Ο πρώην φίλος μου Μανόλης Χ.
Του Ευάγγελου Χ. Μαρινόπουλου
Από τα παιδιά τής παιδικής μου ηλικίας τα περισσότερα τα έχω ξεχάσει. Θυμάμαι βέβαια εκείνα που είχαν εξαιρετικά προσόντα σε διάφορους τομείς δραστηριότητας και ανυπόκριτη καλοσύνη. Ανέκαθεν το σπάνιο πνεύμα, η σεμνότητα και η παροχή χωρίς προσδοκία αντιπαροχής μού προκαλούσε θαυμασμό. Τα παιδιά με αυτά τα γνωρίσματα τα έχω ακόμα μέσα στην καρδιά μου και σήμερα που είναι γέροι. Όταν τους βλέπω τυχαία στο δρόμο, τους φωνάζω από μακριά, για να τους κεράσω καφέ και κυρίως για να αισθανθώ εκείνη την φιλική αύρα που εκπέμπει η παρουσία τους.
Δυστυχώς οι άνθρωποι αυτοί είναι λίγοι. Οι περισσότεροι προσπαθούν να ωφεληθούν και όχι να ωφελήσουν. Και όταν δίνουν κάτι, περιμένουν να πάρουν το διπλάσιο ή πολλαπλάσιο. Δεν τους κακίζω, διότι είναι στην φύση τής πλειονότητας των ανθρώπων η ωφελιμιστική διάθεση για το άτομό τους.
Υπάρχουν όμως και οι άλλοι που θέλουν να παίρνουν απ’ όλους, από τους γνωστούς, τους φίλους, την κοινωνία, το κράτος και να μη δίνουν ποτέ ούτε τα ψίχουλά τους. Αυτοί οι άνθρωποι είναι συνήθως πολύ φίλαυτοι, παθολογικά φιλόδοξοι, φιλοχρήματοι και υποκριτές. Αγαπούν μόνο τον εαυτούλη τους και κανέναν άλλον. Σ’ όλη την ζωή τους θεσιθηρούν, για να απολαμβάνουν υψηλό μισθό χωρίς παραγωγική εργασία.
Ένα από τα παιδιά τής εποχής εκείνης ήταν ο συμμαθητής μου ο Μανόλης Χ, ο οποίος όταν μεγάλωσε εξελίχθηκε σε μεγάλον απατεώνα. Ο Μανόλης ήταν αποφασισμένος να σταδιοδρομήσει σε δημόσια θέση με υψηλό μισθό ή ως εκλεγμένος άρχοντας του τόπου. Και τα κατάφερε. Δεν είχε σοφία ούτε πλατειά μόρφωση, είχε όμως άλλα προσόντα, που τον έκαναν αρεστό στον λαό. Ήταν πάντα χαμογελαστός, υποσχόταν σε όλους ό,τι του ζητούσαν, έλεγε συνεχώς ψέματα χωρίς κανένα δισταγμό. Και, ω του θαύματος, χάρη στα ψέματα και τις υποσχέσεις, την υποκρισία και την διπροσωπία, κατόρθωσε να καθίσει στον θώκο τής εξουσίας πάνω από είκοσι χρόνια και να εισπράξει χρήμα για όλη την ζωή του.
Ήρθε όμως ο καιρός που όλοι κατάλαβαν ότι ο εκλεκτός τους ήταν ένας πονηρός και αδίστακτος απατεώνας, που νοιαζόταν μόνο για το τομάρι του. Για τον Μανόλη δεν υπήρχαν εχθροί, φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι· τού ήταν όλοι αδιάφοροι. Όταν τους μιλούσε όμως, το στόμα του έσταζε μέλι. Ο λαός αργεί να καταλάβει τους απατεώνες, όταν τους καταλάβει όμως δεν καταδέχεται ούτε να τους φτύσει.
Σήμερα ο άνθρωπος αυτός (ο Μανόλης Χ.), ο «θρήσκος», ο γλυκομίλητος, ο λαοπρόβλητος, κυκλοφορεί στους δρόμους και κανείς δεν του λέει «καλημέρα». Και προφανώς δεν μετάνοιωσε για την υποκρισία του, τα ψέματα και την εξαπάτηση του λαού, διότι τώρα που έχασε τον θώκο, άρχισε να κατηγορεί τους άλλους θεσιθήρες για ανεπάρκεια και ελαττώματα που έχει ο ίδιος. Ίσως πιστεύει ότι ο κόσμος ξέχασε και μπορεί να ξαναγελαστεί με τα τεχνάσματά του. Η παθολογική φιλοδοξία του τον ωθεί σε νέους αγώνες για την κατάκτηση της εξουσίας, του μαλακού και … προσοδοφόρου θώκου.
Ο Μένανδρος μάλλον είχε δίκαιο: «Φύσιν πονηράν μεταβαλείν ου ράδιον».