Ο ρόλος
του Διδασκάλου
Βασίλης Τσιάντος
Καθηγητής Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος
Πρόεδρος Δ.Ε. Παραρτήματος Καβάλας Ε.Μ.Ε.
Όντας «διδάσκαλος» για τέσσερις δεκαετίες πολλές φορές αναρωτήθηκα ποιος είναι ο ρόλος του διδασκάλου. Έτσι, αποφάσισα να γράψω μερικές σκέψεις με βάση την εμπειρία των σαράντα ετών διδασκαλίας, παίρνοντας έναυσμα και από την πρόσφατη ανάγνωση του «Σιντάρτα», έργου του Χέρμαν Έσσε (1877-1962).
Ο Σιντάρτα, ένας νεαρός βραχμάνος, διψασμένος για γνώση δεν έμεινε στις διδαχές του πατέρα του και των άλλων σοφών βραχμάνων. Το μικρόβιο της αναζήτησης της γνώσης είχε μπει για τα καλά στο πετσί του και άρχισε να δυσαρεστείται από τη ζωή του. Θεωρούσε πλέον ότι ο πατέρας του και οι άλλοι σοφοί βραχμάνοι δεν είχαν κάτι άλλο να του δώσουν με αποτέλεσμα να μην αισθάνεται ηρεμία μέσα του. Γιατί χρειαζόταν οι θυσίες που έκαναν; Ήταν ο Πραγαπάτι ο δημιουργός του κόσμου; Δεν ήταν ο Άτμαν; Πού κατοικούσε ο Άτμαν; Πού βρισκόταν το Εγώ; Τα ερωτήματα που είχε ήταν πολλά και εκείνοι δεν μπορούσαν να τα απαντήσουν. Ούτε και να τον βοηθήσουν να τα διερευνήσει μόνος του. Έτσι, αναζήτησε άλλο δρόμο, μαζί με τον φίλο του Γκοβίντα. Πήγε στους σοφούς σαμάνους, τους ασκητές. Εξασκήθηκε περισσότερο στην νηστεία, βελτιώθηκε στην υπομονή, καλλιέργησε την σκέψη του. Κάθε φορά που πήγαινε σε μία πολιτεία έβλεπε ότι «όλα ήταν ψεύτικα, όλα βρωμούσαν, βρωμούσαν όλο ψευτιά, ήταν όλα πλάνες των αισθήσεων, της ευτυχίας και της ομορφιάς, καταδικασμένα όλα στην φθορά. Πικρή ήταν η γεύση του κόσμου. Η ζωή ήταν οδύνη.». Η ζωή ήταν οδύνη! Πολύ Σοπενχαουερική και Νιτσεϊκή αντίληψη της ζωής, που πηγαίνει πίσω στους Στωικούς και τον Σωκράτη («Φαίδων»). Το διάστημα που έμεινε με τους σαμάνους έμαθε πάρα πολλά. Έμαθε να ακολουθεί δρόμους μακριά από το Εγώ. Παρ’ όλα αυτά ξαναγυρνούσε στο Εγώ. Πολύτιμες οι διδαχές των σαμάνων, αλλά ο ποτισμένος με το νερό της αναζήτησης Σιντάρτα δεν έμενε ικανοποιημένος. Αναζητούσε τον «δρόμο των δρόμων»! Τον βρίσκουμε ποτέ πλήρως; Είχε παραμείνει γεμάτος ερωτήματα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να μάθει ότι δεν μπορεί να μάθει τίποτε! Αισθανόταν «κούραση και δυσπιστία για τους δασκάλους και τις διδαχές» τους. Είχε ελάχιστη πίστη στα λόγια που ερχόταν από δασκάλους! Η επιθυμία του για μάθηση δεν τον είχε εγκαταλείψει. Την θεωρούσε χειρότερο εχθρό από την γνώση. Έτσι, στη συνέχεια, αποφάσισε, μαζί με τον παιδικό του φίλο Γκοβίντα, να βρουν τον Τέλειο, τον Βούδα. Άφησαν τους σαμάνους και έτρεξαν στον σεβάσμιο. Πήγαν να ακούσουν «από το στόμα του τη διδαχή». Ο Γκοτάμα, ο Φωτισμένος, τους δέχθηκε. «Ο Γκοτάμα δίδασκε τη διδαχή του πόνου». «Ο Φωτισμένος … δίδασκε τις τέσσερις αρχές, δίδασκε τα οκτώ παρακλάδια του μονοπατιού, ακολουθούσε το συνηθισμένο δρόμο της διδασκαλίας». Συνηθισμένος δρόμος διδασκαλίας! Με τον τρόπο αυτό συνεχίστηκε η «πορεία» τους. Με τον «συνηθισμένο τρόπο διδασκαλίας». Όσπου ο Σιντάρτα αποφάσισε να φύγει από τον Τέλειο και να αναζητήσει αλλού την λύτρωση. Η συνομιλία του Σιντάρτα με τον Βούδα είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Ζητάει ο Σιντάρτα από τον Βούδα να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο, όχι των διδαχών, αλλά της σκέψης, της συγκέντρωσης, της γνώσης, της φώτισης. Τον δρόμο που δεν διδάσκεται, αλλά αποκαλύπτεται «εξαίφνης», βιωματικά. «Κανείς δεν μπορεί να βρει τη λύτρωση με διδαχές». Κλείνοντας την συζήτηση ο Βούδας του λέει «είσαι έξυπνος σαμάνε», «ξέρεις να μιλάς έξυπνα, φίλε μου. Φυλάξου όμως από τη μεγάλη εξυπνάδα!» Πόσο σοφός αποδείχτηκε ο Βούδας, γιατί ο Σιντάρτα τα εγκατέλειψε όλα και γύρισε σε αυτό που θεωρούσε πριν ψέμα. Γύρισε στην ζωή των κοινών ανθρώπων, την ζωή που περιφρονύσε.
Η συνέχεια είναι πολύ συναρπαστική και διδακτική. Ο Σιντάρτα ζει όσα δεν είχε ζήσει από μικρός. Ζει όσα ζει ένας κοινός θνητός. Στο τέλος, όμως εγκαταλείπει και αυτή την ζωή και επιστρέφει στην μοναξιά και την αναζήτηση της ενότητας με το θείο. Ο Σιντάρτα μαθαίνει να ακούει, και κυρίως τον εαυτό του. «Άκουγε» τον κύκλο της φύσης, την «μουσική της ζωής». «Άκουγε» το «Όλον», «την ενότητα». Κατέληξε ο Σιντάρτα ότι «η σοφία δεν μεταδίδεται. Η σοφία που προσπαθεί να μεταδώσει ο σοφός ηχεί πάντα σαν τρέλα».
Αν σταθούμε για λίγο στο ινδικό αυτό παραμύθι του Χέρμαν Έσσε θα διαπιστώσουμε την αντιπαράθεση της κλασσικής, παραδοσιακής διδασκαλίας τους ενός με πιο βιωματικές τεχνικές μάθησης. Οι διδαχές από φωτισμένους διδασκάλους δεν σημαίνουν τίποτε αν δεν γίνουν βίωμα. Μήπως όλο αυτό θυμίζει Σωκράτη; Πώς μπορεί να «διδάξει» ακόμη και ο πιο διαβασμένος επιστήμονας όταν το επιστημονικό υλικό είναι άπειρο; Αναφέραμε αλλού ότι οι βιβλιοθήκες του Χάρβαρντ έχουν περίπου 17 εκατομμύρια τόμους. Εμείς μπορούμε να διαβάσουμε στην ζωή μας το πολύ είκοσι χιλιάδες τόμους. Ο συνηθισμένος άνθρωπος διαβάζει τρεις με τέσσερις χιλιάδες τόμους. Άρα, καταλήγουμε ότι είναι αδύνατη η διδαχή. Τί μπορεί να κάνει, όμως, ένας διδάσκαλος; Ποιος είναι ο ρόλος του; Είναι η τεχνική «jug–mag» ή η «banking theory» η ιδανική διδακτική τεχνική/θεωρία; Ή μήπως ο ρόλος του είναι να οδηγήσει τον «μαθητή» στον δρόμο των δρόμων;