Ο Μακεδονικός Αγώνας
στο Σαντζάκι της Δράμας
και η συμβολή του Μιλτιάδη Σκόρδα
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου, τ. Λυκειάρχη
Μετά την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) και τη βραχύβια συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) η κατάσταση στον μακεδονικό χώρο κατέστη εκρηκτική. Η πρώτη ήταν έργο τόσο της ρωσικής πολιτικής, όσο και της τουρκικής. Οι Ρώσοι με την ίδρυση της Εξαρχίας αποβλέπανε στον έλεγχο των Βαλκανίων, και ιδιαίτερα της Βουλγαρίας, με στόχο την πρόσβασή τους στο Αιγαίο και από εκεί στη Μεσόγειο, γι’ αυτό και ενισχύανε οικονομικά τα βουλγαρικά κομιτάτα στην προσπάθειά τους για αφελληνισμό του μακεδονικού χώρου. Οι Τούρκοι από την πλευρά τους επιμένανε στην εφαρμογή του δόγματος του «διαίρει και βασίλευε». Και στην προκειμένη περίπτωση επιδιώκανε τη διαίρεση του χριστιανικού κόσμου στον βαλκανικό χώρο.
Από την άλλη πλευρά η θνησιγενής συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) ισχυροποιούσε το όνειρο της Μεγάλης Βουλγαρίας, ένα όνειρο, που ενώ το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) το οδήγησε σε λήθαργο, όμως εξακολουθούσε να τρέφει τις ελπίδες των Βουλγάρων.
Όταν πια οι Βούλγαροι διαπίστωσαν ότι η διπλωματική οδός δεν επρόκειτο να το οδηγήσει σε ανάνηψη το κείμενο σε λήθαργο όνειρό τους, έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο της τρομοκράτησης, του εκβιασμού, του εκμαυλισμού των συνειδήσεων των κατωτέρων και συνήθως απαίδευτων και οικονομικά ασθενέστερων λαϊκών στρωμάτων με την οικονομική ευλογία της ορθοδόξου Ρωσίας, των άγριων δολοφονιών, των δημεύσεων, των πυρπολήσεων των σπιτίων των πατριαρχικών, την κατάληψη των ορθοδόξων ναών και σχολείων, την εξόντωση των ορθοδόξων ιερέων και των διαπνεομένων από Ελληνισμό διδασκάλων.
Ομάδες κομιτατζήδων με αρχηγούς τους Σαντάνσκη, Ντόντσου, Στόικου, Στανίση, Μπάντσεφ, Σαπράνωφ και άλλους είχαν καταστείθ οι εφιάλτες των Ελλήνων Πατριαρχικών της Ανατολικής και Βορειοανατολικής Μακεδονίας.
Από τηλεγράφημα του δραστήριου προξένου της Ελλάδος στην Καβάλα Νικολάου Μαυρουδή προς τον Υπουργό των Εξωτερικών Α. Σκουζέ πληροφορούμεθα ότι η δράση των κομιτατζήδων εκδηλώθηκε αρχικά στα χωριά της Δράμας Τσατάλτζα (σημερινή Χωριστή), Πλέβνα (σημ. Πετρούσα) και Γκόρνιτσα (σημ. Καλή Βρύση) με προοπτική να επεκταθεί στην Αλιστράτη, την Προσοτσάνη και σε άλλα πατριαρχικά χωριά, όπως στο Εγρί-Δερέ (σημ. Καλλιθέα), Κουμάλιστα (σημ. Κοκκινόγεια), Καρλίκοβα (σημ. Μικρόπολη) κ.ά., πράγμα που συνέβη. Όλο το σαντζάκι βρέθηκε επί ποδός. Ανταρτικά σώματα άρχισαν να συγκροτούνται σε κάθε σχεδόν οικισμό, ενώ η κυβέρνηση των Αθηνών τα εξόπλιζε με το αναγκαίο πολεμικό υλικό, που κατέφθανε στο λιμάνι της Καβάλας και από εκεί προωθούνταν με άκρα μυστικότητα στα χέρια των στελεχών των ανταρτικών ομάδων.
Από την πλευρά των Ελλήνων αρχικά, πριν το 1903, η αντίδραση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ένοπλη αντίσταση δεν υφίστατο. Και σ’ αυτό έφεραν ευθύνη οι Έλληνες διπλωματικοί και στρατιωτικοί εκπρόσωποι, οι οποίοι, υιοθετώντας το δόγμα της διατήρησης αγαθών σχέσεων με τις τουρκικές αρχές, αποθαρρύνανε τους ορθοδόξους Έλληνες να προβούν στην ανάληψη οποιασδήποτε δυναμικής πρωτοβουλίας.
Το δόγμα αυτό υποστήριζε και ο χαμηλών τόνων Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’, ο οποίος συνιστούσε τη διπλωματική οδό για την αντιμετώπιση των βιαιοτήτων, με σκοπό την υπεράσπισης των δικαιωμάτων του ποιμνίου του.
Οι Έλληνες της Μακεδονίας είχαν κουρασθεί να ακούουν τους διπλωματικούς εκπρόσωπους τους να τους συνιστούν να κάνουν υπομονή, τη στιγμή που οι Βούλγαροι κομιτατζήδες δεν είχαν καμία αναστολή, γιατί είχαν έναν στόχο: να δολοφονούν, να ρίχνουν βόμβες, όπως στο καζίνο της Δράμας, στην Αγία Κυριακή της Αλιστράτης, και μάλιστα την ημέρα της πανήγυρης, μολονότι ο σουλτανικός ιραδές προέβλεπε καταδίκη σε θάνατο των βομβιστών. Όταν πια η κατάσταση πήρε ανησυχητικές διαστάσεις, άρχισε η ενεργός κινητοποίηση του ελληνισμού στην Ανατολική Μακεδονία μετά το 1903.
Οι Έλληνες των Αθηνών άρχισαν να ανησυχούν. Ιδρύουν συλλόγους και σωματεία για τη στήριξη των Ελλήνων της Μακεδονίας. Κάποια στιγμή αφυπνίζεται και η ελληνική κυβέρνηση. Στέλνει επιτροπή από αξιωματικούς στη Μακεδονία για να εξετάσει την κατάσταση και να συντάξει έκθεση. Στην αποστολή μετέχει και ο Παύλος Μελάς, ο οποίος εισηγείται την ένοπλη επίθεση με το σύνθημα: «Φωτιά στη Φωτιά».
Τα προξενεία της Καβάλας και των Σερρών ενισχύονται με ψυχωμένους διπλωμάτες και στρατιωτικούς ακολούθους, οι οποίοι σε συνεργασία με τους ιεράρχες Δράμας και Σερρών, Χρυσόστομο και Γρηγόριο, οργανώνουν ένοπλες ομάδες αντίστασης και στηρίζουν τον δοκιμαζόμενο χριστιανικό κόσμο. Στον αγώνα αυτόν της σωτηρίας του πατριαρχικού Ελληνισμού κορυφαία υπήρξε η συμβολή του τριανταπεντάχρονου Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Καλαφάτη και του στενού του συνεργάτη, πρωτοσυγκέλλου Θεμιστοκλή Χατζησταύρου.
Ασφαλώς δεν είναι καθόλου ήσσονος σημασίας και η συμβολή των διπλωματών Νικολάου Μαυρούδη και Αντωνίου Σαχτούρη καθώς και των στρατιωτικών ακολούθων Στυλιανού Μαυρομιχάλη, Κων/νου Τυπάλδου, Αθ. Μάρκου, Λεωνίδα Μπεχράκη, Δημοσθ. Φλωριά, Σπ. Κουρεβέλη, Γ. Παπαδόπουλου και Ευθ. Κανελλόπουλου, οι οποίοι με τη βοήθεια πρακτόρων, οδηγών, συνδέσμων, μεταφορέων όπλων, προκρίτων, ιερέων και δασκάλων οργανώνουν Κέντρα Άμυνας και συγκροτούν αντάρτικα σώματα από ψυχωμένους Έλληνες, πιστούς στο Ορθόδοξο Πατριαρχείο, με σκοπό να εξουδετερώσουν τη δράση των κομιτατζήδων.
Έτσι στη Τσαλτάτζα (σημ. Χωριστή) αξιόλογη δραστηριότητα αναπτύξανε οι: Δ. Παπαρδέλας, Τάσιος Παλιάγκας και Γεώργιος Τσαμπάζης. Στη Βησσοτσάνη (σημ. Ξηροπόταμο) οργανώθηκε ένοπλη ομάδα, που την αποτελούσαν οι: Βασ. Θεολογίδης, Θεόδ. Κυριαζής, Νικ. Σολάκης, Ηλίας Τρέγκος, Κων/νος Ματαρτζής και Σαμαράς. Στην Γκόρνιτσα (σημ. Καλή Βρύση) οι: Ιωάννης Μόκας, Αγγ. Παπαεμμανουήλ και Βασ. Κάλιας. Στον Βώλακα συγκροτήθηκαν σώματα Μακεδονομάχων, που τα αποτελούσαν οι: Γ. Καραγεωργίου, Πέντσας, Μπογιατζής, Παλιάγκας και Χασάπης. Στον Εντίρνετζικ (σημ. Αδριανή) σχηματίστηκε Επιτροπή Άμυνας, που την αποτελούσαν οι: Κ. Σαμαράς, Αλέξ. Τσέλιος και Αλκ. Παπαχρήστου. Στο Εγρί-Δερέ (σημ. Καλλιθέα) σχηματίσθηκε αντάρτικο σώμα από τους Ιω. Ιβανούση, Ιωάννη Προκοπίου, Μιλτ. Σκόρδα και Νικ. Νάνο.
Και όταν η αγριότητα των κομιτατζήδων ξεπέρασε κάθε όριο στις αρχές Μαΐου του 1907, έκανε την εμφάνισή του στην περιοχή του Παγγαίου το δεκαπενταμελές σώμα του ανθυπασπιστού του Πυροβολικού Κων/νου Νταή (ψευδώνυμο Καπετάν Τσάρας), στο οποίο εντάχθηκε και ο Μιλτιάδης Σκόρδας. Νωρίτερα ο Κων/νος Νταής είχε υπηρετήσεις ως διευθυντής των ελληνικών σχολείων της Προσοτσάνης.
Και ενώ η δράση των κομιτατζήδων Βουλγάρων βρισκόταν σε έξαρση στο σαντζάκι της Δράμας, ο προκαθήμενος της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων – Δράμας και Ζιχνών Φιλόθεος Κωνσταντινίδης (1 Αυγούστου 1896 – 18 Μαΐου 1902) όχι μόνο δεν επεδείκνυε το πατρικό ενδιαφέρον για την ηθική στήριξη και την προστασία του ποιμνίου του, αλλά είχε εμπλακεί σε οικονομική παρεκτροπή, προκαλώντας τον αυστηρό έλεγχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση αφελληνισμού των ορθοδόξων πατριαρχικών Ελλήνων ο οξυδερκής, σώφρων, νουνεχής, ηπίων τόνων και άριστος διπλωμάτης Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ μεθόδευσε τη μετάθεση του Φιλοθέου στην Ιερά Μητρόπολη Ίμβρου, ενώ απέστειλε στη Δράμα τον τριανταπεντάχρονο Χρυσόστομο Καλαφάτη, ο οποίος, πυρπολούμενος από Ορθοδοξία και Ελληνισμό, έθεσε τη ψυχή του υπέρ του ποιμνίου του.
Σχεδόν αμέσως μετά την άνοδό του στον μητροπολιτικό θώκο ο Χρυσόστομος και έχοντας ως στενό και απτόητο συνεργάτη του τον Θεμιστοκλή Χατζησταύρου από το Αϊδίνιο της Μ. Ασίας οργανώνει τη «Νέα Φιλική Εταιρεία» για να αποκρούσει τις ανηλεείς επιθέσεις των κομιτατζήδων.
Με φανερό ηγέτη τον Θεμιστοκλή Χατζησταύρου μυούνται και κατατάσσονται στη χορεία των Μακεδονομάχων πλείστοι ορθόδοξοι Έλληνες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Μιλτιάδης Σκόρδας του Κωνσταντίνου.
Ο Μιλτιάδης Σκόρδας καταγόταν από αρχοντική γενιά των Σερρών. Γεννήθηκε στις Σέρρες το 1885. Από μαθητής του δημοτικού σχολείου έδωσε δείγματα του αδαμάντινου χαρακτήρα του. Μόλις τελείωσε το Γυμνάσιο Σερρών, τον επιστράτευσε ο κατεχόμενος από πατριωτικό ζήλο πρόξενος του ελληνικού προξενείου Σερρών Αντώνιος Σαχτούρης και τον παρέδωσε στον υπηρετούντα ως σταρτιωτικό ακόλουθο στο πιο πάνω προξενείο αξιωματικό Δημοσθένη Φλωριά για να τον εκπαιδεύσει φανερά ως δάσκαλο, στην ουσία όμως ως μαχητικό στέλεχος του Μακεδονικού Αγώνα και προπαγανδιστή στο σχολείο της Αλιστράτης και στο Οικοτροφείο της, που ιδρύθηκε εκεί με τη φροντίδα του Χρυσοστόμου για την περίθαλψη των ορφανών, των οποίων τους γονείς εφόνευσαν οι κομιτατζήδες. Η προσφορά υπηρεσίας του Μιλτιάδη Σκόρδα στο Οικοτροφείο της Αλιστράτης έχει τεράστια σημασία, γιατί τούτο πέρα από την περίθαλψη και εκπαίδευση των ορφανών, υπήρξε και ένα θερμοκήπιο εκκολαπτόμενων αγωνιστών του μεγάλου αγώνα.
Ο Μιλτιάδης Σκόρδας υπηρέτησε ακόμη ως δάσκαλος στο Εγρί – Δερέ (σημ. Καλλιθέα) και στην Καρλίκοβα (σημ. Χαριτωμένη). Βέβαια η ιδιότητα του δασκάλου, που έφερε, ήταν για να καλύπτει τις άλλες ιδιότητές του όπως: του αγγελιαφόρου, του πληροφορητή, του τροφοδότη, του αντάρτη, του προπαγανδιστή, του ομαδάρχη και του εθνικού πράκτορα στην Αλιστράτη. Όλες αυτές τις δραστηριότητες τις άσκησε με φρόνηση, αυταπάρνηση και πλήρη αδιαφορία για τη ζωή του. Διακρίθηκε ακόμη για την τιμιότητά του και την αφιλοκέρδειά του, γιατί, μολονότι διαχειρίσθηκε εν λευκώ μεγάλα χρηματικά ποσά του Μακεδονικού Αγώνα, αναδείχθηκε ανώτερος χρημάτων χωρίς να αξιώσει αμοιβή.
Μετά τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα επιδόθηκε σε σπουδές. Σπούδασε γιατρός προσφέροντας αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του στους απόρους Δραμινούς.
Η εντιμότητά του, η αφιλοκέρδειά του και η αγάπη προς τον πλησίον κίνησαν το ενδιαφέρον του Δήμου Δράμας, ο οποίος του ανέθεσε το αξίωμα του προϊσταμένου της Υγειονομικής Υπηρεσίας για 4 περίπου δεκαετίες, χρονικό διάστημα κατά το οποίο προσέφερε ανιδιοτελώς τις επιστημονικές του γνώσεις σε όλους τους απόρους ασθενείς Δραμινούς.
Το 1917 οδηγείται ως όμηρος στην πόλη Λομ της Βουλγαρίας, όπου προσφέρει παρηγοριά, αλλά και ιατρική βοήθεια τους συμπατριώτες του ομήρους, οι οποίοι δούλευαν στα απάνθρωπα βουλγαρικά καταναγκαστικά έργα. Τις επιστημονικές του γνώσεις τις προσέφερε αβίαστα και στους κατοίκους της πόλης του μαρτυρίου του, γεγονός που μαρτυρεί εύγλωττα τα υψηλά ανθρωπιστικά συναισθήματα, από τα οποία εμφορούνταν.
Η πολύτιμη προσφορά του στην επιτυχή διεξαγωγή του Μακεδονικού Αγώνα, ο οποίος υπήρξε η σωτηρία όχι μόνο της Μακεδονίας, αλλά και ολοκλήρου της Ελλάδος, αποδεικνύεται περίτρανα από τα ακόλουθα επίσημα πιστοποιητικά. Έτσι ο υποστράτηγος Κων/νος Νταής στο με ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 1945 πιστοποιητικό γράφει: «Ο Μιλτιάδης Σκόρδας έλαβε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα ως τροφοδότης, ως πράκτωρ, ως οπλίτης και ως ομαδάρχης επιδείξας καθ’ όλον τον αγώνα διαγωγή ΑΡΙΣΤΗ. Υπήρξε φιλόπατρις, γενναίος και ριψοκίνδυνος».
Ο τ. Μητροπολίτης Καβάλας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Β’ (Θεμιστοκλής Χατζησταύρου) δηλώνει: «Ο Μιλτιάδης Σκόρδας έλαβε ενεργό μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα 1903-1909 ως Γενικός Πράκτωρ, προπαγανδιστής, διαφωτιστής, οδηγός ανταρτικών σωμάτων, τροφοδότης. Καθ’ όλον το χρονικό διάστημα επεδείξατο όλα τα προσόντα, τα απαιτούμενα δια τη διεξαγωγήν του πολυδαιδάλου αγώνος, τον οποίο διεξήγαγε μέχρι τέλους επιτυχέστατα».
Ο υποστράτηγος Δημοσθένης Φλωριάς, ο οποίος υπηρέτησε ως οργανωτής της Ανατολικής Μακεδονίας κατά τον Μακεδονικό Αγώνα με το ψευδώνυμο «Νούτσος», γράφει το 1926: «Ο Μιλτιάδης Σκορδάς καθ’ όλον το χρονικόν διάστημα του Μακεδονικού Αγώνος επέδειξεν απαράμιλλον και ζηλευτήν ανδρείαν, σύνεσιν, εχεμύθειαν, ειλικρίνειαν, διορατικότητα, ανιδιοτέλειαν, οικονομίαν του εθνικού χρήματος και εν γένει όλα τα προσόντα, τα απαιτούμενα εις άνθρωπον, ο οποίος να διεξαγάγει πατριωτικήν και εμπιστευτικήν υπηρεσίαν».
Και τέλος ο Γενικός Αρχηγός των ανταρτικών σωμάτων κατά τον Μακεδονικόν Αγώνα Κων/νος Μαζαράκης – Αινιάν (Καπετάν Ακρίτας) γράφει το 1945: «Καθ’ όλην την διάρκειαν του Μακεδονικού Αγώνος ο Μιλτιάδης Σκόρδας διεκρίθη δια απαράμιλλον ανδρείαν, θάρρος, αποφασιστικότητα, αυταπάρνησιν, εχεμύθειαν, προτερήματα απαραίτητα δια την αίσιαν διεξαγωγήν ενός πατριωτικού αγώνος».
Σημειώνουμε εδώ ότι ο Μιλτιάδης Σκόρδας δεν έμεινε αδρανής μετά τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα. Ο ένθερμος πατριωτισμός του τον οδήγησε ως εθελοντή πολεμιστή στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913, όπου και διακρίθηκε.
Κατά τον μήνα Οκτώβριο του 1912, μόλις κηρύχθηκε ο Βαλκανικός πόλεμος, μεταξύ των πρώτων ο Μιλτιάδης Σκόρδας εγκατέλειψε τα φοιτητικά έδρανα της Ιατρικής Σχολής και κατευθύνθηκε στο Παγγαίο για να υπηρετήσει στο σώμα του οπλαρχηγού Δούκα Δούκα. Θεώρησε χρέος του υπέρτατο να αγωνισθεί για το δίκαιο της ιδιαίτερης πατρίδας του παραμένοντας στο πεδίο των μαχών μέχρι τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων.
Σε όλη τη διάρκεια των κρίσιμων μαχών, που καθόρισαν το μέλλον της ελεύθερης Μακεδονίας, ο Μιλτιάδης Σκόρδας έδειξε και πάλι τις αρετές του: διορατικότητα, μαχητικότητα, εχεμύθεια, ανιδιοτέλεια, έντονη φιλοπατρία.
Την όλη του δράση του μας την έδωσε και ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, χωρίς βέβαια να διαφαίνεται σε κανένα σημείο τους το ελάττωμα της εγωπάθειας. Σεμνός και χωρίς αυτολιβανισμό παραθέτει όσα έζησε. Εκείνο, βέβαια, που ξεχωρίζει στη διαδρομή τους είναι η δικαιολογημένη αγάπη του για την πατρίδα του, την οποία δεν ανεχόταν να βλέπει να καταδυναστεύεται, να τρομοκρατείται και να καταβάλλεται, προσπάθεια –μάταιη βέβαια- για αφελληνισμό της από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες.
Άξιο τέκνο της φωτοδότρας πατρίδος του ο Μιλτιάδης Σκόρδας έδειξε διαυγέστατα τον αγνό και άδολο πατριωτισμό του για μισό αιώνα πιστεύοντας στην τεράστια αξία και σημασία, που έχει για τον άνθρωπο, και ιδιαίτερα για τον Έλληνα, η θεόδοτη ελευθερία, την οποία αγαπούν και προστατεύουν, όσοι σέβονται πραγματικά την ανθρώπινη ύπαρξη και δεν την ανταλλάσσουν με όλα τα υλικά αγαθά.
Και ενώ από τις γραπτές αναφορές εξεχόντων ηγετών του Μακεδονικού Αγώνα διαφαίνεται ευκρινέστατα η βαθιά εκτίμηση και η κεφαλαιώδους σημασίας αναγνώριση της προσφοράς του Μιλτιάδη Σκόρδα στον τιτάνιο εκείνο αγώνα, αυτός σ’ ένα σημείο των ανέκδοτων ακόμη απομνημονευμάτων του γράφει τα ακόλουθα: «Η άκρως δυτική πλευρά του Νομού Δράμας με επέκτασιν μέχρι τη Μελενίκου και Νευροκοπίου διηρέθη εις τέσσαρας τομείς εν οις υπευθύνως έδρων ισάριθμα ληστανταρτικά σώματα υπό τους Πανίτσαν, Σαντάνσκη, Ζαπράνωφ και Πέεφ.
Προς της τοιαύτης καταστάσεως οι Ελληνορθόδοξοι κάτοικοι Καλλιθέας (π. Εγρί-Δεέ) μόνοι, εστερημένοι πάσης ηθικής ενισχύσεως και πάσης εθνικής διαφωτίσεως παρά του τότε Ελληνικού Προξενείου Σερρών, όπερ δυστυχώς για τον Ελληνισμόν της περιφέρειάς μας διηυθύνετο από παντάπασιν αναξίους, ας μη είπωμεν ηλιθίους, διπλωματικούς και στρατιωτικούς ακολούθους, επεδείξαντο σθεναράν στάσιν απέναντι των υπούλων ενεργειών του Βουλγάρων πρακτόρων.
Ούτοι μόνοι των ενεργούντες επέτυχον να συνδεθώσι μετά αρχηγού ενός ολιγαρίθμου εκδικητικού σώματος εν Σφελινώ Ζίχνης και να ενισχύσωσι τούτον δια δύο Καλλιθιωτών εκδικητών του Γεωργίου Βασιλείου Κομβόκη και του Δημητρίου Τόκου».
Οι διπλωματικοί και στρατιωτικοί ακόλουθοι, οι οποίοι υπηρετούσαν αυτήν την επίμαχη περίοδο στα σαντζάκια της Δράμας και των Σερρών ήταν ο πρόξενος στην Καβάλα Νικόλαος Μαυρουδής και ο προξενικός υπάλληλος Στυλιανός Μαυρομιχάλης και στις Σέρρες οι πρόξενοι Αθ. Στουρνάρας, τον οποίο διαδέχθηκε ο Ίων Δραγούμης, αυτόν ο Ν. Τσαμαδός και αυτόν ο Αντώνιος Σαχτούρης και οι στρατιωτικοί ακόλουθοι Δημοσθένης Φλωριάς και Σπυρίδων Κουρέβελης, οι οποίοι με τα χορηγηθέντα πιστοποιητικά τους εξαίρουν την προσφορά του Μιλτιάδη Σκόρδα.
Πέραν τούτου οι πιο πάνω προξενικοί υπάλληλοι και κυρίως οι Νικόλαος Μαυρουδής κι Αντώνιος Σαχτούρης είχαν μπει στο στόχαστρο τόσο των Βουλγάρων κομιτατζήδων, όσο και των Τούρκων και κυρίως των Άγγλων και Γάλλων εποπτών της περιοχής, οι οποίοι πίεζαν αναφανδόν την Υψηλή Πύλη να τους απομακρύνει από τις θέσεις τους, γιατί τους θεωρούσαν ως στενούς συνεργάτες του μητροπολίτη της Δράμας Χρυσοστόμου και του μητροπολίτη των Σερρών Γρηγορίου, τους οποίους χαρακτήριζαν ως αποσταθεροποιητές της κατάστασης στην Ανατολική Μακεδονία και θέτοντας σε κίνδυνο την ειρήνη.
Τι συνέβη, λοιπόν, και ο Μιλτιάδης Σκόρδας, ο μεγάλος αυτός αγωνιστής και πατριώτης, ώστε να εκφράζεται τόσο απαξιωτικά και προσβλητικά για τους εκπροσώπους της επίσημης εκπροσώπησης της ελληνικής κυβέρνησης στην Ανατολική Μακεδονία και μάλιστα, όταν αυτοί οι βαρείς χαρακτηρισμοί αποδίδονται αρκετά χρόνια μετά τη λήξη του Μακεδονικού αγώνα και των Βαλκανικών πολέμων, ήταν δε στις προθέσεις του μακεδονομάχου Σκόρδα να δουν επισήμως το φως της δημοσιότητας με την έκδοση των απομνημονευμάτων του; Και πως συνέβη ο μακεδονομάχος Μιλτιάδης Σκόρδας να ζητήσει από τους πιο πάνω Κ. Νταή, Δ. Φλωριά, Κ. Μαζαράκη – Αινιάν, Αντ. Σαχτούρη πιστοποιητικά της δράσης και της προσφοράς του για να τα συμπεριλάβει στα υπό έκδοση απομνημονεύματά του; Πως συνέβη ο αξιοπρεπής και καθ’ όλα υπερήφανος, ο διαφανώς αδωρότατος υπερασπιστής των δικαίων της Μακεδονίας να ζητεί εύσημα από αναξίους, όπως τους χαρακτηρίζει; Πιστεύουμε ότι ο Μιλτιάδης Σκόρδας, μολονότι δεν αναφέρει επωνύμως τους Νικόλαο Μαυρουδή και Αντώνη Σαχτούρη, υπαινίσσεται τους Αθανάσιο Στουρνάρα και Νικόλαο Τσαμαδό, οι οποίοι προηγήθηκαν του Αντωνίου Σαχτούρη. Προφανώς ο Μιλτιάδης Σκόρδας διακατεχόταν από την κοινή διαπίστωση ότι η επίσημη ελληνική πολιτική είχε εγκαταλείψει στην τύχη του τον Ελληνισμό της Μακεδονίας, ωσάν να επρόκειτο για έναν ξένο λαό, για ένα άλλο έθνος, αφού προτίμησε να υιοθετεί το δόγμα της άψογης στάσης απέναντι στους Τούρκους και τους Βουλγάρους, ένα δόγμα που το συνιστούσε και στους Έλληνες προξένους και στρατιωτικούς ακολούθους, που έστελνε στη Μακεδονία. Τους Έδινε μάλιστα ξεπροβοδίζοντάς τους την ευχή και την οδηγία: «Προσέχετε να μη γεννάτε ζητήματα!».
Προφανώς από αυτήν την αρχή διακατεχόταν ο πρόξενος των Σερρών Στουρνάρας, τον οποίο αντικατέστησε η ελληνική κυβέρνηση με τον Αντώνιο Σαχτούρη, ο οποίος ήταν γόνος των οικογενειών αγωνιστών του 1821 Σαχτούρη και Κριεζή. Διέθετε αρτία νομική κατάρτιση και σοβαρή διπλωματική πείρα, διαπνεόταν δε από αγωνιστική διάθεση και έδωσε νέα πνοή στον Μακεδονικό αγώνα στα σαντζάκια Σερρών και Δράμας.
Μάταια ο Ίων Δραγούμης διακήρυττε, διαφωνώντας με αυτή τη νοοτροπία, τον προφητικό του λόγο: «Η Μακεδονία θα μας σώσει. Αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε!».
Ενστερνιστής αυτής της φιλελεύθερης αντίληψης ο Μιλτιάδης Σκόρδας όχι μόνο αγωνίσθηκε με πάθος και σθένος για ένα ελεύθερο σαντζάκι, αλλά και μετά την έλευση της θεόδοτης ελευθερίας συμμετείχε ενεργά στην κοινωνική ζωή της Δράμας, στον τόπο που τόσο αγάπησε και στον οποίο άφησε την τελευταία του πνοή στις 28 Ιουλίου 1959.
Προτού κλείσω την αναφορά στον επίζηλο αυτόν Έλληνα, τον εμφορούμενο από την αρχή «ουδέν γλύκιον πατρίδος» κατά τον Κάλβειο λόγο, θα ήθελα να εξάρω ιδιαίτερα την αρετή της αφιλοχρηματίας του, και μάλιστα, όταν η διαχείριση των χρημάτων αφορά τον καρπό του αίματος και του ιδρώτα του ελληνικού λαού, που πρέπει να προστατεύονται ως κόρη οφθαλμού.
Και η αρετή του αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τα ελληνικά δεδομένα τη στιγμή, που στη μακραίωνη ιστορία μας καταγράφονται ουκ ολίγες περιπτώσεις κατάχρησης δημοσίου χρήματος από διαχειριστές του, οι οποίοι απεδείχθησαν απάτριδες και μάλιστα σε καιρούς κατά τους οποίους το Γένος των Ελλήνων αγωνιζόταν εναγώνια για να απαλλαγεί από το βαθύ έρεβος της ανελευθερίας.
Ο Δήμος Δράμας τιμώντας συνολικά την προσφορά του, τον τίμησε ονομάζοντας μια μικρή οδό της πόλης σε οδό ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΣΚΟΡΔΑ. Έστω!
*Το άρθρο αποτελεί εισήγηση στο συνέδριο τοπικής Ιστορίας της πόλης της Καβάλας, το οποίο πραγματοποιήθηκε από 24 ώες 26 Νοεμβρίου 2017