Home > νέα > Ο μαρτυρικός θάνατος του Αγίου Χρυσοστόμου -Αφήγηση του Τούρκου αυτόπτη μάρτυρα Οσμάν Φεϊζή -Έρευνα –επιμέλεια Ιωάννης Στ. Σταυρίδης

Ο μαρτυρικός θάνατος του Αγίου Χρυσοστόμου -Αφήγηση του Τούρκου αυτόπτη μάρτυρα Οσμάν Φεϊζή -Έρευνα –επιμέλεια Ιωάννης Στ. Σταυρίδης

Ο μαρτυρικός θάνατος

του Αγίου Χρυσοστόμου

 Αφήγηση του Τούρκου αυτόπτη μάρτυρα Οσμάν Φεϊζή

 

Έρευνα –επιμέλεια Ιωάννης Στ. Σταυρίδης

Ο Άγιος Χρυσόστομος διετέλεσε Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών από το 1902 έως το 1910, οπότε και ανέπτυξε πλούσια θρησκευτική και εθνική δράση. Καθώς ο Μακεδονικός Αγώνας βρισκόταν την περίοδο εκείνη σε εξέλιξη, ως άξιος ποιμενάρχης, αφενός βοηθούσε τους Μακεδονομάχους με κάθε δυνατό μέσο και αφετέρου προστάτευε τους πληθυσμούς από την προπαγάνδα του βουλγαρικού κομιτάτου και τις βίαιες επιθέσεις των κομιτατζίδων. Συγκρατούσε τους πεπλανημένους, ενθουσίαζε τους λιγόψυχους και ανέλαβε ο ίδιος την διεύθυνση του αγώνα κατά των Βουλγάρων συμμοριτών. Η δράση του στον φιλανθρωπικό τομέα αλλά και σε κάθε επίπεδο που είχε να κάνει με τον άνθρωπο και την πνευματική του ανέλιξη, ήταν παροιμιώδης.AGIOS XRYSOSTOMOS

Παράλληλα έκτισε μεγαλοπρεπή ναό στη Δράμα, μέγαρο Μητροπόλεως, σχολές αρρένων και θηλέων, νοσοκομείο και γυμναστήριο. Επίσης φρόντισε τότε για την ανέγερση οικιών για τους καπνεργάτες, ιδρύοντας και πολλά φιλανθρωπικά καταστήματα, ορφανοτροφεία, γηροκομεία και άλλα κοινωφελή καθιδρύματα. Η εθνική αυτή δράση του Χρυσοστόμου ανησύχησε την τουρκική διοίκηση, η οποία και αναφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επιτυγχάνοντας την ανάκλησή του από Μητροπολίτη (1907). Μετά όμως την ανακήρυξη του Συντάγματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1908 ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος επανήλθε στην έδρα του, αλλά και πάλι με τη δικαιολογία των τουρκικών αρχών ότι η παρουσία του Χρυσοστόμου προκαλεί τη διασάλευση της τάξης, πέτυχαν τη δεύτερη απομάκρυνσή του.

AGIOS XRYSOSTOMOS (PALIA DRAMA)

Άξια λοιπόν η πόλη που αναγνωρίζει και τιμά τους ήρωες και τους μάρτυρές της. Και ο Χρυσόστομος αποτέλεσε ως καλός ποιμήν και τα δύο. Δείγμα τιμής αποτελεί και ο Ιερός Ναός του Αγίου Χρυσοστόμου Μητροπολίτου Δράμας και Σμύρνης.

Τον Νοέμβριο του 1929, μετά από επτά χρόνια από τον απάνθρωπο θάνατο του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου η εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» δημοσιεύει αφήγηση Τούρκου αξιωματικού, ο οποίος ήταν παρών στις αποτρόπαιες πράξεις των τούρκων σε βάρος του Ποιμενάρχη της Ορθοδοξίας στη Σμύρνη.

Γράφει η εφημερίδα:

«Δεν μπορώ να αφήσω το ποίμνιόν μου εκτεθειμένον. Αντιλαμβάνομαι το κρίσιμον των στιγμών και γνωρίζω ότι η «μπόρα» θα ξεσπάση επάνω μου. Αλλ΄ είνε αδύνατον να εγκαταλείψω τους χριστιανούς κατά την τραγικήν αυτήν ώραν. Θα προσπαθήσω να τους σώσω και αν δεν τους σώσω, έχω καθήκον να συμμερισθώ την τύχην των, πρώτος μεταξύ των πρώτων, και εί δυνατόν, εγώ μόνος υπέρ όλων. Εις αυτάς τας στιγμάς φαίνεται ο ποιμήν ο καλός και οποίος υπήρξα πάντοτε οφείλω να μείνω και τώρα».

Αυτή ήτο η απάντησις την οποίαν έδωκεν ο μαρτυρικός Δεσπότης της Σμύρνης, Χρυσόστομος, την μεσημβρίαν της Πέμπτης 25 Αυγούστου (π.η) 1922 προς τους Αρμοστάς της Αγγλίας και της Αμερικής, εν Σμύρνη, όταν, δια τελευταίαν φοράν, τον εκάλεσαν δια να του υποδείξουν ότι έπρεπε να απέλθη εκ της πόλεως δι΄ ολίγας ημέρας – μέχρις ότου περάση η πρώτη μανία των Τούρκων – και να επιστρέψη πάλιν, αργότερον.

Τας ιδίας συστάσεις – με θερμοτέραν μάλιστα παράκλησιν όπως συμμορφωθή προς αυτάς – του διαβίβασε και ο αντιπρόσωπος του υπάτου αρμοστού της Γαλλίας εν Σμύρνη, δια του Μητροπολίτου Εφέσου κ. Χρυσοστόμου (νύν Μητροπολίτου Καβάλλας). Ούτε υπήκουσεν εις τας παροτρύνσεις των μελών της Δημογεροντίας και της Κεντρικής Επιτροπής, οι οποίοι εγνώριζον το μίσος των Τούρκων εναντίον του.  Ούτε συνεκινήθη από τα δάκρυα των συγγενών και των φίλων του.

Έμεινεν ανένδοτος ω Βράχος Πίστεως και κατά γράμμα εκτελεστής του καθήκοντος απέναντι του Θεού και του ποιμνίου του. Και ηρκέσθη μόνον κατά την τραγικήν εκείνην ημέραν της 25 Αυγούστου – 48 ώρας προ της εισόδου των Τούρκων εις την μαρτυρικήν Σμύρνην – να παρατηρήση με βαθυτάτην πικρίαν προς τους ξένους αρμοστάς ως εξής:

  • Θλίβομαι μανάχα, θλίβομαι κατάκαρδα, διότι ενώ είνε εις το χέρι σας να σώσετε την καλήν μας Σμύρνην, ενώ έχετε τόσα καράβια μέσα εις το λιμάνι της, που είνε ικανά να πνίξουν όλον τον εχθρικόν στρατόν, αρνείσθε να το κάμετε. Αρνείσθε να μας βοηθήσετε. Αρνείσθε να φανήτε χριστιανοί και σωτήρες των εν Χριστώ αδελφών σας».

Από την στιγμήν εκείνη, ο Εθνομάρτυς Χρυσόστομος παρέμεινε κλεισμένος εις το Μητροπολιτικόν του μέγαρον και ενώ εδέχετο πάντας ανεξαιρέτως τους κατοίκους της πόλεως και αντιπροσωπείας των εις αυτήν καταφυγόντων προσφύγων του εσωτερικού, δια να τους παραμυθήση και να τους συμβουλεύση, δια να τονώση το θάρρος των και να ενισχύση τας πεποιθήσεις των, δια να αναπτερώση το φρόνημά των και να δυναμώση τας ελπίδας των, ηρνήθη παρά τας επαναλημμένας και επιμόνους προσκλήσεις να μεταβή εις την Αγγλικήν Αρμοστείαν και να επιβιβασθή ει έν από τα εν τω λιμάνι ξένα θωρηκτά, δια να αποφύγη την πρώτην έξαψιν του τουρκικού όχλου, του εχθρικού στρατού και του απαισίου Νουρεδδίν. Και ανοίξας τας πύλας του περιβόλου του μητροπολιτικού ναού της Αγίας Φωτεινής, εγέμισεν αυτόν πολλάς χιλιάδας προσφύγων, οι οποίοι περίτρομοι, δεν εύρισκον πουθενά καταφύγιον.

 

ΝΥΞ  ΑΓΩΝΙΑΣ

Από τας 6 μ.μ. της Παρασκευής 26 Αυγούστου, δεν είχε μείνη εις την Σμύρνην, τίποτε που να ενθυμίζη την Ελληνικήν Κατοχήν. Ούτε Στρατός, ούτε αστυνομία, ούτε καμμία ασφάλεια. Ο αρμοστής έφυγε τελευταίος μαζί με εμπίστους του ακολούθους και, από την στιγμήν εκείνην, η πόλις παρέμεινεν εις την διάθεσιν μόνον των κακοποιών  στοιχείων.

Η νύχτα εκείνη πέρασε γεμάτη από τρόμον και ενώ αραιοί πυροβολισμοί ηκούοντο από όλα τα σημεία της (ριπτόμενοι από διαφόρους κακοποιούς λεβαντίνους που εσκόπουν να αυξήσουν τον τρόμον και να επωφεληθούν της συγχύσεως δια να επιδοθούν εις διαρπαγάς), εις την μεγάλην αίθουσαν του Συνοδικού της Μητροπόλεως, ο Χρυσόστομος αγρυπνούσε.

Δέκα έως δώδεκα άνθρωποι που ηγρύπνησαν μαζί του καθ΄ όλην την νύκτα, είδον τον ακατάβλητον εκείνον Ποιμενάρχην να υψώνει κατ΄ επανάληψιν τα μάτια του προς τον ουρανόν και να ψελλίζη προσευχάς προς τον Θεόν. Τον ήκουσαν να ομιλή, με ατελείωτον πόνον, δια το ωραίον ελληνικόν όνειρον Της Ελευθερίας, που ήλθε και παρήλθε, μέσα εις μίαν τρομοκρατίαν πολύ χειροτέραν από όσας είχεν  γνωρίση, έως τότε, ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας.           Και ενώ τα δάκρυα της βαθυτέρας οδύνης ανέβλυζαν εις τους οφθαλμούς του ήρωος           Εκείνου, ο οποίος ποτέ δεν εκάμθη και ποτέ δεν εγνώρισεν εμπόδια, τον είδαν να πλησιάζη εις το ανοικτόν παράθυρον, που αντίκρυζε το υπερήφανον κουδουνοστάσιον της Αγίας Φωτεινής, και να ευλογή τας χιλιάδας των προσγύγων που συνωστίζοντο εις τον περίβολον της Μητροπόλεως, με ένα πραγματικόν σπαραγμόν.

 

Ο ΜΑΥΡΟΣ ΝΟΥΡΕΔΙΝ

Την άλλην ημέραν, το πρωί, ένα μικρόν απόσπασμα εφίππων τσετών εισήλθεν εις την πόλιν και κατέλαβε το Κονάκι και τους Στρατώνας.

Αλλ΄ από την 3ην απογευματνήν ώραν (του Σαββάτου 27 Αυγούστου) ήρχισαν να εισέρχωνται πυκνά τμήματα τακτικού στρατού, ενώ άλλα τοιαύτα περιέζωναν την πόλιν, πανταχόθεν, προς εκκαθάρισιν της υπαίθρου.

Εις τας 5 μ.μ. εισήλθεν ο στρατηγός Νουρεδδίν πασάς, παλιός γνώριμος των σμυρναίων, άνθρωπος τραχύς και αιμοβόρος, ο οποίος είχε κατακτήση την εμπιστοσύνην του Μουσταφά Κεμάλ και ανήλθεν εις τα ύψιστα αξιώματα τιμηθείς κατά την υπερτάτην εκείνην  στιγμήν και με την εξαιρετικήν αποστολήν του «δικτάτορος» εν Σμύρνη.

Αυτή ήτο η αποστολή του Νουρεδδίν πασά, πρώτου Βαλή και στρατιωτικού διοικητού της Σμύρνης μετά την κατοχήν, να κυβερνήση ως δικτάτωρ, να ξερριζώση τον Ελληνισμόν και να πυρπολήση το πλείστον μέρος της πόλεως, εκεί όπου κατοικούσαν οι Έλληνες.

Ο Νουρεδδίν δεν έχασεν ούτε στιγμήν. Εγκατεστάθη αμέσως εις το Διοικητήριον και καλέσας τους Τούρκους προκρίτους εις μίαν σύντομον σύσκεψιν, διαβίβασεν εις αυτούς τας ευχάς του Κεμάλ και τας διαταγάς του. Τους εξήγησε την έννοιαν της αρχής «Η Τουρκία, ακεραία, δια τους Τούρκους», την οποίαν επρόκειτο να επιβάλλουν από την στιγμήν εκείνην και εζήτησε την συνδρομήν όλων, δια την σύλληψιν και τιμωρίαν των «προδοτών γκιαούρηδων» και τον καταρτισμόν ειδικών καταλόγων προς αναζήτησιν ενός εκάστου.

 

Η ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ

Εις τας 8 και 15΄της νυκτός τος Σαββάτου εκείνου, ένας Τούρκος υπολοχαγός, συνοδευόμενος από 13 Τούρκους πολίτας και 6 ενόπλους στρατιώτας, εσταμάτησεν εις την είσοδον του περιβόλου του Μητροπολιτικού Ναού της Αγίας Φωτεινής, προς τα Γυαλάδικα και εζήτησε να εισαχθή εις τον Δεσπότην.

Μετά τινας διατυπώσεις, η κιγκλιδωτή θύρα του Περιβόλου ήνοιξε και ο υπολοχαγός επροχώρησε δια μέσω των μαζών των περιδεών προσφύγων, έφθασεν εις την θύραν του Μητροπολιτικού μεγάρου, ολομόναχος και συνοδευόμενος από ένα κλητήρα εισήχθη εις τον Δεσπότην που αγρυπνούσεν ακόμη.

Εστάθη με κάποιαν απατηλή ευγένειαν ενώπιον του Χρυσοστόμου και του είπεν:

  • Ο στρατιωτικός διοικητής σας και στρατηγός μου Νουρεδδίν πασάς, σας παρακαλεί να παρουσιασθήτε αύριον, το πρωϊ, εις τας δέκα ενώπιόν του μαζί με τα μέλη των δύο Σωμάτων.
  • Ευχαρίστως! Ευχαρίστως απήντησεν ο Χρυσόστομος, με προθυμίαν, συγκινηθείς από την στάσιν εκείνην του Τούρκου και από την σχετικήν ευγένειαν της συμπεριφοράς του.

Η άδολη ψυχή του Ποιμενάρχου, ανίκανος να υποψιασθή και να αναγνωρίση τον δόλον, εσκίρτησεν από χαράν και επίστευσεν ότι οι φόβοι του ήσαν αδικαιολόγητοι.

Την ιδίαν νύκτα έστειλε και εκάλεσε τα μέλη των Δύο Σωμάτων, αλλ΄εξ αυτών δεν προσήλθον, κατά την ορισθείσαν ώραν, ειμή μόνον οι Τσουρουκτσόγλου και Κλημάνογλου.

Και, κατά την 10ην π.μ. ακριβώς ώραν της επιούσης, ανήλθε την κλίμακα του Διοικητηρίου και παρουσιάσθη ενώπιον του Νουρεδδίν, συνοδευόμενος από τα δύο μόνον μέλη των δύο ανωτάτων σωμάτων της Ελληνικής πόλεως.

 

Ο ΟΣΜΑΝ – ΦΕΪΖΗ

Ο Οσμάν Φεϊζή, υιός μεγαλεμπόρου εκ Ναζλή, ο οποίος συνέδραμε τον Ντεμιρτζή – εφέ κατά την υποχώρησίν του προς Μπουλαντάν και προσέφερεν αργότερον πολυτίμους υπηρεσίας εις το επιτελείον του Μουσταφά Κεμάλ, τιμηθείς με τον βαθμόν του ταγματάρχου, υπήρξεν ένας εκ των πρώτων αξιωματικών που εισήλθον εις την Σμύρνην και αυτόπτης μάρτυς της τραγικής σφαγής του Δεσπότη.

Ο Οσμάν Φεϊζή, μισών τον Νουρεδδίν ως ηθικόν αυτουργόν του τυφεκισμού του άλλοτε αρχηγού του Ντεμιρτζή εφέ, προσεπάθησε να αντιδράση από την πρώτην στιγμήν της ανακαταλήψεως της Σμύρνης εις τα κακούργα σχέδια του Νουρεδδίν, αλλ΄υπέπεσεν εις την δυσμένειάν του, απεστρατεύθη και κατά τον Ιούνιον του 1924 διήλθεν εξ Αθηνών, ως απλούς γραμματεύς μιας μεγάλης τουρκικής επιτροπής δια την εφαρμογήν των συνθηκών. Αργότερον, ηναγκάσθη να φύγη από την Τουρκίαν, ως πολιτικός εξόριστος και σήμερον είναι εγκαταστημένος, ως έμπορος εις την Βιέννην.

Ιδού με ποίας ζωντανάς λεπτομερείας της βαρβάρου αληθείας μου αφηγήθη κατά την εν Αθήναις ολιγοήμερον διαμονήν του, την σύλληψιν του Χρυσοστόμου υπό των Τούρκων και την τραγικήν σφαγήν του από τον μαινόμενον όχλον, αι οποίαι δια πρώτην φοράν έρχονται σήμερον επ΄ευκαιρία του πανελληνίου μνημοσύνου του Εθνομάρτυρος εις την δημοσιότητα.

 

Ο «ΜΕΓΑΣ ΠΡΟΔΟΤΗΣ»

  • «Όταν το απόγευμα του Σαββάτου, μου είπεν ο Οσμάν, εισήλθεν εις την Σμύρνη, ο Νουρεδδίν πασάς, οι Τούρκοι κάτοικοι αυτής και τα πρώτα τάγματα που είχαν εισέλθη μαζί μου, δεν εσκέπτοντο ποτέ την φρικιαστικήν τραγωδίαν που θα ήρχιζεν από την επομένην ημέραν, με το μαρτύριον του Μητροπολίτου Χρυσοστόμου και θα κατέληγε – μετά τριήμερον – εις την πυρπόλησιν ολοκλήρου της πόλεως.
  • Αλλ΄όταν ο Νουρεδδίν εγκατεστάθη εις το Κονάκι, ως στρατιωτικός διοικητής και, συνάμα, ως Βαλής του Αϊδινίου, έστειλε και προσεκάλεσε μερικούς προκρίτους – 20 – 25 περίπου – τους οποίους εφανάτισε, κατά τέτοιον τρόπον, ώστε την ιδίαν νύκτα, όλαι αι τουρκικαί συνοικίαι ωμιλούσαν δια το άγριον μάθημα που θα εδίδετο εις τον «ΜΕΓΑΝ ΠΡΟΔΟΤΗΝ» της Τουρκίας δηλ. τον Χρυσόστομον.
  • Μια δωδεκαμελής επιτροπή εις την οποίαν περιελαμβάνοντο 5 έμποροι της αγοράς, ένας ιδιοκτήτης Χαμάμ, ένας τουρκοκρής, πρώην λογοκριτής, 3 παυμένοι υπάλληλοι του Κονακίου επί Ραχμή, ένας αρειμάνιος τουρκοκρής, μπαρμπέρης, ακούων εις το όνομα Αλή- Νταής Μεμετάκης και κάποιος λαχανοπώλης – ησχολήθη με τον καταρτισμόν των καταλόγων «επικίνδυνων γκιαούρηδων» που έπρεπε να «ξεπαστρευθούν».

Εις τους καταλόγους αυτούς πρώτος ήταν ο Δεσπότης. Έπειτα οι δημογέροντας, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, οι δημοσιογράφοι, τα συμβούλια της Εθνικής Αμύνης και μερικοί δάσκαλοι και επιστήμονες.

Αλλ΄ εκτός αυτών συνιστάτο ότι έπρεπεν, όλοι οι παπάδες, αδιακρίτως βαθμού και  ελαφρυντικών περιπτώσεων, χωρίς καμμίαν εξαίρεσιν να σφαγούν ή να τυφεκισθούν.

Την άλλην ημέραν το πρωί, ο δεσπότης Χρυσόστομος, έφθασεν εις το Κονάκι συνοδευόμενος από δύο μόνον δημογέροντας.

Τον εισήγαγον αμέσως εις τον Νουρεδδίν ο οποίος εκάθητο εις την ιδίαν θέσιν όπου είχεν αφήση το γραφείον του ο Στεργιάδης.

Ο Χρυσόστομος τον επλησίασε με θάρρος, διότι απεσταλμένοι του Νουρεδδίν ήταν ακλά δασκαλεμένοι και τον εξηπάτησαν, με ευγενικήν γλώσσαν και με πολλάς φιλοφρονήσεις. Εστάθη μπροστά εις τον Βαλήν, σχεδόν αίθριος, ανάμεσα εις τους δύο φοβισμένους συμβούλους του και του είπε:

  • Μας εκαλέσατε εξοχώτατε και ήλθαμε…
  • Ο Νουρεδδίν χαμογέλασε, με ένα τρόπον που έκαμε το αίμα των θυμάτων του να παγώση μέσα εις τας φλέβας των.

Ο Δεσπότης εχαμήλωσε τα μάτια του, αλλά δεν επρόφερε λέξιν.

 

ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟΙ

Εν τω μεταξύ – εξηκολούθησεν ο Οσμάν – από τις δύο ορθάνοιχτες πόρτες της αιθούσης του Βαλή, ήρχισαν να συνωστίζονται, κατά δεκάδας διάφοροι άνθρωποι, υπάλληλοι του Διοικητηρίου, στρατιωτικοί, τα μέλη της επιτροπής δια τον καταρτισμόν των καταλόγων των « ανεπιθυμήτων» και άλλοι, που ειδοποιήθησαν, εκείνην την στιγμήν, προς εξευτελισμόν του Ιεράρχου.

Ο Χρυσόστομος τους αντελήφθη, ειρωνικά καγχάζοντας και έγειρε περισσότερον την κεφαλήν του.

Ο Νουρεδδίν είχε σκοπόν να τον ταπεινώση περισσότερον και του είπεν εις ειρωνικόν τόνο:

  • Λοιπόν σας εκάλεσα και ήλθατε! Αφερίμ. Μήπως έχετε να μας υποβάλλετε και ευχάς, όπως εκάνατε κάποτε, εκ μέρους του γκιαούρικου στοιχείου της καϋμένης της Σμύρνης;

Ο Δεσπότης δεν απήντησεν, Αλλά την φοράν αυτήν εσήκωσε τα μεγάλα και εκφραστικά μάτια του, προς τον Νουρεδδίν, με κάποιαν υπερηφάνειαν, που είναι δύσκολο κανείς να την περιγράψη.

Έπειτα, έστρεψε το βλέμμα του προς τα ειρωνικά πρόσωπα των συγκεντρωμένων εμπρός εις τις δύο ορθάνοιχτες πόρτες και εστηρίχθη πιο υπερήφανα επάνω εις την μαύρην εβένινον πατερίτσαν του.

Έξαφνα ο Βαλής του είπε:

  • Ξέρεις Δεσπότ΄ εφένδη, ότι έχουμε μερικούς λογαριασμούς να κανωνίσωμε:
  • Ποιοι; Ημείς;
  • Σιωπή αυθάδη. Όχι εγώ και συ βέβαια. Αλλά το τουρκικόν έθνος, ολόκληρον το έθνος με έναν προδότην και μερικούς βοηθούς του.
  • Δεν υπήρξα ποτέ μου προδότης. Είμαι υπερήφανος γι αυτό.
  • Εγώ δεν θα σε κρίνω ποτέ μου, απήντησε με μαρασμόν αηδίας ο Νουρεδδίν, διότι δεν καταδέχομαι. Αλλά ο τουρκικός λαός της Σμύρνης, έχει όλα τα δικαιώματα επάνω σου. Από την στιγμήν αυτήν ανήκεις εις τον λαόν…. εις το πρώτον λαϊκόν δικαστήριον Ανεξαρτησίας, που θα σε κρίνη και θα σε καταδικάση.

Ο Χρυσόστομος ωχρίασεν, αλλά δεν έκαμε καμμίαν κίνησιν, κανένα μορφασμόν που να προδίδη  πόνον ή φόβον ή ψυχικήν οδύνην. Αντίκρυσε κατά πρόσωπον τον Βαλήν και με φωνήν σταθεράν του είπε:

  • Να με καταδικάση εμένα ο λαός; Αυτό θα μπορούσαν να το κάμουν οι χριστιανοί εάν τυχόν έπταισα σε κάτι, όχι όμως οι μουσουλμάνοι. Δεν έχω καμμίαν πνευματικήν επαφήν μαζί των.
  • Έχεις όμως προδοτικήν επαφή. «Εντεψίζ», άνανδρε, προδότη…

Ο Βαλής του έστρεψεν αποτόμως τα νώτα και εις έν νεύμα του οι Τούρκοι που συνωθούντο εις τας δύο ανοικτάς θύρας του γραφείου του, με εξηγριωμένας φυσιογνωμίας, εισώρμησαν και περιεστοίχισαν τον Ποιμενάρχην με απειλάς και ύβρεις.

  • Και τι θέλετε να γίνη τώρα; Εφώναξεν ο Χρυσόστομος προς τον Βαλήν.
  • Εγώ; Τίποτε. Να, ο λαός που πρόδωσες, ο υπερήφανος και νικητής και κυρίαρχος λαός. Αυτός απαιτεί να σε κρίνη και έχει διακαίωμα να σε δικάση και να σε καταδικάση όπως θέλει. Πήγαινε απ΄ εδώ, ξεκουμπήσου. Πάρτε τον.

Ο Δεσπότης ηθέλησε να διαμαρτυρηθή αλλά ο όχλος τον είχε ήδη αρπάσει από τας χείρας, από το ράσσον, από το πρόσωπον και τον έσπρωχνε με ορμήν προς την έξοδον, υβρίζων αυτόν με τας χειροτέρας ύβρεις, πτύων αναιδώς εις το πρόσωπόν του και εκστομίζων εναντίον του ανήκουστους βλαστημίας. Όλο το τουρκιόν υβρεολόγιον από την λέξιν «Ενταφίζ» έως την λέξιν «πεζεβέγκη», με όλας τας μεταξύ αυτών διαβαθμίσεις, τας εξηκόντιζαν εναντίον του με χυδαιοτάτας χειρονομίας, ότε γρονθοκοπούντες αυτόν, ότέ θίγονταες απρεπώς τα σεβάσμια γένεια του μάρτυρος.

Με τον τρόπον αυτόν τον έσυραν έως την μεγάλην μαρμαρίνην κλίμακα του Κονακίου.

Η αφήγησις του  Οσμάν εξηκολούθησεν ως εξής:

«Ενθυμούμαι τον τρόπον με τον οποίον εσύρετο ο ατυχής Μητροπολίτης εις την μαρμαρίνην σκάλαν του Κονακιού, με τις φωνές, και τις βρισιές, με τι κατάρας και βλασφημίας, και φρίττω ακόμη εις την πλέον οδυνηράν ανάμνησιν της ζωής μου. Σας βεβαιώνω πως η αγανάκτησίς μου είχε ξεχειλίσει και αν είχα ένα και μόνον σύντροφον, ένα βοηθόν, θα επενέβαινον δια να θέσω ένα τέρμα αξιοπρεπέστερον εις το εξευτελιστικόν μαρτύριον του αρχηγού μιας Εκκλησίας. Αλλ΄ ήμουν ολομόναχος και τα πράγματα ήσαν προσχεδιασμένα κατά τέτοιον τρόπον και με τόσον αυστηράς και κατηγοριματικάς διαταγάς εκ μέρους αυτού του ιδίου του Νουρεδδίν πασσά, ώστε εάν έκαμνα καμμίαν απόπειραν δια να επέμβω, θα με πετσόκοβαν χωρίς άλλο. Τόσον ο όχλος εκείνος ήταν φανατισμένος και εξηγριωμένος.

Πρέπει να σας πω ότι καθ΄ όλον αυτό το διάστημα πυκναί τουρκικαί περίπολοι και πολλοί άνδρες του τάγματός μου ακόμη περιέτρεχον τα καλντερίμια των χριστιανικών συνοικιών της Σμύρνης, δια να βεβαιώσουν τους Έλληνας κατοίκους ότι οι «νικηταί»  διαπνέονται από τα καλύτερα και αγνότερα προς αυτούς και προς όλους τους Σμυρναίους αισθήματα και ότι έπρεπε να ησυχάζουν και να φροντίζουν δια την διατήρησιν της τάξεως, καθόσον δεν διέτρεχον κανένα απολύτως κίνδυνον.        Η ώρα της εκδικήσεως βλέπετε και του ξερριζώματος, του γενικού χριστιανικού ξερριζώματος, δεν είχε φθάσει ακόμη. Έπρεπεν όλα να γίνουν συστηματικά και μεθοδικά, αλλά ταχύτητα αστραπής, όπως τα είχε προσχεδιάση ο αιμοβόρος και καταχθόνιος Βαλής της Σμύρνης Νουρεδδίν πασάς.

Και η πρώτη σφαγή, η πρώτη εκδήλωσις της αγριωτέρας εκδικήσεως, έπρεπε να αρχίση από το μαρτύριον του Χρυσοστόμου.

 

ΒΑΝΑΥΣΟΤΗΤΕΣ

ΕΙς μίαν στιγμήν επάνω στις σκάλες, ένας Τούρκος δικηγόρος, λεπτός, μελαχροινός και πολύ καλοντυμένος, που καθώς έμαθα αργότερα ελέγετο Σουρεγιά, επήδησεν επάνω από τα κεφάλια μερικών Τούρκων και έδωσεν ένα ράπισμα ηχηρόν εις τα μάγουλα του Δεσπότη.

Ο Χρυσόστομος που δεν επερίμενε την επίθεσιν, έκαμε μηχανικώς  μίαν κλίσιν προς τα δεξιά, αλλ΄εγλύστρησεν εις τις σκάλες και έπεσεν επάνω εις τους προπορευομένους.

Έγινε τότε μία σύγχισις απερίγραπτος και ενώ μερικοί ήρχισαν να καγχάζουν μαζί με τον Σουρεγιά, ο Μητροπολίτης έμπηξε μιαν φωνήν αγρίαν και ύψωσε την εβέννινον πατερίτσαν του, που κρατούσεν ακόμη εις τα χέρια του, απειλών τους πάντας.

Μακρυά, μακρυά από μένα όλοι σας. Μη πλησιάση κανείς, διότι δεν έχω πλέον την δύναμιν να συγκρατήσω την υπομονήν μου. Η συμπεριφορά σας είναι πολύ ταπεινή και εγώ εις ταπεινούς ανθρώπους δεν έμαθα να υποκύπτω. Μη με αγγίσετε, διότι όποιος με εγγίση θα μετανοιώση. Αυτό μόνον σας λέγω. Εάν έπταισα εις κάτι, υπάρχουν αρχαί πολιτικαί, υπάρχουν και στρατιωτικαί. Εις αυτάς είμαι πρόθυμος να υπακούσω…… εις κανένα άλλον όμως.

Τα λόγια εκείνα του Δεσπότη έκαμαν μεγάλην εντύπωσιν. Το αποτέλεσμά των ήτο κεραυνοβόλο. Ένα πελώριον ημικύκλιον εσχηματίσθη τριγύρω του, προς το επάνω μέρος της σκάλας και προς την αυλήν, ενώ εκείνος εστέκετο εις το μέσον με υψωμένην την πατερίτσαν. Το πρόσωπό του είχεν ένα παράξενο ακτινοβόλημα και τα μαύρα ράσσα του τον έκαναν να μοιάζη σαν φάντασμα εκδικήσεως.

Ο όχλος είχε παύσει να γελά όπως πρις και ο Σουρεγιά εξηφανίσθη. Εγώ ήμουν ευχαριστημένος από την νέαν τροπήν των πραγμάτων και ενθουσιασμένος από την υψηλόφρονα στάσιν του Δεσπότη σας και από τα ηρωϊκά του λόγια.

 

ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΛΗ

Αλλ΄έξαφνα, επάνω από τα κάγκελα του χαγιατιού του Διοικητηρίου και ακριβώς επάνω από το σημείον εκείνο της εσωτερικής μαρμαρίνηςκλίμακος, όπου ευρίσκετο ο Δεσπότης, απειλών τους πάντας, είδα να σκύβουν μερικά κεφάλια στρατιωτικών και ανωτέρων διοικητικών υπαλλήλων, ανάμεσα εις τα οποία διέκρινα καθαρά το πρόσωπον του Νουρεδδίν. Τα μάτια του ήταν βλοσσυρά και εις το πρόσωπόν του εζωγραφίζετο κάποια αμηχανία. Προφανώς είχε φοβηθή μήπως αποτύχη το κόλπο του και εδάγκανε τα χείλη του με λύσσαν. Ήρχισε να δυσπιστή εις τον λαόν δια την πιστήν εκτέλεσιν του προγράμματός του και ενόμισεν ότι ο φανατισμός των δεν είχε εξαφθή αρκετά δια να εκτελέσουν κατά γράμμα τα σχέδιά του. Υπεράνω όμως όλων έτρεμε μήπως ο ηρωϊκός εκείνος Δεσπότης επικρατήση με το θάρρος, την τόλμην και με την ικανότητά του και ξεφύγη σώος και αβλαβής από την παγίδα που του είχε στήσει…

Διότι αν κατώρθωνε κατ΄ εκείνην την κρίσιμον όντως στιγμήν να διαφύγη ο  Μητροπολίτης Χρυσόστομος, θα εσώζετο οριστικώς. Θα ελάμβανε τα μέτρα του, θα επενέβαινον οι ξένοι αρμοσταί αμέσως και κανείς δεν θα τολμούσε πλέον να του εγγίση ούτε μιαν τρίχα της κεφαλής του.

Η εκτέλεσις των βδελυρών σχεδίων του απαισίου Νουρεδδίν, εις ένα και μόνο πράγμα εβασίζετο: Εις τηνκεραυνοβόλον διεξαγωγήν της «τυπικής» δίκης, εις την έκδοσιν της αποφάσεως εντός ολίγων ωρών και εις την άμεσον εκτέλεσίν του.

Εθεώρησε λοιπόν καλόν να επέμβη και αφού ο λαός δεν ήτο εις θέσιν να συγκρατήση τον Χρυσόστομον, να τον εμπιστευθή εις τας λόγχας του στρατού του και εις την έμπιστόν του φρουράν του Κονακίου.

 

ΑΛΛΑΓΗ ΤΑΚΤΙΚΗΣ

Εις διάστημα ενός και μόνου δευτερολέπτου, ο Νουρεδδίν αντελήφθη πως έπρεπε να ενεργήση. Έσκυψεν εις το αυτί του υπασπιστού του και του εψιθύρισε μερικάς λέξεις, εις ύφος έντονον και αυστηρόν. Εκείνος έφυγεν αμέσως, κατέβηκε την κλίμακα βιαστικά και περνώντας μέσα από τας μάζας του κόσμου έφθασεν εις τον εσωτερικόν πείβολον, που συγκοινωνούσε με την αυλήν, και διαβίβασε μίαν διαταγήν προς τους άνδρας της φρουράς.

Δέκα στρατιώται ένοπλοι και με τας λόγχας επί των όπλων των παρετάχθησαν ενώπιόν του.

  • Σταθήτε εδώ τους είπε. Θα οδηγήσετε εκείνον τον παπάν! εις το δικαστήριο..

Έπειτα εστράφη προς το πλήθος και με κάποιαν μομφήν εφώναξεν:

  • Έχει δίκηο ο παπάς. Έτσι θα τον δικάσετε. Η συμπεριφορά δεν είνε καθόλου ανταξία των περιστάσεων.

Ο Χρυσόστομος τον κύτταξε με κάποιαν περιέργειαν και εχαμήλωσε την απειλητικώς υψωμένην πατερίτσαν του. Αλλά δεν έχασε καθόλου την υπερηφάνειάν του και πριν προλάβη ο υπασπιστής του Νουρεδδίν πασά να του απευθύνη τον λόγον, έσπευσε να του είπη με ψυχραιμίαν που κατέπληξε τους πάντας:

  • Είμαι πρόθυμος να σας ακολουθήσω. Που θέλετα να πάμε; Εμπρός.

Ο υπασπιστής του έκαμεν τόπον να περάση και απομακρύνων το πλήθος του λαού τον ετοποθέτησε μεταξύ των δέκα ενόπλων του, οι οποίοι διηρέθησαν εις δύο πεντάδας, και έτσι δια του εσωτερικού αυλογύρου του Κονακιού και της δευτέρας κυρίας εισόδου του, που έβλεπε προς τον φαρδύν δρόμον του Γκιόζ- Τεπέ, εβγήκαν από το Κονάκι και έστριψαν αμέσως αριστερά.

Πίσω από την δυτέραν πεντάδα των στρατιωτών εσύροντο από ένα δεκανέα και μερικούς πολίτας οι δύο δημογέροντες (ο Τσουρουκταόγλου και ο Κλημάνογλου), οι οποίοι  είχον συνοδεύσει τον Μητροπολίτην Χρυσόστομον ως διατελέσαντες ανέκαθεν περισσότερον σεβαστοί μεταξύ του τουρκικού στοιχείου της Σμύρνης και ως βαθείς γνώσται της τουρκικής γλώσσης.

 

ΑΙΜΑ ΑΘΩΩΝ

Αλλ΄όταν προχώρησαν περί τα εκατόν βήματα μακράν του Διοικητηρίου, οι δύο εκείνοι δημογέροντες έγιναν άφαντοι. Εκατοντάδες ανθρώπων συνέρεεον πανταχόθεν με αγρίας διαθέσεις και απειλούντες δια των χειρών τον Δεσπότην ή φωνάζοντες, ορυόμενοι και βλασφημούντες αυτόν ηνώνοντο με τας άλλας μάζας και ηκολούθουν την αποτροπαίαν πομπήν, σπρώχνοντες και διαγκωνιζόμενοι.

Για μια στιγμή, αι μάζαι έγιναν τόσον συμπαγείς, ώστε η πομπή δεν ημπορούσε να προχωρήση. Ο υπασπιστής διέταξε να σταματήσουν  και προσεπάθησε να ανοίξη κάποιαν διέξοδον. Αλλά τότε έθασαν αι νεώτεραι διαταγαί από το Κονάκι…. τας οποίας έφεραν δύο αξιωματικοί του επιτελείου του Νουρεδδίν, ο εισαγγελεύς Αρήφ Μαζχιάρ και ένας χονδρός δικαστής, καλούμενος Εμιν Ζαδέ, ο οποίος μετάτινα ώραν, κατείχε την θέσιν του προέδρου του τριμελούς Διακστηρίου Ανεξαρτησίας, το οποίον εδίκασε τον Μητροπολίτην.

Ο υπσπιστής του Νουρεδδίν εκουβέντιασε μαζί τους επί πέντε λεπτά και ευθύς αμέσως οι δύο δημογεροντες εξηφανίσθησαν ως δια μαγείας.

Τους παρέλαβεν ο όχλος, ένα μικρόν τμήμα των μαινομένων μουσουλμάνων και δύο στρατιωτικοί και τους απήγαγαν προς τον δρόμον του Γκιοζ-Τεπέ.

Όπως έμαθα αργότερον, τους έωσαν μέσα εις το ισόγειον του γωνιαίου οικήματος της διευθύνσεως της αστυνομίας – όπου υπήρχεν ένα υγρόν και ανήλιον διαμέρισμα δια τους εγκληματίας – και τους έσφαξαν σαν ορνίθια, με το λεπίδι στο λαρύγκι.

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ

Από κείνη τη στιγμή η κατάστασις εξεκαθάρισε περισσότερον. Όλοι αντελήφθησαν τους βδελυρούς σκοπούς του Νουρεδδίν, τοσούτω μάλλον καθόσον είδομεν τριγύρω μας να καταβάλλεται από τα όργανά του μια τρομακτική προσπάθεια προς φανατισμόν του όχλου.

Επί τέλους, η πομπή εσταμάτησεν εις ένα μακρύ καφενείον του ιδίου εκείνου δρόμου όμου  που αντίκρυζε το Μπεϋλερ-Σοκάκ αριστερά τω ανερχομένω προς το τζαμί και εις απόστασιν δέκα βημάτων από την γωνίαν.

Εν ριπή οφθαλμού, το καφενείον εγέμισεν από ένα πλήθος εξηγριωμένον, φανατισμένον και μενόμενον.

Τρία τραπέζια εστήθησαν προχείρως δια να αντικαταστήσουν την έδραν του δικαστηρίου και εις το μέσον εκάθησεν ο Εμίν Ζαδέ, ως πρόεδρος. Ο Μαζχιάρ κατέλαβε την θέσιν του εισαγγελέως και από το άλλο μέρος ένα ανθυπολοχαγός, του οποίου δεν κατόρθωσα να μάθω το όνομα, διότι κανείς δεν τον εγνώριζε και ποτέ πλέον δεν τον επανείδον.

Ο Χρυσόστομος ετοποθετήθη εις απόστασιν πέντε βημάτων προ της τραπέζης του προέδρου και εστάθη ευθυτενής και αγέρωχος απέναντί του. Εφαίνετο ότι ήτο αποφασισμένος να παλαίση μέχρι τέλους τον τραχύν και άχαρον αγώνα, ο οποίος θα τον οδήγει εις τον θάνατον.

Δια μίαν στιγμήν, εις έν νεύμα του προέδρου, οι στρατιώται τον εγκατέλειψαν και απεμακρύνθησαν δια μέσου του οργιάζοντος πλήθους και έφυγαν έξω από το καφενείον.

Τότε μόνον ο Χρυσόστομος έστρεψε τα βλέμματά του τριγύρω του και ανεζήτησε     τους δύο δημογέροντας, οι οποίοι τον συνώδευον. Αλλά δεν τους είδε πουθενά και με το θάρρος που αντλούσεν από την ακατάβλητον ορμήν της ψυχής του, ηρώτησεν αποτόμως ένα κοντό και μελαχροινόν Τούρκον ποτ ευρίσκετο εκεί κοντά του και ο οποίος ωρύετο περισσότερον όλων των άλλων των άλλων, προφέρων παντός είδους ύβρεις, βλασφημίας, κατάρας και σκώματα ενεντίοντου:

  • Που τους πήγανε τους άλλους; Είδες που τους πήγαν;

Η τόλμη του εσπότη επτόησε τον Τούρκον. Εκλεισε το στόμα του, αποτόμως, καταπίνων μίαν κατάραν , και εσήκωσε τους ώμους.

Αλλ΄ ένας άλλος του απήντησε:

-Τώρα, πια οι άλλοι; Τους πήγαν για κόψιμο. Κχχχι και του έκαμε μιαν εκφραστικήν χειρονομίαν εις το λαρύγκι, που έκαμε τον Χρυσόστομον να ωχριάση δια λογαριασμόν των καλών και αγαθών συνεργατών του.

« Ο Χρυσόστομος – εξακολουθεί να αφηγείται ο μέχρι της ώρας εκείνης αυτόπτης μάρτυς Οσμάν Φεϊζή – έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του σφιχτά, ωσάν να μη ήθελε να γίνη αντιληπτή από τους δικαστάς του και τον όχλον η συγκίνησίς του. Όταν τα άνοιξε όμως ήσαν υγρά από τα δάκρυα. Εκλαιγεν ο ηρωικός εκείνος Δεσπότης όχι για τον εαυτόν του και για τους εξευτελισμούς που υφίστατο, αλλά για την τύχην  των δύο δημογερόντων που τον συνόδευσαν εις το Κονάκι.

Έξαφνα ο Εμιν Ζαδέ, ο πρόεδρος του προχείρου εκείνου Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας, ηγέρθη από την θέσιν του, έβγαλε το μαύρο φέσι του ( από αστρακάν), το ακούμπησεν πάνω εις το τραπέζι και εφώναξε:

-Σιωπή!

Όλοι εσιώπησαν και για λίγα λεπτά δεν ακούγαμε, παρά τον άρυθμο ήχο των αναπνοών, ενώ η ατμόσφαιρα του καφενείου εκείνου ήταν γεμάτη από μια μυρουδιά βαρειά, τόσο βαρειά, που η παραμονή εκεί μέσα ήταν αφόρητη και πνιγηρά.

Ο Εμιν-Ζαδέ ύψωσε πάλιν την φωνή του:

  • Αδελφοί μου! Του «Τουρκ-Οζαγή» το έμβλημα ήταν: «Ιζμιρέ Ντογρού». Και το έμβλημα αυτό που ήταν κοινός πόθος όλων των Τούρκων, ο μέγας αρχιστράτηγος και δοξασμένος «Γαζής» Μουσταφά Κεμάλ Πασάς, ο νικητής και σωτήρ μας, το επραγματοποίησε. Ζήξτω λοιπόν, ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς. Γιασά, γιασά, μπιν γιασά!…
  • Γιασασίννν!….. εβρυχήθη όλος εκείνος ο όχλος, με ένα ενθουσιασμόν που έκαμε τους τοίχους του βρωμερού εκείνου καφενείου να αντηχούν σαν θόλοι και τα τζάμια να τρίζουν απαισίως.

Ο Μαζχιάρ που εξετέλει χρέη εισαγγελέως και ο Τούρκος λοχαγός που κατείχε την έδραν του δικαστού είχαν σηκωθή και αυτοί και ασκεπείς εζητωκραύγαζαν μαζί με τον όχλον.

Ο Εμίν – Ζαδέ εξηκολούθησε:

  • Αδελφοί Σμυρναίοι. Πριν αρχίση η δίκη του αρχιπαππά των γκιαούρηδων, πρέπει να ξέρετε τι θα πή δικαστήριον Ανεξαρτησίας. Το διακστήριον αυτό το ίδρυσεν ο μέγας και ένδοξος αρχιστράτηγός μας, για να ξεκαθαρίση με «λίγα λόγια και περισσότερα έργα» τα εδάφη, μέσα εις τα οποία πολεμούσεν η ηρωϊκή δράκα των ανδρών του, των γενναίων Τούρκων πατριωτών, οι οποίοι κατετάχθησαν κατ΄ αρχάς υπό τας σημαίας του εθνικού και σωτηρίου κινήματός μας. Εις τον δρόμον του υπήρχαν αγκάθια και μέσα εις τας πόλεις και χωρία εχθροί. Εχθροί άπειροι και μεγάλοιμπου ημπόδιζαν το έργον του. Εχθροί που είχαν πρόγραμμα να καταστρέψουν τα πάντα. Εσωτερικοί εχθροί, ύπουλοι και φοβεροί. Σπιούνοι, κατάσκοποι και προδότες. Φείδια. Φείδια πραγματικά. Έχιδνες φαρμακερές. Για να απαλλαγή από αυτούς έπρεπε να τους ξεκάμη. Να ξεπαστρέψη το έδαφος πάση θυσία!  Ίδρυσε λοιπόν τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας, εις τα οποία ελάμβανον μέρος οι αγνότεροι πατριώτες και τα οποία με «λίγα λόγια και πολλά έργα» εκαθέρισαν την πατρίδα και εδυνάμωσαν τα χέρια του μαχομένου στρατού μας. Μέσα σε δύο χρόνια να το αποτέλεσμα: ο στρατός πελώριος, απροσμάχητος και νικητής δαφνοστεφανωμένος. Και η Σμύρνη, η ωραία Σμύρνη, η Γκιουζέλ-Ιζμιρ, πάλι δική μας και κατάδική μας και για πάντα πια δική μας.

Εσιώπησε για μια στιγμή και ο κόσμος ήρχισε να ζητωκραυγάζη. Αλλ΄ο Εμιν-Ζαδέ επέβαλε πάλιν την ησυχίαν και εκάλεσε δέκα ανθρώπους πάσης τάξεως, μορφής και ηλικίας, να καθήσουν παρά του πλευρόν του. Αυτοί απετέλεσαν τα μέλη του Δικαστηρίου, του πρώτου Λαϊκού Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας, που ελειτούργησε τυπικώς εις την Σμύρνην.

 

Η ΔΙΚΗ   

Και η δίκη ήρχισεν:

  • Αρχίζει η δίκη του Μπας-παπά των Ρωμηών, εφώναξεν ο Εμίν Ζαδέ. Το όνομά του το ξέρουμε, το επάγγελμά το ξέρουμε, τη δουλειά που έκανε την ξέρουμε που να μην έσωνε να την κάνη και να μην τη μαθαίναμε ποτέ μς. Αλλά τώρα δεν έχουμε καιρό να χάνωμε για τέτοιες μωρολογίες. Σας είπα πως το Δικαστήριον Ανεξαρτησίας έχει ως σύμβολον: λίγα λόγια και πολλά έργα. Λοιπόν με λίγα λόγια αυτός ο Μπας-Παππάς είναι ο μεγαλείτερος προδότης του Έθνους μας. Έσφαξε, ετυράννησε, έγδαρε, κομμάτιασε, φυλάκισε, ήπιε το αίμα των παιδιών μας.

Ο Χρυσόστομος εις το άκουσμα αυτών των λέξεων ύψωσε την κεφαλήν του, άνοιξε τα μεγάλα, εκφραστικά μάτια του και επρόβαλε μιαν αντίρρησιν:

  • Ποιος; Ποιος τα έκαμεν όλα αυτά; Εγώ;
  • Σκασμός εντεψίζη! Ήταν η απάντησις του προέδρου, ο οποίος ηγέρθη από την θέσιν του αφρίζων, έγειρε το σώμα του προς τον ΔΦεσπότην και αγρίως χειρονομών προσεπάθησε να τον κάνη να σιωπήση.

Ο Χρυσόστομος εμειδίασε μαρτυρικώς.

  • Έτσι λοιπόν; Ετραύλισεν. Αναπολόγητος θα πάω;
  • Σους, εβρυχήθη ο Εμιν-Ζαδέ.
  • Δεν σου επιτρέπεται να βγάλης άχνα. Είσαι κατηγορούμενος και είσαι ο προδότης. Ένας κοινός και χυδαίος προδότης. Το πράγμα είναι αποδεδειγμένον και δεν υπάρχει ανάγκη απολογίας. Τον λόγον έχει ο Εισαγγελεύς.

 

Η ΑΠΟΦΑΣΙΣ

Ο  Μαχζιάρ εσηκώθη. Τα χείλη του έτρεμαν και τα μάτια του ήσαν βλοσυρά. Τα πρώτα έσταζαν φωτιές. Εκοίταξε τον Μητροπολίτην με περιφρόνησιν και είπε:

  • Κανένας δαίμονας στον κόσμο δεν έκανε τόσο κακό στηνυπερήφανη και δοξασμένη πατρίδα μας, όσον αυτός ο μαύρος παπάς.  Είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια καταδιώκει τους αθώους αδελφούς μας. Από τη Θράκη έως τη Μικρά Ασία όλη η δράσις του, όλη η ζωή του ήταν καταστροφή. Στην κατασκοπεία πρώτος, στην προδοσία πρώτος, στα κακουργήματα πρώτος. Η ψυχή του  είναι κολασμένη. Το αίμα του δηλητήριο. Κάθε κατάσκοπος και κάθε προδότης τιμωρείται με θάνατο. Και ο θάνατος αυτού του εντεψιζ, του σπιούνου, του αιμοδιψούς πις- παπά πρέπει να είναι παραδειγματικός και αντάξιος με το κακό που μας έκανε, ισάξιος προς τις συμφορές, που έσώριασε στα κεφάλια μας. Ζητώ τον θάνατον, τον άμεσον θάνατόν του….
  • Θάνατος, θάνατος, εβρυχήθη με λύσσαν ο όχλος, ο οποίος είχε φανατισθή πλέον εις ένα αφάνταστον βαθμόν και εσφίγγετο μανιώδης τριγύρω από τον Δεσπότην.

Ο Μαζχιάρ εκ’άθησε. Τότε ο πρόεδρος εγύρισε προς τον αριστερά του καθήμενον υπολοχαγόν και τον ηρώτησε:

-Συμφωνείτε;

-Μάλιστα, θάνατος, είπεν εκείνος ανενδοιάστως.

Επειτα ηρώτησε τους δέκα αντιπροσώπους του λαού, οι οποίοι όλοι μαζί, με ένα στό0μα εφρύαξαν.

  • Θανατος, θάνατος. Ο χειρότερος των θαν΄των.

Ο Εμιν-Ζαδέ εσηκώθη πάλιν και είπεν

  • Ο μπας- παπάς των γκιαούρηδων κατεδικάσθη εις θάνατον, ο οποίος θα εκτελεσθή το γρηγορότερον.

Ο Χρυσόστομος, αίθριος, γαλήνιος, ατάραχος, τον κοίταζε με υπερηφάνειαν και με λενα αγγελικόν μειδίασμα εις τα χείλη, ενώ κρατούσε με προτεταμμένον τον δεξιόν βραχίονά του την εβένινον πατερίτσαν του. Η δίκη του, που διαξήχθη με αστραπιαίαν ταχύτητα, διαρκέσασα μόνον ένδεκα λεπτά της ώρας, είχε τελειώσει. Τώρα δεν υπελείπετο ειμή να δοθή διαταγή δια την εκτέλεσιν της αποφάσεως.

 

Η ΜΑΝΙΑ ΤΟΥ ΟΧΛΟΥ

Αλλ΄ ήδη – εξηκολούθησεν ο Οσμάν – η μανία του όχλου είχεν αρχίσει να ξεσπάζη κατά ένα χυδαίον τρόπον.

Ερεθυσμένος από τα λόγια του προέδρου, εξηγριωμένος από την τραχύτητα του εισαγγελέως, φανατισμένος από τα όργανα του Νουρεδδίν και οιστρηλατούμενος από τας ταπεινοτέρας των διαθέσεων, ωρμούσαν από όλα τα σημεία προς τον Μητροπολίτην – τον σεβαστόν Ιεράρχην της Ορθοδοξίας, που εστέκετο υπερήφανος και καθηλωμένος εις την θέσιν του σαν βράχος πίστεως και αυτοθυσίας, σαν θρυλλικός ήρως των πρώτων χρόνων των Χριστιανικών διωγμών – και άλλοι μεν τον εκτυπούσαν δια των γρόνθων των, άλλοι τον έπτυον κατά πρόσωπον, άλλοι τον ερράπιζαν, άλλοι τον ετραβούσαν τα γένεια, τα ράσα, το καμηλαύκι, άλλοι τον εξετόξευον τας χειροτέρας των ύβρεων, εις όλους τους ήχους, εις όλους υους τόνους, με όλους τους μορφασμούς της αηδίας, της ταπεινώσεως και του εξευτελισμού.

Το θέαμα ήτα σπαρακτικόν και σας βεβαιώνω ότι για μια στιγμή έκλεισα δυνατά, σφιχτά τα μάτια μου, δια να μη βλέπω τας χυδαιότητας εκείνας…

  • Βουρ, βουρ (χτυπάτε τον) εφώναζαν πανταχόθεν και όσοι ευρίσκοντο πλησιέστερον εκτελούσαν τα παραγγέλματα ή απομακρύνοντο δια να καταλάβουν την θέσιν των οι περισότερον ορμητικοί και φανατισμένοι.
  • στα γέλοια κα ελάμβανον μέρος εις το χυδαίον παιχνίδι, παροτρύνοντες τους άλλους και αμιλλώμενοι ποίος θα εκστομίση την βαρυτέραν ύβριν, την χειροτέραν προσβολήν, την ευτελεστέραν βλασφημίαν.
    • Βουρ, βουρ (χτυπάτε) εφώναζον όλοι. Τσακίστε τον.

    Αλλ΄ έξαφνα ο Μητροπολίτης, ωσάν να έχασε πλέον την υπομονήν του, αφήκε μιαν αγρίαν κραυγήν επιταγής και ύψωσεν απειλητικώς την εβέννινον πατερίτσαν του:

    • Όποιος τολμήση να με πλησιάση …. Εφώναξε τουρκιστί. Όποιος τολμήση… θα μετανοιώση.

    Και περιέστρεψε δις την βακτηρίαν του υπεράνω των κεφαλών του όχλου.

    Οι περισσότεροι υπεχώρησαν αποτόμως με τρόμον και ένας ευρύς κύκλος εσχηματίσθη ολόγυρά του.

    Ο υψηλόσωμος Ποιμενάρχης έμοιαζε κατ΄ εκείνην την ώραν σαν το άγαλμα της Θείας Δίκης, η οποία επέπρωτο να επιβάλη τας θελήεις της επί των ταπεινοτέρων θνητών.

    Οι τολμηρότεροι έμειναν άναυδοι και οι άλλοι είχαν ωχριάσει.

    • Πίσω! Πίσω! Εφώναζεν ο Δεσπότης, κάμνωνξ μίαν απόπειραν δια να ανοίξη δίοδον δια μέσου της λαϊκής μάζης.

    Ο πρόεδρος Εμιν-Ζαδέ είχε ωχριάσει και έβλεπα με κρυφήν χαράν, να τρέμη το κάτω χείλος του… Ο άμοιρος δια μιαν στιγμήν εφαντάσθη ότι δεν θα ήτο καν εις θέσιν να επιβάλη την απόφασίν του.

     

    Ο  ΜΠΑΡΜΠΕΡΗΣ

    Αλλ΄άξαφνα, εισώρμησε μέσα εις την αίθουσαν ένας κουρεύς. Ένας κουρεύς που είχε το κατάστημά του εκεί πλησίον, απέναντι εις το Κονάκι, ανάμεσα εις ένα «μαγειριό-κομπαπτζήδικο» και εις ένα χαρτοπωλείον. Ωνομάζετο Αλή-Νταημεμετάκης και κατήγετο από την Κρήτην. Μάλλον κοντός και εύσωμος, με μίαν φυσιογνωμίαν αποκρουστικήν, με χέρια μακριά, πολύ μακριά, δυσανάλογα προς το ανάστημά του και δάχτυλα κοντά, πολύ κοντά και δυσανάλογα προς τα χέρια του. Δεν ειχε ποτέ του χρηματίσει κρεοπώλης! Αλλ΄ ήταν γεννημένος για να σφάζη. Από τα χείλη εφαίνετο ότι ήτο αιμοδιψής και το σύνολόν του επρόδιδον έναν κακούργον..

    Κρατούσε στα χέρια του ένα άσπρο χαρτί και κουνώντας το, επάνω από τα κεφάλια της λαϊκής ανθρωπομάζης, προχωρούσε προς τον πρόεδρον του Δικαστηρίου, ακολουθούμενος από μερικούς ρακένδυτους (βαρκάρηδες της παραλίας ή αχθοφόρους του Κουμερκιοιύ) και φώναζε:

    • Τόπο! Τόπο! Μια διαταγή του βελή μας Νουρεδδίν πασά.

    Όλοι εκαρφώθησαν στας θέσεις και περόμεναν με ανυπομονοσίαν να μάθους το μήνυμα εκείνο. Ο Δεσπότης εφαίνετο εξ ίσου ανηπόμονος και εις την φυσιογνωμίαν εζωγραφήθη κάποια έκφρασις ελπίδος. Ίσως εφαντάσθη ότι ο αιμοδιψής Νουρεδδίν μετέβαλε ηνώμην και επενέβαινε δια να προλάβη την εκτέλεσιν της αδίκου αποφάσεως του αστείου εκείνου δικαστηρίου.

    Αλλά δεν ήργησεν ο ατυχής να πεισθή ότι ηπατάτο οικτρώς.

    Όταν ο μπαρμπέρης επλησίασε τον πρόεδρον του δικαστηρίου και του παρέδωσε το σημείωμα του Νουρεδδίν πασά τα μάτια του Εμιν-Ζαδέ ήστραψαν από μίαν ευχάριστον ακτινιβολίαν και ετραβήχθη αμέσως από την θέσιν λέγων:

    • Πολύ σωστά! Πολύ σωστά! Ο λαός που έπαθε, ο λαός θα δικάση και θα εκτελέση. Εμπρός καταλάβατε τας θέσεις μας!

    Ο μπαρμπέρης εγκατεστάθη τότε εις την  θέσιν του προέδρου και οι συνοδοί του, βαρτκάρηδες καχαμάληδες, αντικατέστησαν τον Μιχζιάρ και τον αξιωματικόν.

    Ο κοντός ανθρωπάκος, που ήκουεν εις το όνομα Αλή- Νταημεμετάκης, ήτο φοβερός και αποφασιστικός . Επήδησεν αμέσως επάνω εις το τραπέζι και στρεφόμενος προς τα πλήθη εφώναξε:

    • Μπιραντιέρα, Εμσερήδες! ( Αδέλφια, πατριώτες!). Ο γιουνά δεσπότης, ο γκιαούρ –Παπάς, είνε δικός μας. Οι άνθρωποι του νόμου τον κατεδίκασαν, προ ολίγου, εις θάνατον και μεις ο λαός, και το Μιλλέτι και ο Προφήτης μας, τον καταδικάζομεν, όλοι εις θάνατον, γιατί, αυτή πρέπει να είνε η μόνη τιμωρία των προδοτών….των ελεεινών αυτών παπάδων, που υπό το πρόσχημα της θρησκείας και με το ράσον τους μας επρόδωσαν και μας ήπιαν το αίμα. Λοιπόν, ο θάνατος απεφασίσθη. Αλλά μένει μια λεπτομέρεια. Πως θα εκτελέσωμεν την καταδίκην και ποίου είδους θάνατος αξίζει σε ένα τέτοιο τέρας. Το σώμα του είνε σαν ελέφαντος και η σφαίρα δεν τον πιάνει. Ο σβέρκος είνε τόσον χοντρός που το σχοινί της κρεμάλας δεν του ταιριάζει. Εδώ λοιπόν, σας θέλω, έξυπνοι πατριώτες μου, να βρήτε το είδος του θανάτου που αξίζει σε έναν τέτοιον κακούργο, σε ένα τέτοιον παπά, χιρσιζ-παπά, πις – παπά, που, όσο κι αν σας φαίνεται μαύρο το ράσο του, εγώ σας βεβαιώνω είνε κόκκινο, κατακόκκινο σαν φωτιά, από το αίμα των τίμιων και φιλησύχων αδελφών μας.

    Ο δημαγωγός εσιώπησε και στύλωσε τα μάτια του στα πρόσωπα των ακροατών του, για να ιδή το αποτέλεσμα των λόγων του. Έπειτα, σαν να έμεινεν ευχαριστημένος από την εξέτασιν των φυσιογνωμιών, συνεπλήρωσε:

    • Λοιπόν! Κατάλαβα τι σκέπτεσθε…, Εμπρός! Μη χάνωμε καιρό! Πάμε για το Καϊ! Πάμε στους γκιαουρομαχαλάδες να τους κάνωμε όλους να παγώση το αίμα στις φλ΄’εβες τους.

    Ο Δεσπότης τον κοίταζε γαλήνιος και ατάραχος. Η φυσιογνωμία του είχε μίαν ουράνιαν αγνότητα. Τα χείλη του εψιθύριζαν κάποια προσευχή.

    Ο Μπαρμπέρης τον κύτταξε με σαρδώνειον χαμόγελο και του φώναξεν:

    • Άκουσες βρωμόπαπα; Πάμε για…..κόψιμο. Δεν έχεις τίποτε να πης;
    • Γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου μου! Απήντησεν εκείνος, με θάρρος και δυνατήν φωνήν.

    Έπειτα, έκλεισε τα μάτια του, εσήκωσε ψηλά το κεφάλι του και επερίμενε.

    Κατά διαταγήν του Νταημεμετάκη, τρεις άνθρωποι τον έπιασαν και του έδεσαν πίσω τα χέρια του. Μερικοί ήρπασαν την εβέννινον πατερίτσαν του και διεπληκτίζοντο, με ύβρεις και γρονθοκοπήματα, ποίος θα γίνη κύριος αυτής. Εν τω μεταξύ, ο κόσμος εκινείτο με βοήν προς την έξοδον και ο Χρυσόστομος ήγετο εν θριάμβω προς τον τόπον του μαρτυρίου.

    xrysostomos

    Η ΝΕΑ ΕΝΤΟΛΗ

    Ο  δρόμος προς το Κονάκι, είχε γεμίσει από κόσμον, όταν εγώ, ακολουθών εις απόστασιν ολίγων μόνον μέτρων τον δημαγωγόν μπαρμπέρην και προγούμενος μερικά βήματα από τον Δεσπότην, ευρέθην κοντά εις την έξοδον. Δύο κύριοι, πολύ καλοντυμένοι, εκ των οποίων ο έτερος ήτο πολύ ηλικιωμένος, διέσχισαν κατ΄ αντίθετον διεύθυνσιν το πλήθος και επλησίασαν τον μπαρμπέρην

    Ο γεροντάκος ηρώτησε:

    • Σεις είσθε ο Αλής;
    • Ναι, εγώ είμαι, απήντησεν ο αιμοβόρος δημοκόπος.
    • Ο εξοχώτατος βαλής μας, εξηκολούθησεν ο ηλικιωμένος Τούρκος, ερωτά τι ποινήν ωρίσατε δια τον Μπάς-παπά των γκιαούρηδων;
    • Κόψιμο, απήντησε ξηρώς ο κουρεύς.
    • Και πότε θα γίνη η εκτέλεσις;
    • Τώρα, αμέσως.
    • Που;
    • Ο κυρίαρχος λαός μας απεφάσισε να τον θανατώση εις το Καϊ, κοντά στας συνοικίας των γκιαούρηδων.
    • Όχι, απεκρίθη ζωηρώς ο ηλιωμένος βέης δαγκάνων τα χείλη του.
    • Γιατί;
    • Διότι δεν πρέπει να γίνη. Να διαλέξετε ένα άλλο μέρος.

    Ο μπαρμπέρης εφάνη σκεπτόμενος.

    Έπειτα εφώναξε:

    • Λοιπόν…. Θα γίνη στου Μπαχρή- Μπαμπά.
    • Στου Μπαχρή- Μαπαμπά, εβρυχήθη όλος εκείνος ο μαινόμενος όχλος.
    • Όχι! Όχι! Διέκοψε πάλιν ο βέης.

    Και υψώνων την φωνήν του, εις τρόπον ώστε να ακούεται από όλους τους πλησιεστέρους προς αυτόν εξηκολούθησαν:

    • Ο Βαλής μας Νουρεδδίν Πασάς, χωρίς να θέλη να φέρη καμμίαν αντίρρησιν προς την λαϊκήν ετυμηγορίαν, την οποίαν σέβεται, και χωρίς να επιζητή να θέση κανένα φραγμό εις την δικαίαν οργήν του λαού, ενώπιον της οποίας υποκλίνεται, μου είπε να σας συστήσω – εάν δηλαδή θέλετε – να μεταφέρετε τον Δεσπότην των γκιαούρηδων εις τας συνοικίας του Ική-Τσεσμελίκ, ή του Επάνω-Μαχαλά ή του Τιρκηλίκ, δια να απολάυσουν το θέαμα της εκτελέσεως όλοι οι μουσουλμάνοι πατριώτες. Πρέπει η εκτέλεσις να γίνη αντικείμενον ευχαριστήσεως μονον εμπρός εις τους οφθαλμούς των ιδικών μας- οι οποίοι δικαίως διψούν δια την εκδίκησιν – όχι όμως και εις τα όμματα των ξένων.

    Ο κουρεύς – μοναδικός εκπρόσωπος του κυριάρχου λαού κατ΄ εκείνην την στιγμήν – έστρεψε το βλέμμα του προς τον όχλον και όταν αντελήφθη ότι κανείς δεν είχεν την διάθεσιν να παραβή την υπό τύπον παρακλήσεως διαβιβασθείσαν εντολήν  του Β     αλή πασά, Νουρεδδίν, εστράφη προς τον γηραλέον βέην και απήντησεν:

    • Έστω! Θα πάμε στο Τιρκιλήκ. Δεν είνε ανάγκη όμως, προσέθεσε με ύφος θρασύ, να μας διακόπτουν κάθε τόσον αι ανώτεραι εντολαί την διασκέδασίν μας. Αφήστε μας να πιούμε το αίμα αυτού του βρωμοπαπά, ο οποίος χρόνια τώρα, μας ετυράννησε….
    • Η παρατήρησις εκείνη – συνεχίζει ο Οζμάν Φεϊζή – συνετάραξε τον γηραλέον Τούρκον, ο οποίος έκαμε μιαν χειρονομίαν δικαιολογίας και προσέθεσεν:
      • Εχω εντολήν να σας παρακαλέσω να μη παρεξηγήσετε, καθόλου την επέμβασιν ταύτην του Νουρεδδίν πασά, η οποία αποβλέπει απλούστατα, εις την προάσπισιν των συμφερόντων των κατοίκων, χωρίς να θεωρηθή ως αξίωσις, εκ μέρους του ή διαταγή. Κάθε άλλο. Δεν πρέπει οπωσδήποτε, να εκτεθώμεν εις τα μάτια των ξένων. Δεν βλέπετε πόσα πολεμικά είναι στο λιμάνι!

      Όταν ξεκουμπισθούν να φύγουν τότε θα χορέψουμε και τους γιουνάνηδες και τους λεβαντίνους, που άρχισαν να ξαναονειρεύονται προνόμια και καπιτουλασιόνες. Καταλάβατε; Μ΄ εννοήσατε; Αυτό μόνον, κατά τα άλλα, ο  λαός είναι κυρίαρχος και κάμη ό,τι θέλει και πάλιν, αν θέλη να κάμη το σεϊρι του (την διασκέδασίν του ) στο Καϊ, ας κοποιάση…

      Καταλαβαίνετε ποια ήτο η πραγματική σημασία των λόγων αυτών του αντιπροσώπου του αιμοβόρου βαλή.

      Σε κάποια στιγμή, μάλιστα, ευρήκε την ευκαιρίαν να μισοκλείση εκδηλωτικώτατα, το μάτι του προς τον φοβερόν μπαρμπέρην. Εκείνος, αντελήφθη αμέσως. Α! ήταν δαιμόνιος ο ανθρωπάκος εκείνος, καταχθόνιον όργανον της κτηνωδίας και του αίματος. Αντελήφθη, αμέσως και χαμογελώντας, απήντησεν:

      • Έστω. Θα πάμε για το Τιρκιλίκι, αλλά με την συμφωνία πως δεν θα μας ενοχλήσετε πλέον!
      • Όχι, όχι, εκραύγασεν ο βέης σπέυδων να εξαφανισθή, μαζί με τον συνοδόν του.

      Τότε, ο Αλή Νταημεμετάκης, εστράφη προς τα αιμοδιψή πλήθη και αφήκλε μιαν βραχνήν και μακρόσυρτη κραυγήν, όπως οι ντελάληδες εις τα παζάρια του Τσαρσιού:

      • Αντι, κιντελίμ Τιρκιλίκι ταραφηνδά!. (Εμπρός πάμε προς την περιφέρειαν του Τιρκιλί).
      • Τιρκικίκδα! Τιρκιλίκδα….
      • Πάμε για το Τιρκιλίκ, εβρυχήθη το πλήθος, οργιάζον από ανυπομονησίαν και ικανοποίησιν.
      • Το τι εγίνετο εκείνην την στιγμήν, δεν ειμπορώ να σας περιγράψω…. Αλλαλαγμοί, φωνές, μαντήλια στον αγέρα και όχλος εκινήθη σαν ένα πελώριον κύμα, ενώ η ατμόσφαιρα εξηκολούθη να δονήται από ορυγμούς και ανάρθρους φράσεις ύβρεων και βλασφημιών εναντίον του μάρτυρος δεσπότη και παντός ελληνικού, ανά παν βήμα, αντηχούσαν και δίαφοροι ζητωκραυγαί υπέρ το Κεμάλ, της Τουρκίας και του Νουρεδδίν πασά.

       

      Η ΘΛΙΒΕΡΑ ΚΟΥΣΤΩΔΙΑ  

      Εις το σημείον αυτό διακόπτεται η αφήγησις του Οσμάν Φεϊζή ως αυτόπτου μάρτυρος, δια να επαναληφιφθή, μετά είκοσι λεπτά της ώρας, επάνω εις το Ική-Τσεσμελίκ.

      Τα γεγονότα που εμεσολάβησαν κατά τα είκοσι αυτά λεπτά της μαρτυρικής κουστωδίας, είναι τα μόνα που δεν είδε με τα μάτια του. Διότι, όταν ήκουσεν ότι το μαρτύριον του Χρυσοστόμου θα ελέμβανε χώραν εις τας τουρκικάς συνοικίας του Τιρκιλίκ, (προς τα υπερκείμενα δηλ. υψώματα του Βασμαχανέ, επί των κατωκημένων κλιτύων του Πάγου), έκρινε καλόν να ξεφύγη από την οχλαγωγίαν, να χωθή εις ένα αμάξι και ναπρολάβη να ευρεθή, μεταξύ των πρώτων, εις το θέατρον της αγριωτέρας και βαναυσοτέρας  και βαρβαροτέρας εκδικήσεως και από την οποίαν κανείς δεν ηδύνατο πλέον να ανακόψη την λαϊκήν λαίλαπα των Τούρκων.

      Παρά την θέλησίν του όμως, δεν ηδυνήθη να ξεφύγη αμέσως ο Οσμάν Φεϊζή και συρόμενος, μαζί με το μαινόμενον πλήθος, εν μέσω αγρίων διαγκωνισμών και ορυγμών εκκωφαντικών και διαπληκτισμών, ακόμη, έφθασεν έως την άκρην του δρόμου, μπροστά εις το κεντρικόν τζαμί, εκεί όπου, ακριβώς, ο δρόμος ηνοίγετο εις δύο σκέλη εκ των οποίων, το μεν ένα  -προς τα δεξιά – έφερε προς Λαχανοπάζαρον, το δε άλλο – αριστερά – προς το Τσαρσί.

      Ο Οσμάν, κατόρθωσε να ξεφύγη προς τα αριστερά, εχώθη μέσα εις τον σκεπαστόν και σκοτεινόν δαίδαλον του Τσαρσιού, έφτασε στο Μπεζεστένι, και πριν βγη εις τα Γυαλιάδικα, έκαμψε, προς τα δεξιά, εχώθη μέσα εις το Μεγάλο – Βεζύρ – Χάνι, έπειτα εις το Μικρόν-Βεζύρ – Χάνι, όπου είχεν ανοιχθή τελευταίως ένας ανώμαλος δρομάκος δια φορτηγά οχήματα και βγήκε στο φαρδύ του Αγίου Γεωργίου. Τα μαγαζιά ήταν κατάκλειστα και μια βωβή ερημία θανάτου εβασίλευε παντού. Ζητούσεν ένα αμάξι, αλλά κατά τας φοβεράς εκείνας στιγμάς ήτο αδύνατον να ευρεθή. Οι Έλληνες αμαξάδες είχαν εξαφανισθή και αν υπήρχαν μερικοί Τούρκοι αραμπατζήδες, αυτοί ακολουθούσαν την θλιβερά πομπήν του Δεσπότη.

      Τότε ο Φεϊζή, επετάχυνε το βήμα του, έφθασε την Αρμενιάν, επέρασε τρέχων τους δρομάκους προς τον Βασμαχανέν και διέσχισε διαγωνίως το ατελείωτον, ακόμη, βουλεβαρ του, προς τα ανηφορικά σκαλάκια του Επάνω- Μαχαλά και του Τιρκιλίκ…

       

      ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΟΛΓΟΘΑΝ

      Εν τούτοις, από πληροφορίας φίλων του, τας οποίας, αργότερον, εσταχυολόγησε και συνηρμολόγησεν, ο Οσμάν Φεϊζή, μου ανέφερεν ότι, ολόκληρος η διαδρομή της λυσσαλέας και μαινομένης εκείνης οχλαγωγής, από την έξοδον του καφενείου, που εχρησίμευσεν ως αίθουσα του προχείρου Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας, έως τας συνοικίας του Ική-Τσεσμελήκ, υπήρξε μια πορεία πραγματικής αγωνίας και τραγικού μαρτυρίου, δια τον μεγαλομάρτυρα Μητροπολίτην Χρυσόστομον.

      Είκοσι ρωμαλαίοι χαμάληδες, βαρκάρηδες, αραμπατζήδες και γιουβρεκτσήδες, κουρελιασμένοι και βρωμεροί και ανυπόδητοι, απαίσιοι και ειδεχθείς την όψιν, περιεκύκλουν τον μάρτυρα και τον έσπρωχναν διαρκώς, βλασφημούντες και υβρίζοντες και αλλαλάζοντες, περισσότερον απ΄ όλους τους άλλους.

      Επερασαν το Λαχανοπάζαρον, εισέδυσαν μέσα εις τον λαβύρινθον της Εβραϊκής συνοικίας και ήρχισαν να ανεβαίνουν προς τα υψώματ των τουρκομαχαλάδων. Ο Δεσπότης ήτο καταβεβλημένος. Η μαρτυρική εκείνη πορεία τον είχεν εξαντλήση….. αλλά οι απαίσιοι δήμιοί του, εξηκολούθουν να τον σύρουν ως άχρηστον ράκος, εις τον δρόμον του μαρτυρίου και του εξευτελισμού.

      Και, ο δρόμος εκείνος του μαρτυρίου του, έμοιαζε με πραγματικόν Γολγοθάν. Νέοι υβρισταό, νέοι εχθροί, νέαι ορδαί βαρβάρων προσετίθεντο διαρκώς καθ’  όλην την διαδρομήν και το κύμα ωγκούτο, ολοέν, απειλητικώτερον και εμεγάλωναν τα βάσανα του σεβασμίου Γέροντος.

      Μαζί με τους άνδρας, είχον αρχίση τώρα να συρρέουν και γυναικόπαιδα, χανουμάκια πάσης τάξεως  και ηλικίας, γρηές χανούμισσες, χωρίς φερετζέδες, και τουρκόπαιδα, μισούντα, εκ γενετής, παν μη τουρκικόν, και αφήνοντα διαπεραστικές και στριγκλιάρικες  φωνές,  ακατανοήτων επιφωνημάτων, μαζί με πέτρες που εκσφενδονούσαν προς όλας τας διευθύνσεις.

      Οι χαμάληδες και οι αραμπατζήδες, οι στραγαλατζήδες και οι βαρκάρηδες, που αποτελούσαν τον ρακένδυτον κλοιόν του μάρτυρος Μητροπολίτου, εκουράσθησαν πλέον να τον σπρώχνουν και ήρχισαν να του τραβούν τα ράσα, να τον τσιμπούν, να τον γρονθοκοπούν και να τον μαστίζουν, κατά τον χειρότερον τρόπον.

      Ένας από τους χαμάληδες που έτυχε να έχη εις το ζωνάρι του, τον γνωστόν απαίσιον σιδερένιον γάτζον του, τον εκάρφωσε δις, ανάμεσα εις τα δεμένα χέρια του Δεσπότη και δις τον έσυρε, με απότομον ορμήν προς τα οπίσω – τόσον απότομον, ώστε, την δευτέραν φοράν επέτυχεν να ανατρέψη το ηράκλειον εκείνο σώμα του Ιεράρχου. Τούρκοι , τουρκάλες και τουρκόπαιδα, εις την θέαν του ανοσίου εκείνου παιχνιδιού, εξερράγησαν εις σπαρακτικούς καγχασμούς και αλλόφρονα ξεφωνήματα.

      Επί τέλους – αντί να φθάσουν εις το Τιρκιλίκ – ηναγκάσθησαν να σταματήσουν οριστικώς εις την πλατείαν του Ική-Τσεσμελίκ (ένα είδος συνικοισμένου οροπεδίου, εις τα μισά περίπου των κλιτύων του Πάγου, όπου κατοικούσαν οι αρχαιότεροι και φανατικώτεροι τουρκοσμυρνιοί, και όπου υψούτο ένα από τα καλλίτερα και μεγαλείτερα τουρκιά σχολεία).

       

      ΣΤΟ ΙΚΗ-ΤΣΕΣΜΕΛΙΚ

      Εκεί, ο Οσμάν Φεϊζή, ήταν εκ των πρώτων και μου συνέχισα και πάλιν ως αυτόπτης μάρτυς την αφήσησίν του ως εξής:

      « Όταν έφθασα τρέχων και ασθμαίνων, στο Τιρκιλίκ, είδα πως δεν υπήρχε κανένα κατάλληλον μέρος δια το σεϊρι (την διασκέδασιν ) που επεζήτουν οι συμπατριώτες και ομοεθνείς μου. Αντελήφθην, όμως, ότι σε κάθε τουρκόσπιτο, ολόγυρά μου, εγίνετο μια τρομακτική κίνησις και μία πραγματική αναστάτωσις.

      Φωνές ηκούοντο πανταχόθεν, άνδρες παιδιά και χανούμισσες, έκλιεον βιαστικά τα σπίτια των και έτρεχον προς τους Δύο-Τσεσμέδες.

    • Όλοι ακολουθούσαν την ιδίαν διεύθυνσιν.

      Είπα σε κάποιον ότι, αν τρέχη για τον Δεσπότη, πηγαίνει άδικα, γιατί η απόφασις που ελήφθη, ορίζει ως τόπο εκτελέσεως το        Τιρκιλίκ. Εκείνος χαμογέλασεν ειρωνικά κι έφυγε φωνάζοντας:

      • Εγώ ξέρω καλλίτερα από σένα Μπιν- Μπασί μου (ταγματάρχα μου).

      Τότε, επήρα και γω τον ίδιον δρόμον και βγήκα στην πλατεία του Ική-Τσεμελίκ.

      Ήταν καιρός. Διότι όλη η πλατεία είχε καταληφθή από κόσμον, αλλόφρονα και ανυπομονούντα να δη το φρικιαστικόν θέαμα. Μετά δύο λεπτά, έφθασαν τα πρώτα μπουλούκια της εμπροσθοφυλακής της θλιβεράς κουστωδίας. Ήτανε σμήνη από τουρκόπαιδα, που εξελαρυγκίζοντο σαν δαιμονισμένα, χοροπηδούσαν, εμαλλιοτραβούντο και περνούσαν κάτω από τα σκέλη των αρρένων  και των θηλέων, δια να καταλάβουν μιαν επίκαιρον θέσιν. Μερικά από αυτά ανέβηκαν εις τους κλώνους των 4-5 δένδρων της πλατείας του Ική-Τσεσμελίκ, που έλαβε την όψιν πανηγυρικού αμφιθεάτρου. Εγώ, κατόρθωσα να πάρω μιαν εξαιρετικήν θέσιν εις την μαρμαρένια σκάλα του δημοτικού σχολείου.

      Σε λίγο η πομπή έφθασε και η πλατεία εγέμισεν ασφυκτικώς.

      Ο όχλος συνεσπειρούτο προς όλας τας διευθύνσεις και έκαμνε μακράν ουράν εις τας πέριξ παρόδους, δηλαδή τους δύο δρομάκους που κατηφορούσαν προς τας συνεχομένας τουρκικάς συνοικίας και την «Οδρεακή» και από το άλλο μέρος τον φαρδύν δρόμον που ήρχετο από τα υπερκείμενα του Μπαχρή-Μπαμπά υψώματα και έφθανεν εως το Τιρκιλίκ.

      Η συνοδεία των βρωμερών χαμάληδων των αραμπατζήδων  και βαρκαρέων, εσταμάτησεν εμπρός εις τα κατώφλια του τουρκικού σχολείου και είδα τότε τον ατυχή Δεσπότην να σηκώνη τα μάτια του προς τον ουρανόν, σαν νάκανε κάποια μυστική προσευχή, θερμή, ολόθερμη, κατανυκτική, μέσα από τα κατάβαθα της ψυχής του.

      Το χρώμα του ήταν κάπως χλωμόν αλλά τα παράστημά του ήταν ευθυτενίς, αλύγιστον, κάτι – τι να σας ειπώ!- σαν ηρωϊκόν και σαν φάντασμα. Τέτοια εντύπωσι μου έκανε, που δεν, θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.

      Το καλυμμαύκι του το είχαν κομματιάσει στο δρόμο οι δήμιοί του και ήταν τώρα ασκεπής, με τα ψαρρόξανθα μαλλιά του, που έμοιαζαν σαν κλωστές από μετάξι, να πέφτουν προς τα οπίσω σε μια απαλή και μικρή κοτσίδα. Ο τράχηλός του είχε κάτι μεγάλες και βαρειές κοκκινίλες από τα πρόσφατα κτυπήματα ( των ιεροσύλων καννιβάλων). Τα μάτια του στυγνά και απλανή, έβγαζαν από καιρό εις καιρό κάποια φλόγα υπερηφανείας και καρτερικότητος. Αλλά τα χείλη του ήσαν καλλημένα ακίνητα. Η στάσις του είχε κάτι το περιφρονητικόν μέσα εις αγιωτικήν του απάθειαν και την μαρτυρικήν υπομονήν του. Εφαίνετο ότι είχε την απόφασιν να δεχθή όλας τας ύβρεις και όλους τους μπάτσους και να υποστή όλα τα βάσανα, ωσάν να έλεγε σιωπηρώς προς τους δημίους του: « Γιατί με δέρνετε; Γιατί με χτυπάτε; Το σώμα μου σας ανήκει αυτή τη στιγμή. Αλλά η ψυχή μου δεν σας ανήκει και κανείς ποτέ δεν μπορεί να την μολύνη».

       

      ΣΤΙΓΜΑΙ ΦΡΙΚΗΣ

      Εν τω μεταξύ, ο όχλος εμυκάτο και ωρύετο σαν δαιμονισμένος. Αλλαλαγμοί και ύβρεις εγέμιζαν την ατμόσφαιραν, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε μιαν λέξιν, από όσα έλεγαν, από όσα ήθελαν να είπουν, από όσα εστρρίγκλιζαν, ένας – ένας και όλοι μαζί.

      Αίφνης, ανάμεσα από τον ρακένδυτον όμιλον των χαμάληδων, η φωνή του Αλή Νταημεμετάκη, του στυγερού αυτού κουρέως, αντήχησε, διάτορος, υπεράνω όλων των άλλων κραυγών και των ασυναρτήτων επιφωνημάτων:

      • Μπιραντέρια! Εμσερήδες! Το καθήκον αυτό, – είπεν δεικνύων τον Μητροπλίτην Χρυσόστομον – είνε διακό σας.
      • Γιασασίν! Εβρυχήθη το πλήθος. Δικός μας! Δικός μας!

      Αλλ΄ επειδή – εξηκολούθησεν ο μπαρμπέρης – δεν είνε δυνατόν να λάβωμεν όλοι μαζί την εκδίκησιν της μεγάλης προδοσίας κι ατιμίας, την οποίαν έκαμεν εις το έθνος μας αυτός ο εντεψίζης, δια τούτο, θα αρχίσω εγώ και θα ακολουθήσετε όλοι, με την σειράν, έως ότου πιούμε και την τελευταίαν σταγόνα του ατίμου αίματός του.

      Το τι έγινεν εκείνην την στιγμήν δν περιγράφεται. Σωστό πανδαιμόνιον. Σωστό φρενοκομείον!

      Τα κύματα του πλήθους ήρχισαν να κινούνται με βοήν, με αλλοφροσύνην, με δαιμονιώδη ξελαρυγγίσματα από όλας τας διευθύνσεις και αι μάζαι συνωθούντο απειλητικώς, με τρομακτικήν αγριότητα προς τα κατώφλια της σχολής.

      Ξαφνικά, ο στυγερός μπαρμπέρης, σχίζον το πλήθος, με μιαν και μόνην χειρονομίαν, με ένα και  μόνον βήμα, ατελείωτον εις μήκος, δια μέσου της συμπαγούς μάζης των καρυβαντιώντων έπιασε τον Δεσπότην από το ράσον και τον έσυρε με ορμήν προς το μέρος του, φωνάζων:

      • Οπίσω, όλοι! Οπίσω!…Αϊντε, η εκδίκησις του αθώου αίματος των αδελφιών μας αρχίζει. Λύστε του τα χέρια.

      Οι χαμάληδες εξετέλεσαν   αμέσως την εντολήν και ο μπαρμπερης, με μιαν και μόνην κίνησιν μανιώδους ορμής, έσπρωξε τον δεσπότην προς την κλίμακα της σχολής και τον ανέβασε τας τέσσερας πρώτας, βαθμίδας.

      • Εδώ είπεν. Εδώ! Για να τον βλέπου όλοι.
      • Έπειτα, στρεφόμενος προς τον μητροπολίτην, εξηκολούθησε:
      • Παπά-γρουσούζι! Παπά-εντεψίζη! Κατραμένε παπά! Θα πεθάνης!….

      Ο Δεσπότης έκλεισε τους οφθαλμούς του και με απάθειαν στωικήν και ψυχραιμίαν, που έκανε και αυτών των αγριοτέρων ακόμη το αίμα να παγώση μέσα ε΄ςι τας φλέβας των, απήντησε:

      • Το ξεύρω! Αλλά δεν με μέλει.
      • Θα ψοφήσης!…. επανέλαβεν ο μπαρμπέρης αφρίζων κυριολεκτικώς και με μίαν χειρονομίαν κατάφερεν ισχυρόν κόλαφον εις την παρειάν του μάρτυρος Μητροπολίτου Χρυσοστόμου.

      Ο όχλος εξέσπασεν εις ένα μανιώδη καγχασμόν, αλλά, σχεδόν ταυτοχρόνως, ο Δεσπότης, που ο μπάτσος, του είχε πορφυρώσει το μάγουλο, ύψωσε το μάγουλο, ύψωσε το χέρι και αρπάζων το κεφάλι του μπαρμπέρη, το έσπρωξε με βίαν προς τα οπίσω.

      Έγινε τότε μία τρομερά κίνησις ανάμεσα εις το πλήθος και ο μπαρμπέρης, που είχεν εξαφανισθή για μια στιγμή, ξαναφάνηκε στην επιφάνειαν, στριγγλίζων γοερώς:

      • Θα μου το πληρώσης αυτό, βρωμό-παπα! Γροσούζι! Καταρεμένε!

      Αίφνης, από το κέντρον της πλατείας, μια χειρ καννιβάλου, μία χειρ ανθρώπου, που δεν εφαίνετο, διότι ήταν χωμένος πίσω από τα σώματα των άλλων, ύψωσεν εις τον αέρα ένα χονδρό πανί, μαύρο, κατάμαυρο και, με ένα παλμόν δαιμονιώδη, το εξεσφενδόνησε προς την διεύθυνσιν του Δεσπότη.

      Ο Χρυσόστομος σαν να είδε το εκτοξευόμενον πανί, έστρεψεν ελαφρώς την κεφαλήν του προς τα δεξιά. Το πελώριον μαύρο πανί τον εκτύπησεν εις την παρειάν και έπεσε κατά γης, αφού έβαψε με πυκνόν στρώμα μαύρου «φούμου| την αριστεράν παρειάν, τα γένεια, τον λαιμόν και την κόμην του μάρτυρος.

      Ο όχλος εξερράγη εις ουρανομήκεις ζητωκραυγάς και επιδοκιμασίας δια την απροσδόκητον ευφυϊαν και καγχασμοί βανδάλων υψώθηκαν εις τον αέρα.

      Αλλ΄ αίφνης, ένας άλλος, με αγρίαν φυσιογνωμίαν χιμπατζή, επλησίασε τώρα από τα υψηλότερα σκαλοπάτια της σχολής τον Δεσπότην και με το μπαστούνι του, εις την άκρα του οποίου είχε καρφώσει δύο μυτερά καρφιά, ήρχισε να κεντά τον Μάρτυρα εις όλα τα μέλη του σώματός του.

      Ελαφροί σπασμοί ετάραξαν το άγιον σώμα του μητροπολίτου και θρόμβοι αίματος ήρχισαν να ρέουν από τον τράχηλόν του.

      XRYSOSTOMOS SMYRNHS (PALIA DRAMA)

      Ο ΠΥΡΡΟΘΡΙΞ  ΓΑΤΟΣ

      Αλλ΄ άξαφνα, οι καγχασμοί και ο φρενιτιώδης αλλαλαγμός έπαυσαν αποτόμως.  Μια νεκρική σιωπή επεκράτησε για λίγα δευερόλεπτα και μια κίνησις πρωτοφανής συνεκλόνισε τα πλήθη, που κατέκλυζαν την πλατείαν.

      Η κίνησις εκείνη έμοιαζε μάλλον σαν ένα ρίγος φρίκης, που έκαμνε τον όχλον να χαμηλώνη τα κεφάλια με τρόμον και να υψώνη τα μάτια, γουρλωμένα και γεμάτα από φόβον, προς έν; Ωρισμένον σημείον του αιθέρος, εις αρκετόν ύψος επάνω από την κεφαλήν του Δεσπότη.

      Ένα σατανικόν φαινόμενον ηωρείτο εις το κενόν. Είχεν εμφανισθή μία πελωρία ράβδος, από ξύλον ελάτης, μήκους 2-3 μέτρων, από το άκρον της οποίας εκρέματο, δια χονδρού σχοινίου, ένας γάτος πυρρόθριξ, με μάτια άγρια, βλοσσυρά, γουρλωμένα. Ήτο δεμένος από την μέσην τόσον σφικτά, ώστε οι πόδες του, οι οποίοι επρόβαλλαν εις το κενόν, άφιναν τους γαμψούς όνυχας να εξέχουν, αιχμηροί και φρικώδεις, με λυσσαλέαν επιθυμίαν να αρπάξουν το πρώτον τυχόν αντικείμενον που θα εύρισκον μπροστά των, το πρώτον σώμα που θα συναντούσαν, ή την σάρκα που θα ήγγιζον, έτοιμοι να κατασπαράξουν τα πάν, αποφασισμένοι να κολληθούν, οπουδήποτε, να μπηχθούν, με λύσσαν, δια να απαλλαχθή το σώμα από το τρομερόν εκείνο σφίξιμον των χονδρών σχοινίων.

      Εις τας αρχάς – εξακολουθεί ο Οσμάν Φεϊζή – φρίκη διέδραμε τα σώματα των παρισταμένων. Αλλ΄όταν το εξαγριωμένον και φρίσσον από τους πόνους ζώον έφθασε ακριβώς επάνω από το κεφάλι του Δεσπότη και κατήρχετο σιγά – σιγά προς την σεβασμίαν και ασκεπή κεφαλήν του, η φρίκη μεταβλήθη εις αλλαλαγμούς επιδοκιμασίας.

    • Ο φόβος – εξηκολούθησεν ο Οσμάν Φεϊζή – είχε διαλυθή ως δια μαγείας και όλοι εξέσπασαν εις μίαν ενθουσιαστικήν φρενήτιδα ωσάν να παρεκίνουν  τον κρατούντα την ράβδον να κατεβάση μίαν ώραν γρηγορώτερον το «ιπτάμενον» ζώον (που εξηκολούθει να αφίνη κάτι φρικιαστικά νιαουρίσματα που έμοιαζαν μάλλον με ουρλιάσματα τίγρεως, σπαρακτικά και αποτρόπαια) και να γίνη η επαφή των τρομερών ονύχων του με το πρόσωπον του μάρτυρος, η επαφή την οποίαν – όλοι ανεξαιρέτως – επερίμεναν μα αγωνίαν.

      Αι λυσσαλέαι φωναί του γάτου και οι αλλαλαγμοί του όχλου έδιδαν εις την ατμόσφαιραν μιαν τραγικήν αναπλασιν, που προκαλούσε την διαρκή φρικίασιν του σώματός μου.

      Αίφνης, το ζώον – ή μάλλον το ανήμερον εκείνο θηρίον – που είχει πλησιάσει την κεφαλήν του Χρυσοστόμου, εις απόστασιν μιας, μόλις, πιθαμής, έκανε μιαν απότομον κίνησιν με το λαστιχένιο κορμί του για ν΄ αρπάξη το γυμνόν κρανίον και την κόμην του μάρτυρος. Αλλ΄ ορμή του έδωσεν ένα ισχυρόν παλμόν εις το σχοινίον και αντί της κεφαλής, έμπηξε τους γαμψούς του όνυχας εις τους ώμους του Δεσπότη.

      Το ράσον εσχίσθη με ένα φρικαλέον συριγμόν και μαζί με αυτό κάποιο ματωμένο κομμάτι σαρκός ανεπήδησεν εις τον αέρα.

      Το αίμα του μάρτυρος έβαψε τα πρόσωπα των πλησιεστέρων ισταμένων και ευθύς αμέσως, μια βοή τρόμου αντήχησε, κάτι που έμοιαζε σαν σφύριγμα δαιμόνων. Όλοι μαζί οι δήμιοι έκαμαν μιαν ανατριχιαστικήν κίνησιν και διάφορα επιφωνήματα φρίκης εξέφυγαν από ατ χείλη των. Αλλ΄ οι αλλαλαγμοί της χαράς και της επιδοκιμασίας είχον παύσει πλέον.

      Μετά την επίθεσιν εκείνην, η ράβδος είχεν ανυψωθή και πάλιν και ο γάτος, ωρυόμενος, εκίνει σπασμωδικώς την κεφαλήν και τους ποδας του, κρατών στα νύχια ένα μακρύ τεμάχιον μαύρου ράσου και ένα μικρόν κομμάτι σαρκός, από την οποίαν έσταζε το αίμα του μάρτυρος επί  των κεφαλών των βαρβάρων δημίων του.

      Η φρικαλέα σκηνή, την οποίαν παρακολουθούσα δαγκάνοντας με λύσσαν τα χείλη μου, με έκανε να κρατώ στυλωμένα τα βλέμματά μου προς το άγιον πρόσωπον του μάρτυρος μητροπολίτου. Και σας βεβαιώνω – σας ορκίζο0μαι σαν καλός στρατιώτης που υπήρξα πάντοτε – ότι δεν είδα ούτε κανένα μορφασμόν οδύνης, ούτε καμμίαν σύσπασιν φόβου να κάμη το πρόσωπον του Χρυσοστόμου, καθ΄ όλην  την διάρκειαν που το εξαγριωμένον και λυσσαλέον ζώον εστριφογύριζεν επάνω από το κεφάλι του, απειλών να τον κατασπαράξη. Ω! πόσην εντύπωσιν μου έκαμεν η στάσις του αγίου εκείνου ανθρώπου! Εφαίνετο ότι ήτο αποφασισμένος να πληρώση με το αίμα του και με όλα τα μαρτύρια του κόσμου την εξαγορά του αίματος ολοκλήρου του ποιμνίου του και όλων των γιουνάνηδων της Σμύρνης και της Μικράς Ασίας, – χωρίς να γνωρίζη βεβαίως, ότι και εκείνων  η τύχη ήτο προδιαγραμμένη όπως και η δική του…

      Αλλ΄ αίφνης, ο κουρεύς, ο μυσαρός εκείνος Νταημεμετάκης – αποφασισμένος να πιή πρώτος αυτός το αίμα του Δεσπότη, εννοών να διεκδικήση μέχρι τέλους αυτό το δικαίωμά του – έμπηξεν μίαν αγρίαν φωνήν

      • Σταθήτε! Σταθήτε!

      Ο γάτος απέμεινε κρεμμασμένος εις το κενόν, επάνω από τα κεφάλια του θύματος και των δημίων, οι οποίοι, άναυδοι μέχρις εκείνης της στιγμής, έστρεψαν τώρα με κάποιαν ιαχήν ανακουφίσεως την προσοχήν των προ του μπαρμπέρην.

      • Προτείνω! Εβρυχήθη εκείνος, προσπαθών να επιβάλη την σιωπήν και να γίνη ακουστός παρ΄ όλων.
      • Λέγε! Λέγε, εφώναξαν μερικοί.
      • Προτείνω, επανέλαβεν ο μπαρμπέρης, διεκδικών επιμόνως τα πρωτεία του δολοφόνου.
      • Τι προτείνεις λοιπόν;
      • Προτείνω να ξουρίσωμεν πρώτα τον Γουρσούζ-Παπά, όχι για άλλο λόγο, αλλά για να πάρουμε μια ιδέα, μπιραντέρια μου, τι σόϊ θάναι γουλί το κεφάλι του και η χοντρομουτσουνάρα του, χωρίς αυτή τη σκούπα, τα γένεια!

      Άγριοι καγχασμοί αντήχησαν.

      • Αφερίμ! Αφερίμ! Μπράβο! Αλλάλαξεν ο μεθυσμένος από αιμοδιψή φανατσμόν όχλος. Αϊντε μπακαλούμ, γκιορετζέγκζ! ( Εμπρός λοιπόν, να το ιδούμε) Εμπρός, εμπρός λοιπόν.

      Με μίαν κίνησι της χειρός του, που είχε κάτι μελοδραματικόν και καταχθόνιον συνάμα, ο μπαρμπέρης έκαμε να αστράψη εις τον ορίζοντα ένα πελώριον ξυράφι.

      Νέοι γέλωτες και νέαι κραυγαί θριάμβου ηκούοντο τώρα από όλα τα σημεία και ευρισκόμενοι εις σχετικήν απόστασιν από τον τόπον του δράματος εσηκώνοντο στις μύτες των ποδαριών των δια να βλέπουν καλύτερον. Αλλά ο γάτος εξηκολούθη να αιωρήται εις το κενόν, ουρλιάχων και τεντώνων διαρκώς τα νύχια του, επάνω εις τα οποία εκρέματο ακόμη η μαύρη λωρίδα του μητρπολιτικού ράσου, σαν κανένα πένθιμο σινιάλο.

      Ο μπαρμπέρης, εν τω μεταξύ, βοηθούμενος από την ρυπαράν ομήγυριν των χαμάληδων και των αραμπατζήδων, επροχωρούσε ταχύς εις το έργον του χωρίς να βλέπη τι συνέβαινε τριγύρω του.

      Έπιασε με το αριστερό χέρι του τα μαλλιά του Δεσπότη, τα τράβηξε δυαντά και με ισχυράν ορμήν προς τα κάτω και έκαμε την υπερήφανον κεφαλήν να σκύψη υπό την πίεσιν και τον πόνον.

      • Σκύψε ενετψίζη! Προδότη! Σκύψε.

      Το ξυράφι εκινήθη με λύσσαν επάνω στο κεφάλι του μάρτυρος και η πρώτη τούφα μαλλιών επετάχθη εις τον αέρα, εν μέσω γενικής θυμηδίας, καγχασμών αλλοφροσύνης και ιαχών θριάμβου.

      Στη δεύτερη ξυραφιά, όμως,  το γυαλιστερό λεπίδι παρέσυρε μαζύ του και ολίγον δέρμα, κάτω από το οποίον το αίμα ανεπήδησε και έβαψεν όλο το πρόσωπον του Δεσπότη.

      Ω! ώ! Ώ! Εφρύαξεν ο όχλος με αλλαλαγμόν.

      • Ζαρά γιοκ ( Δεν πειράζει). Ζαράρ γιοκ! Εφώναξεν ο μπαρμπέρης, χασκογελών σατανικώς, επί τη θέα του ανδραγαθήματός του.
      • Αφερίμ. Αφερίμ ουστά (Μπράβο μαέστρο) του εφώναξαν οι χαμάληδες ενθουσιασμένοι.

      Και η Τρίτη όμως ξυραφιά παρέσυρε νέαν λωρίδα δέρματος.

      • Σίμδη, γιαγνίς ολδού! (Τώρα έγινε λάθος) εφώναξεν ο μπαρμπέρης, κάμνων άνα σατανικόν μορφασμόν ειρωνείας.
      • Γιαγνίς, γιαγνίς, αφερίμ γιαγνίς εφώναξαν όλοι σαν τρελλοί, ενώ ο μπαρμπέρης εξηκολούθει το έργον του με ταχύτητα αστραπής.
      • Καθόλον αυτό το διάστημα – εξηκολούθησεν ο Οσμάν Φεϊζή – ο λυσσασμένος γάτος εξακολουθούσε να αιωρήται εις το κενόν και ναουρλιάζη απαισίως. Αλλά, καθώς εκινείτο προς όλας τας διευθύνσεις – συνεπεία των τιναγμών που έδιδεν εις το σχοινίων- εκείνοι, των οποίων αι πολύτιμοι κεφαλαί ευρίσκοντο ακριβώς κάτω από την ακτίνα της δράσεώς του, ήρχισαν να διαμαρτύρωνται και να διαβιβάζουν σοβαράς παρατηρήσεις προς τον τούρκον που κρατούσε τον πελώριον κοντόν της ελάτης, από τον οποίον ήτο κρεμασμένος ο γάτος. Εκείνος όμως, δεν εννούσε να υποχωρήση, αφ΄ ενός διότι δεν ήθελεν να χάση το πρωτοφανές θέαμα του μαρτυρίου και αφ΄ ετέρου διότι δεν ειμπορούσε να κινηθή από την θέσιν του, συνεπεία του σφιξίματος της ανθρωπομάζης.

      Εν τω μεταξύ αι διαμαρτυρίαι επολλαπλασιάζοντο και εγίνοντο απειλητικώτεραι, έως ότου μερικοί θερμόαιμοι επετέθησαν δι ύβρεων και γρονθοκοπημάτων εναντίον του κατόχου του λυσσασμένου γάτου.

      Την ιδίαν στιγμήν, συνέβη ένα μηδαμινόν επεισόδιον, το οποίον επρόκειτο να δώση μίαν αποτελεσματικήν τροπήν εις το παρατεινόμενον μαρτύριον.  Οι διάφοροι χαμάληδες, που αποτελούσαν την φρουράν του μητροπολίτου και την τιμητικήν συνοδείαν του μπαρμπέρη Αλή Νατημεμετάκη, φαίνεται ότι από πολλής ώρας έχωναν τα χέρια των κάτω από τα ράσε του Δεσπότη και προσεπάθουν να αφαιρε΄σουν όσα χρήματα και ό,τι πολύτιμον είχε μέσα εις τα θυλάκιά του.

      Ξάφνου, ένας από αυτούς ανεκάλυψε το χρυσούν εικόνισμα που εκρέματο δια λεπτής αλύσεως εκ του λαιμού του και το τράβηξε με όλην την δύναμίν του.

      Η αλυσσίδα έσπασε και ο χαμάλης περιχαρής ητοιμάζετο να τσεπώση το πολύτιμον εύρημα…

      Αλλά, ακτ’α καήν του τύχην, τον αντελήφθη ένας αρειμάνιος σταργαλατζής και του έδωσε ένα κτύπημα στο χέρι του δια να του το ρίξη κατά γης και να το οικειοποιηθή.

      Το κόλπο απέτυχεν.

      Αλλά μόλις έπεσε κατά γης το χρυσούν εικόνισμα, δέκα αμέσως χαμάληδες έσκυψαν δια να το αρπάξουν…..

      Και τότε, προς τα πόδια του Μάρτυρος, έγινεν ένας ακυγάς διαμονιώδης, ένα ταβατούρι, μια οχλοβοή, που κατέληξεν εις γρονθοκοπήματα και αληθή μάχην.

      Οι πληδιέστερον ευρισκόμενοι ωπισθοχώρησαν με αγρίας κραυγάς τρόμου και δεν ήργησαν να μεταδώσουν τον σπινθήρα του πανικού εις τον όχλον που κατέκλυζεν ολόκληρον την πλατείαν.

      Κανείς δεν ήξευρε τι συνέβη, όλοι  όμως εφώναζαν, όλοι εκινούντο με απόγνωσιν, όλοι έτρεχον δια να σωθούν από τον απροσδόκητον και αόριστον κίνδυνον. Μήπως ήξευραν οι Τούρκοι, κατ΄ εκείνην την στιγμήν, τι έπρεπε να φοβούνται; Και από ποιο σημείον, ακριβώς, προήρχετο ο κίνδυνος;

      Ο πανικός όμως είχα λάβει, αυτόχρημα, τρομακτικάς διαστάσεις. Σωροί ολόκληροι ανθρωπίνων σωμάτων είχον υψωθή εις διάφορα σημεία της πλατείας και οι άνθρωποι που έτρεχαν προς τας εξόδους έπεφταν επάνω εις αυτούς, εποδοπατούντο, κατρακυλούσαν, ωλόλυζον, εβρυχώντο και ηλλάλαζαν, σεν δαιμονισμένοι, και μόνον την έξοδον από την πλατείαν δεν ειμπορούσαν να εύρουν.

      • Γιουνανλάρ γκελίορλαρ! (Οι Έλληνες έρχονται) εκράυγαζον μερικοί φοβιτσιάρηδες και οι χανούμισσες.
      • Είναι φάντασμα! Φάντασμα! ωρύοντο οι τουρκόπαιδες χωρίς να δυνηθή κανείς να εξυχνιάση από πού προήλθεν αυτό το επιφώνημα.

       

      Η ΘΕΙΑ ΔΙΚΗ 

      Αλλ΄η πλέον τραγική λεπτομέρεια εις όλο αυτό το «παντιρντί» ήταν η τύχη του τερατώδους γάτου.

      Με την πρώτην εκδήλωσιν του πανικοιύ, ο εφευρέτης της βαρβάρου και απαισίας εκείνης σοφίας, ο άνθρωπος με τον κοντόν και λυσσασμένον γάτον, ερρίφθη κατά γης και εποδοπατήθη αγρίως. Ο κοντός εξέφυγεν από τα χέρια του και ο γάτος έπεσεν, ακριβώς, μέσα εις την ομήγυριν των αλληλοκτυπωμένων κατά γης χαμάληδων, επέρασε κάτω από τα πόδια του μπαρμπέρη και εκαρφώθη επάνω εις την κνήμην του.

      Ο μπαρμπέρης ελύγισε τρομαγμένος και εσωριάσθη κατά γης, παρασύρων και άλλους δημίους μαζί του.

      Κατά την πτώσιν του εκείνην, το μυσαρόν τέρας, που κρατούσεν ακόμη ανοικτόν το αιμοβόρον και ανόσιον ξυράφι του, επληγώθη με το ίδιον όπλον του εις το πρόσωπον και έμεινε κατά γης αναίσθητος.

      Η θεία δίκη είχεν εκπληρωθή κατά τον πανηγυρικώτερον τρόπν. Ο μπαρμπέρης, που ζήτησε τα πρωτεία του δημίου, έσβυσεν υπό τα πλήγματα του ιδίου του όπλου και δεν κατόρθωσε πλέον να συμμετάσχη εις την σφαγήν του μάρτυρος, που  επραγματοποιήθη μετ΄ ολίγην ώραν.

      AGIOS XRYSOSTOMOS (PALIA DRAMA)

      Η ΣΦΑΓΗ

      Κατά την ώραν εκείνην του γενικού πανδαιμονίου και της απεριγράπτου συγχίσεως, μόνον ο μαρτυρικός Δεσπότης δεν εκινήθη από την θέσιν του.

      Καταματωμένος, με την κεφαλήν ξυρισμένην και τα γένεια ψαλλιδισμένα, εξακολουθούσε  να στέκη εις τα μαρμάρινα κατώφλια, σιωπηλός, ακίνητος, σεβάσμιος, σαν ένα θείον όραμα.

      Αλλ΄εις το βλέμμα του, που ελαμπύριζε, με κάποιο παράξενο αστροποβόλημα, εζωγραφίζετο τώρα καθαρά η πλέον ανέφικτος ικανοποίησις. Α! αυτό ήταν φανερό… Ενόμιζε πως είχε γίνει κάποιο Θαύμα! (Το θαύμα εις το οποίον η μεγάλη του ψυχή δεν θα τολμούσε βεβαίως ποτέ του να πιστεύση, διότι το εύρισκεν ανάξιον του φωτοστεφάνου, όστις περιέβαλλε το λαμπρόν και άσπιλον παρελθόν της μεγάλης εθνικής και θρησκευτικής του δράσεως!).

      Έξαφνα, ένας στρατιώτης, ένας απλός στρατιώτης, μαυρειδερός και κακοφτιαγμένος, που ευρίσκετο εις τα επάνω σκαλοπάτια της σχολής, σχεδόν κοντά εις εμένα, βλέπων την σύγχισιν η οποία παρέφερε τον πανικόβλητον όχλον, επροχώρησε με βήμα σταθερόν προς τον μαρτυρικόν Μητροπολίτην και πρίν προφθάση κανείς να αντιληφθή τι είχε κατά νουν και τι επρόκειτο να κάμη, ανέσυρεν αποτόμως την ξιφολόγχην του και με μίαν και μόνην χειρονομίαν έμπηξε τον στίλβοντα χάλυβά της εις την αριστεράν ωμοπλάτην του Χρυσοστόμου.

      Το κτύπημα ήταν τόσον ισχυρόν, ώστε ήκουσα τον υπόκωφον κρότον που έκαμεν η αιχμή επάνω στα πλευρά του.

      Αλλ΄ ο Δεσπότης δεν αφήκε ούτε μίαν κραυγήν οδύνης. Τα χείλη του ήταν κλειστά και τα μάτια του, στυλωμένα προς τον καταγάλανον  ουρανόν της Σμύρνης, εφαίνοντο σαν να ευχαριστούσαν τον Θεόν του, διότι ηθέλησεν, επί τέλους, να τον απαλλάξη από την πικρίαν του κόσμου και τα βάσανα του μαρτυρίου. Τα πόδια του εκλονίσθησαν αμέσως και έγειρεν επάνω στα σώματα των ρακενδύτων χαμάληδων, που εγρονθοκοπούντο ακόμη εμπρός εις τα πόδια του δια το πολύτιμον εικόνισμα, ποιος επιτέλους θα το κάμη δικό του.

      Έπειτα έγειρε πάλιν από την άλλην πλευρά και έμεινεν εκεί, ακίνητος, ενώ το αίμα έρρεεν  άφθονον από την βαθείαν πληγήν του.

      Ο στρατιώτης ετράβηξε την ξιφολόγχην του και την εκάρφωσε και πάλιν εις το ίδιον πλευρόν του Δεσπότη. Ειμπορούσα, αν ήθελα, να τον εμποδίσω, αλλά μήπως δεν ήταν αυτό το καλύτερον τέλος δια τον μάρτυρα; Αν δεν του έπαιρνε την ζωήν, μια και καλή ο στρατιώτης, μήπως δεν θα ξανάπεδτε στα χέρια των καννιβάλων, μόλις θα περνούσεν ο τρόμος της συγχίσεως και του πανικού;

      Τώρα όμως, τρία – τέσσερα μαχαίρια άστραψαν, μακρυά στιλέτα και χατζάρια του σελαχιού και καθένα έδωσε και ένα ισχυρόν πλήγμα στα πλευρά του μάρτυρος. Αλλ΄ ήταν πλέον άπνους, με τα μάτια ανοικτά προς τον ουρανόν, ενώ το αίμα ξεχείλιζεν από παντού, άφθονον, κατακόκκινον, ολόθερμον.

      Ούτε ένα «ωχ», ούτε μια «κακή» λέξις , ούτε ένα απλούν βλέμμα μίσους ή απεχθείας εναντίον των δημίων του.

       

      Η ΔΙΑΝΟΜΗ

      Αίφνης, ενώ η ορμή του πανικού είχε κοπάσει, κάποιος γέρος Τούρκος, πολύ γέρος – θάταν ίσως 90 χρονών –με κάτασπρα μαλλιά και γένεια επροχώρησε προς τον νεκρόν μάρτυρα, κρατών ένα μεγάλο μαχαίρι της κουζίνας στα χέρια του και ατενίζων τον φονέα στρατιώτην με ικετευτικά βλέμματα, ωσάν να έπρόκειτο να εκλιπαρήση μιαν πελώριαν χάριν του είπε:

      • Αμάν εφένδημ, ριτζά εντεργά μπιρ παρτσά αλατζάγημ, τσοτζούκ ιτσού! (Σε παρακαλώ, κύριε, να πάρω ένα κομμάτι κι εγώ για το καλό των παιδιών μου;).

      Ο στρατιώτης ύψωσε τους ώμους του και ο γέρος αρπάζων με το ένα χέρι το άκρον του αυτιού του Δεσπότη, το έκοψε με μια μαχαιριά και έφυγεν ενθουσιασμένος, τραυλίζων λέξεις χαράς και ευχαριστίας διότι είχε κατορθώσει να γίνη κύριος ενός τοιούτου «φυλακτού».

      Εν διαστήματι ολίγων δευτερολέπτων, δέκα, είκοσι, τριάντα άλλοι τούρκοι και χανούμισσες, πάσης τάξεως και ηλικίας, ώρμησαν προς τον Μάρτυρα μα διάφοαρα κοφτερά όργανα στα χέρια και καθένας από αυτούς έκοβε και ένα κομμάτι ψαχνό ή ένα κομμάτι ράσσο ή λίγο  ρούχο από τα φορέματά του και έφευγεν αλαλάζων από χαράν και ικανοποίησιν.

      Χέρια, πόδια, δάκτυλα, μύτη, κεφάλι, τα πάντα ολίγον κατ΄ ολίγον εκόβοντο, ηρπάζοντο, εξηφανίζοντο και οι αξιούμενοι ενός οιουδήποτε τεμαχίου έφευγον με την λαχτάραν ότι είχαν πάρει ένα κειμήλιον  δυσεύρετον και ανεκτίμητον για το καλό του σπιτιού των. Τέτοια λύσσα, τέτοια μανία, τέτοια βαρβαρότης είναι ακατανόητος και ανεξήγητος.

      IEROS NAOS AGIOY XRYSOSTOMOY DRAMAS1

      Η ΔΙΑΠΟΜΠΕΥΣΙΣ

      Εγώ δεν αντέχον να βλέπω το ευτελές και ανόσιον πετσόκομμα του Δεσπότη. Έκλεισα τα μάτια μου, έστρεψα άλλού το πρόσωπόν μου και απεμακρύνθην αρκετά βήματα προς τον κατηφορικόν δρομάκον που έφερνεν εις τας χαμηλοτέρας τουρκικά συνοικίας και την Εβρεακήν.

      Αλλ΄έως ότου φθάσω εις την αρχήν του δρομάκου, τίποτε πλέον δεν είχε μείνει από το άγιον σώμα του μάρτυρος Χρυσοστόμου.

      Ο χαμάλης με το σιδερένιο γάντζο είχα καρφώσει το κεφάλι από το μάτι και το σήκωνε ψηλά, ενώ αι ύσταται σταγόνες του αίματος έσταζαν εις τα πέριξ.

      Ένας άλλος τούρκος με αθλητικόν παράστημα, τρομακτικήν φυσιογνωμίαν και αρειμάνιον μουστάκι, που, όπως έμαθα αργότερα, είχε διατελέσει «κομισσάρης» ( Διευθυντής αστυνομικού τμήματος) στο Σαμάν-Ισκελεσή, ησχολείτο εις το δέσιμον ενός τμήματος του σώματος του Δεσπότη, επί του οποίου είχεν απομείνη ακόμη ένα κομμάτι ράσσο, με την πρόθεσιν να το διαπομπέυση δια των οδών της πόλεως.

      Αυτό ήταν το μαρτυρικόν τέλος του Χρυσοστ΄πομου.

      Η αφήγησις του Οσμάν-Φεϊζή τελειώνει εδώ. Αλλ΄όπως ηδυνήθην να μάθω και από άλλας πηγάς, Λεβαντίνων και Εβραίων ταξειδιωτών, εκ Σμλυρνης, το ίδιο βράδυ της αποφράδος εκείνης Κυριακής 27 Αυγούστου 1922, ο πρώην κομισσάρης του Σαμάν – Ισκελεσή, επί κεφαλής ενός ομίλου κορυβαντιώντων δημίων έσυρε το ιερόν λείψανον από τον δρόμον του Βουρνόβα προς το Δαραγάτς, επιστρέφων από μάιν μακράν πορείαν ανοσίου διαπομπεύσεως. Αλλ΄ από το ιερόν λείψανον δεν έμενον πλέον ειμή δύο κόκκαλα και ένα μικρόν κομμάτι ράσσου.

      Σ.  ΚΟΥΚΟΥΤΣΑΚΗΣ

       * Το αφιέρωμά μας στο μαρτυρικό θάνατο του Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρα Χρυσοστόμου Δράμας – Σμύρνης έγινε στη μνήμη του που τιμάται κάθε χρόνο την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Στη Δράμα για να τιμήσουμε τον Άγιο Χρυσόστομο ανεγέρθη Ιερός Ναός του Αγίου, τα θυρανοίξια του οποίου ετελέσθησαν στις 9 Σεπτεμβρίου 2006, κατόπιν μεγάλης προσπάθειας που κατέβαλε ο Αρχιμανδρίτης πατέρας Γεράσιμος.