Ο νικητής ηττημένος
Γράφει ο Δημήτρης Μαυρόπουλος
Ανατέμνοντας τη νίκη ή την ήττα, διαπιστώνει κανείς ότι, μόνον στη συνεργασία, δεν υπεισέρχεται τέτοιο ζήτημα.
Φαίνεται, ότι στη συνεργασία τα χρησιμοποιούμενα μέσα τείνουν να εναρμονιστούν, σχεδόν να ταυτιστούν με τους σκοπούς ή καλύτερα, για να επιτευχθούν οι αγαθοί στόχοι δεσμεύουν τα άγια μέσα.
Αναμφίβολα, αργά ή γρήγορα, άμεσα ή έμμεσα, σκόπιμα ή αυθόρμητα, το πρόβλημα της νίκης ή της ήττας θα τεθεί, όταν ο εσωτερικός κύκλος της δράσης των υποκειμένων θα «αγγίξει» τον εξωτερικό κύκλο δράσης άλλων δρώντων προσώπων.
Όμως, κατεξοχήν, το θέμα της νίκης ή της ήττας συναντάται στα περιβάλλοντα που είναι συναγωνιστικά ή και ανταγωνιστικά.
Τα πρώτα, τα συναγωνιστικά περιβάλλοντα, προβλέπουν και θεσπίζουν κανόνες, όπου η συνέχεια να είναι ελεγχόμενη, απρόσκοπτη, συνεκτική.
Οι μεταρρυθμίσεις, κατά κύριο λόγο, είναι συστατικό στοιχείο αυτών των περιβαλλόντων.
Ως παιδαγωγικό μέσο και σκοπός καλλιεργείται η άμιλλα.
Τα παιδιά των Σπαρτιατών θα διακηρύσσουν δημόσια, στο χορό, εις ευήκοον όλων, όταν οι γεροντότεροι θα υπερηφανεύονται για το παρελθόν, «Ήμασταν κι εμείς κάποτε γενναίοι», οι νέοι για το νυν καιρό, «Εμείς είμαστε τώρα γενναία παλικάρια, κι αν έχεις τη δύναμη τόλμησε», το χρέος τους, «Εμείς θα γίνουμε μια μέρα πολύ καλύτεροι από εσάς».
Μα και ο Αλέξανδρος ο Μέγας, θα στεναχωριέται μαθαίνοντας τις απανωτές νίκες του πατέρα του Φιλίππου, οπότε θα λέει: «Φίλοι μου, ο πατέρας μου δε θ’ αφήσει τίποτα σπουδαίο, τίποτα μεγάλο να το κάμω εγώ…».
Φαίνεται, ότι οι Αρχαίοι θεμελίωναν την πόλη, δηλαδή την κοινότητα των συμφερόντων και ενδιαφερόντων τους, στην ελευθερία, η οποία όμως, ελευθερία, προϋπέθετε, ότι οι πολίτες, με ιδανικά επανδρωμένοι, θα την προστάτευαν αμιλλώμενοι: «Τήν τών δήμων ελευθερίαν ή τών αγαθών ανδρών άμιλλα φυλάττει».
Βέβαια, η κακομεταχείριση της άμιλλας στα αρχαία χρόνια ονειδιζόταν κατά το ρηθέν: «εν αμίλλαις πονηραίς αθλιώτερος ο νικήσας».
Παραπέρα, στη γειτονική ομόδοξη Σερβία, το ζήτημα της άμιλλας θα εκφραστεί από τον Κράλιεβιτς(Πρίγκιπα) Μάρκο, υπαρκτό μεσαιωνικό ιστορικό πρόσωπο, σε μια λαϊκή διήγηση: «Είπαν στον Κράλιεβιτς Μάρκο: – «Τι θα κάνει αν βρει κάποιον δυνατότερο από τον ίδιο;». Κι εκείνος απάντησε: – «Θα γίνω δυνατότερος απ΄ αυτόν!»».
Τα δεύτερα, λοιπόν, τα ανταγωνιστικά περιβάλλοντα οδηγούν στην ασυνέχεια, όπου κυριαρχεί η ασυδοσία, το ανεξέλεγκτο, το απρόβλεπτο.
Οι επαναστάσεις και οι εμφύλιοι πόλεμοι, κατά μείζονα λόγο, είναι συστατικό στοιχείο αυτών των περιβαλλόντων.
Γενικότερα, τη νίκη ή την ήττα θα τη συναντήσουμε, πέρα από οποιαδήποτε αξιολογική ή χρονολογική σειρά, είτε στο πεδίο της τιμής, στο πεδίο της μάχης, είτε στον κοινωνικό στίβο, είτε στο επιστημονικό πεδίο, είτε, τέλος, στο παιχνίδι, συμβολικό, π. χ. σκάκι, ή πραγματικό, παιδικό παιχνίδι.
Μολονότι, στο ανταγωνιστικό περιβάλλον δύναται να εκφραστεί, εν τέλει, είτε ο ηρωισμός, αρχαία κληρονομιά, είτε ο ιπποτισμός, μεσαιωνική παρακαταθήκη, δηλαδή αμφότερες αξίες εξοβελισμένες από την μισερή, μικρόψυχη νεοτερικότητα.
Εννοείται, ότι το αδιέξοδο του συνεργατικού περιβάλλοντος, μπορεί να «κενωθεί» μόνον με την παρεμβολή, ηθελημένη ή ακούσια, του συναγωνιστικού ή ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, για να επέλθει και πάλι η κανονικότητα και η ευταξία.
Σίγουρα, υπάρχουν νίκες που προηγούνται της επικείμενης, τελεσίδικης ήττας, όταν ή έχεις εξαντλήσει τις δυνάμεις σου ή δεν ξέρεις πώς να εκμεταλλευτείς την πρωτιά σου, τη νίκη σου, εξού και «πύρρειος νίκη» τούτη αποκαλείται, από τον περιφανή βασιλιά της Ηπείρου.
Τέτοιου είδους νίκη, δηλαδή «πύρρειος», ήταν οι πολύνεκρες απωθήσεις των Τούρκων του Κεμάλ, που κατήγαγε ο ελληνικός στρατός το θέρος του 1921 στο μικρασιατικό μέτωπο, παρουσία του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Άλλοτε, πραγματοποιημένες, ιστορικές ήττες, εγράφησαν ως νίκες στο συλλογικό εθνικό υποσυνείδητο και αποτέλεσαν μέτρο, όριο, ζύγι ηθικής στάσης, ιερή κιβωτός για τους μεταγενέστερους.
Τέτοια υπήρξε η θυσία των 300 Σπαρτιατών και των 700 Θεσπιέων στις Θερμοπύλες το 480 π. Χ., η πλέον ένδοξη ήττα.
Σε αυτούς, τους ευκλεείς νεκρούς, είναι αφιερωμένοι οι στίχοι του Καβάφη:
«Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει / όταν προβλέπουν(και πολλοί προβλέπουν) / πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, / κ(ι)’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε».
Μάλιστα, ο Συκουτρής διακρίνοντας την επιτυχία από τη νίκη, θα ισχυριστεί ότι η πρώτη, η επιτυχία, είναι αφενός μετρήσιμη και αφετέρου εξωτερική.
Εν αντιθέσει, συνεχίζει, η νίκη, μπορεί να εκπορευτεί από την ήττα, η οποία ναι μεν χαρακτηρίζεται από την αποτυχία επίτευξης του αντικειμενικού στόχου, στην περίπτωση των Θερμοπυλών ήταν η απόκρουση του περσικού στρατού, επικεφαλής του οποίου ήταν «ο μεγάλος Βασιλιάς», ο Ξέρξης.
Κατανοεί, λοιπόν, κανείς ότι η ήττα δεν προέρχεται μόνον από λάθη ή από προδοσία ή δειλία, αλλά και από αντικειμενικά αίτια, επί παραδείγματι, από πολυπληθή και υπερδύναμο αντίπαλο.
Επί του προκειμένου, προβαίνοντας σε ένα τολμηρό παραλληλισμό, αν συνδέσεις τον θάνατο με τη σπορά και τη ζωή με τον θερισμό, τότε κατανοείς τη βαρύτητα και σημαντικότητα της ήττας.
Η ήττα μπορεί να διδάξει, να διαφωτίσει, να εκπαιδεύσει, εφόσον ο ηττημένος υιοθετήσει τη ρήση «Ο διδάσκων δις διδάσκεται», οπότε προβεί σε ενδελεχή και αμείλικτη ανασκόπηση τού τι έπραξε και τού τι μέλλει, οφείλει συστηματικά και μεθοδικά να πράξει.
Γενικότερα, αν μεταφέρεις την υπόθεση της νίκης ή ήττας στην τρέχουσα πολιτική και δη την επομένη των οποιοδήποτε εκλογών, όπου «finito la musica, passato la festa», εθνικών, ευρωεκλογών, δημοτικών, κοινοτικών ή δημοψηφίσματος, τότε η νίκη δεσμεύει τον φορέα της, επιστρατεύει ψυχικές και νοητικές δυνάμεις, επιφέρει ευθύνες, βιάζει το χρόνο, αυτός μετράει αντίστροφα.
Αντίθετα, η ήττα «απελευθερώνει» το υποκείμενο, ανατέμνει τις δυνάμεις, πιστώνει το χρόνο, αυτός κινείται κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού.
Ειδικότερα, ο ηττημένος μεταβιβάζει τα προβλήματα, ενώ ο νικητής καλείται να τα επιλύσει, είτε επιστρατεύοντας την υπομονή είτε την αποφασιστικότητα, κατά το παράδειγμα του «γόρδιου δεσμού».
Ο νικητής συστρατεύεται με βάση την ελευθερία, αφού επωμίζεται ευθύνες.
Συνάμα, πέρα από το κέρδος της εντολής, έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, επωμίζεται τη ζημία των συμπαρομαρτούντων της ήττας του αντιπάλου.
Αντιθέτως, ο ηττημένος, που έχει ήδη απεμπολήσει την ευθύνη, κάποτε αυτό τον οδηγεί στη ανευθυνότητα και στον κακώς νοούμενο «λαϊκισμό», καθοδηγείται από την ανάγκη.
Ταυτοχρόνως, όμως, μπορεί να προβεί σε σχέδια, να κάνει όνειρα, να δει το πεδίο εξ υπαρχής, το μέλλον τού προσφέρεται ως ένα αναπεπταμένο πεδίο.
Ωστόσο, ενδέχεται να αντιμετωπίσει πρόβλημα αμφισβήτησης, οπότε αυτομάτως τίθεται ζήτημα διαδοχής, αντικατάστασης, ώστε να υπάρξει συνέχεια κι όχι διάσπαση.
Η ήττα μοιραία επιφέρει κλονισμό στην ικανότητα της ηγεσίας και υποβιβασμό του οράματος.
Συνάμα, μετατρέπει την εύλογη φιλοδοξία των διαδόχων και επιγόνων σε κενοδοξία των μανδαρίνων και ματαιοδοξία των σφετεριστών.
Ο νικητής λογοδοτεί στην ρέουσα πραγματικότητα, ο ηττημένος στην Ιστορία.
Βέβαια, δηλώνεται επανειλημμένα, κυρίως στις κομπορρημονούσες, προπαγανδιστικές και αυτοδιαφημιζόμενες δυτικές δημοκρατίες, ότι ο μεν νικητής κυβερνάει, ο δε ηττημένος ελέγχει.
Τούτο, συμβαίνει στις υγιείς κοινωνίες κι όχι στις παρηκμασμένες, στα αυτόφωτα κράτη κι όχι στα ετερόφωτα.
Οπότε, βάσιμη είναι η υποψία, ότι ούτε το ένα συμβαίνει ούτε το άλλο, αφενός διότι ένας τρίτος, στη χειρότερη περίπτωση ένας ξένος έμμεσα διοικεί, π. χ. μέσω του νομίσματος, των «οδηγιών», των «κανονισμών», των «μνημονίων», κ. ο. κ., στην καλύτερη περίπτωση ο ίδιος ο λαός ανεξέλεγκτα ποδηγετεί.
Ψηφοφόροι και υποψήφιοι είναι ηθοποιοί ενός κακόγουστου θεατρικού έργου, στο οποίο η δράση εκτυλίσσεται, όχι στη σκηνή αλλά στο παρασκήνιο και στο καμαρίνι, ενώ ο υποβολέας είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής.
Και η λύτρωση αναβάλλεται επ’ αόριστον.
Πώς; Αφού, ο λαός, διαπιστώνει, ότι το άρχον πολιτικό σύστημα λειτουργεί ως κατεστημένο, δηλαδή είναι ασυνεπές, ξενόδουλο, εναλλάσσεται ανερυθρίαστα στην εξουσία, εκπορνεύει το πιστεύω του, αθετεί την ιδεολογία του, γέμει χυδαίου συμφέροντος, τότε λειτουργεί κι αυτός σαν τον «φούρνο του Ναστραντίν Χότζα», δεν έχει προσανατολισμό, αξίες, πιστεύω, ιδεολογία.
Τέλος, η ήττα, φυσικά όπως και η νίκη, κατέχει περιλάλητη θέση, εκεί όπου οι αξίες δεν είναι απεικάσματα, πλάσματα της φαντασίας, χλεύη ουτιδανών και, συνάμα, οι αναδυόμενες ανάγκες θεραπεύονται γνήσια και αυθεντικά.