Νοερή Πασχαλιά
στο Ανηλιοχώρι
Του κ. Γ.Κ. Χατζοπούλου
«Όταν οι χρόνοι διαβαίνουν, τότε ο νους νοσταλγικά γυρίζει πίσω»
Οι μέρες κυλούσαν γοργά ωσάν τα γάργαρα νερά του ποταμίσκου Αγγίτη. Και η αγωνία του μπόμπιρα Γιωργή όλο και φούντωνε. Πίεζε φορτικά τον κύρη του να μη λησμονήσει να του ετοιμάσει τα αβγά τα τσιχτσιρένια ή τους μπογμάδες. Πλησίαζε η μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Η Ανάσταση του Θεανθρώπου, του «θανάτω θάνατον πατήσαντος». Κι ο Γιωργής έπρεπε να είναι πάνοπλος για την παραδοσιακή αβγομαχία, που έδινε κ’ έπαιρνε λίγο μετά την ζωηφόρο Ανάσταση στη χωμάτινη πλατεία κάτω από τις αιωνόβιες φτελιές.
Κι ο Στρατής ο Πλατανιώτης, ένα από μύρια θύματα της τραγικής μικρασιατικής καταστροφής, απέθεσε τους υπόλοιπους χρόνους της ζωής του στο Ανηλιοχώρι χάρη στην Έθελ Τόμσον από τη Βοστώνη της Μασαχουσέτης, η οποία ως Μέλος της Αμερικανικής Επιτροπής Περίθαλψης, είχε μεταβεί με μύριες όσες απειλές από τον ανηλεή κατακτητή στη Μ. Ασία και στον Πόντο για να περιθάλψει τα ορφανά όσων έχασαν τη ζωή τους από το μαχαίρι των απίστων.
Πεντάρφανος ο Στρατής άφησε πίσω του πατέρα, μητέρα κι αδέλφια, σφάγια στο βωμό του μίσους. Γιώργη τον λέγανε τον πατέρα του και για να τον αναστήσει στη μνήμη του ονομάτισε το γιο του Γιωργή. Γι’ αυτό και του είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Κάθε επιθυμία του Γιωργή ήταν νόμος για τον Στρατή.
Έτσι την παραμονή της Μεγάλης γιορτής άναψε τον φούρνο, που ο ίδιος είχε χτίσει στην τεράστια αυλή του, με κλαδιά ξερά από πρίναρους και μέχρι να πυρώσει ο φούρνος, πήρε ένα τσίγκινο ψωμοτάψι, έβαλε μέσα στάχτη μέχρι σχεδόν τα χείλη του κι ύστερα τοποθέτησε δέκα ολόφρεσκα αβγά με τη μύτη προς τα επάνω. Δε χρειάστηκε πολλή ώρα για να ψηθούν. Το περισσότερο μέρος του περιεχομένου τους είχε συγκεντρωθεί στο πάνω μέρος (από τη μέση και πάνω). Και δε ράγισε κανένα. Βγήκαν όλα κατάγερα. Τέλος στην αγωνία του Γιωργή, που τη διαδέχθηκε ο πανηγυρισμός. Έτοιμη η φαρέτρα του κι εκείνος ετοιμοπόλεμος.
Με τον πάτερ φαμίλιε να προηγείται κρατώντας το κλεφτοφάναρο εκείνο το βράδυ – το φεγγάρι θ’ αργούσε πολύ να φανεί – έφτασαν στον ιερό ναό της Ζωοδόχου Πηγής, που δεν απείχε και πολύ από το συρτό τους κατάλυμα.
Σε λίγο ο ναός είχε γεμίσει. Οι ψαλμωδίες διαδέχονταν η μια την άλλη και τα σταυροκοπήματα τις συνόδευαν σεμνά και με γονυκλισίες.
Ο παπά Αρίστος δεν άργησε να φανεί στην Ωραία Πύλη κρατώντας μια μεγάλη λευκή λαμπάδα. Θύμα κι αυτός της αναλγησίας των Δυνατών της Δύσης, που για τα δικά τους συμφέροντα αγκάλιασαν τον μεγάλο σφαγέα του Ελληνισμού, ξεριζώνοντας, τον ελληνισμό από τις τρισχιλιόχρονες εστίες του.
Γλυκόλαλος αγκάλιασε με το πατρικό του βλέμμα το ποίμνιό του κι ύστερα με όση δύναμη του απέμεινε έστειλε το κοσμοσωτήριο μήνυμα «Χριστός Ανέστη» και το ποίμνιο ανταποκρίθηκε με ευλάβεια «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος». Κι ύστερα ανταλλάξανε τον χαιρετισμό της αγάπης.
Με το μέρωμα και μόλις ο ήλιος άρχισε να σκάει πίσω από σκουρόχρωμες κορφές του Δρυμότοπου οι αβγομάχοι με τα καλαθάκια τους και το ξύλινο σκαμνάκι άρχισαν να παίρνουν θέση στη χωμάτινη πλατεία.
Που τον χάνεις που τον βρίσκεις κι ο Γιωργής αντάμα με τον κύρη του στη γιορτή της αβγομαχίας. Για ώρες ο αγώνας καλά κρατούσε κι η αγωνία των θεατών, που όρθιοι παρακολουθούσαν το δρώμενο μεγάλωνε.
Έτσι έχουν οι αγώνες. Από τη μια πλευρά οι νικητές να πανηγυρίζουν και μαζί τους οι συμπαθούντες και από την άλλη οι ηττημένοι καταπίνοντας φαρμάκια με τους συμπαθούντες τους να προσπαθούν να μοιράζονται την πίκρα από τον πληγωμένο εγωισμό.
Ευτυχώς για τον Γιωργή και τον πατέρα του Στρατή η αβγομαχία οδήγησε σε νικηφόρο αποτέλεσμα. Οι μπογμάδες θριάμβευσαν. Η ικανοποίηση για τη νίκη εκδηλώθηκε με πλατύ χαμόγελο.
Όμορφες στιγμές λουσμένες στο άφθονο μεθυστικό άρωμα, που σκορπούσαν από τα θυσανωτά άνθη τους οι λευκές και μαβιές πασχαλιές.
Αλησμόνητες πασχαλιές που τις έσβησε ο παντοκαταλύτης χρόνος. Έρημες οι αλάνες και οι αβγομαχίες έκθεμα στο μουσείο της λήθης.