στην αιωνιότητα, μάς δίδαξε αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια, που γεννηθήκαμε και είμαστε Έλληνες».
Θυμάμαι, ότι στην εξόδιο ακολουθία που τελέστηκε μέσα σε κλίμα κατάνυξης, οδύνης και θλίψης στον ναό του Άγιου Αθανάσιου σιγοψιθύρισα συγκινημένος τα λόγια των ιερέων «Μετά Αγίων συναριθμήσαι ημάς δε ελεήσαι, ως αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός», ενώ κατά την ταφή και στη μεγαλειώδη πορεία που ακολούθησε, ένωσα την φωνή μου με αυτή των χιλιάδων απανταχού προσκυνητών, για να βροντοφωνάξω κι εγώ «Ελλάς, Ελλάς, σκέπασε κι εμάς».
Καλό παράδεισο, Κωνσταντίνε!
Κωνσταντίνος Κατσίφας!
Αθάνατος!