Ο ζωγράφος και γλύπτης με διεθνή φήμη
που δημιουργεί στην Προσοτσάνη Δράμας
Οδυσσέας Τοσουνίδης: «H τέχνη μας αφυπνίζει και μας
υπενθυμίζει ότι υπάρχει ομορφιά στον κόσμο πέρα από τα προσωπικά αδιέξοδα»
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ Τοσουνίδης, είναι ζωγράφος και γλύπτης με διεθνή φήμη και ζει και δημιουργεί στην Προσοτσάνη Δράμας. Αν και νεότατος στην ηλικία, παρ’ όλα αυτά έχει ένα αρκετά μεγάλο βιογραφικό, τόσο από τις απαραίτητες σπουδές στον χώρο των Καλών Τεχνών, όσο και από έργα που έχει δημιουργήσει και τα οποία βρίσκονται τόσο στην Ελλάδα όσο και σε πολλές χώρες του κόσμου.
Ο Οδυσσέας Τοσουνίδης γεννήθηκε το 1983 στην Τιφλίδα της Γεωργίας. Σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών Πανόρμου Τήνου και συνέχισε τις σπουδές του στην Εθνική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Γεωργίας, όπου έπειτα ολοκλήρωσε
μεταπτυχιακό στη γλυπτική. Συμμετείχε σε διεθνή συμπόσια γλυπτικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό και σε περισσότερες από 15 ομαδικές εκθέσεις. Μέχρι στιγμής μετρά 3 ατομικές εκθέσεις. Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών της Γεωργίας.
Έργα του βρίσκονται σε διάφορες χώρες όπως Ελλάδα, Κύπρος, Ιράν, Τουρκία, Εσθονία, Πορτογαλία, Τσεχία, Ιταλία, Ρουμανία. Έργα του υπάρχουν σε ιδρύματα και ιδιωτικές συλλογές.
Έχει καταλάβει δύο φορές την πρώτη θέση σε συμπόσια γλυπτικής. Μία φορά, στο διεθνές συμπόσιο γλυπτικής στο Καζακστάν και άλλη μία στην Εσθονία.
Ζει και εργάζεται στην Προσοτσάνη Δράμας.
Ο Οδυσσέας Τοσουνίδης, μίλησε για το έργο του στο ηλεκτρονικό περιοδικό «σινιάλο» και στη δημοσιογράφο Villy Calliga. Και όπως μεταξύ άλλων λέει «η τέχνη απαιτεί απομόνωση, τουλάχιστον κάποιες περιόδους της ζωής ενός καλλιτέχνη. Μία τέτοια περίοδο διανύω τώρα. Είναι σημαντικό για εμένα να δουλεύω στο εργαστήριό μου, ενώ παράλληλα αντικρίζω μπροστά μου, από τη μία, τη θέα του χιονισμένου Φαλακρού και το Μενοίκιο, και από την άλλη, το όρος Παγγαίο. Είμαι ένας άνθρωπος δεμένος με τη φύση και οι ήχοι της με βοηθούν να σκέφτομαι. Η φύση παίζει πρωταρχικό ρόλο στη συγκρότησή μου και με καθοδηγεί στα ανεξερεύνητα σκοτεινά είναι μου. Η Δράμα είναι μία μικρή, όμορφη πόλη και μου προσφέρει όσα ερεθίσματα χρειάζομαι για την έκφραση της δημιουργικότητάς μου».
Ο «Πρωινός Τύπος», επειδή πιστεύει ότι η συνέντευξη αυτή αξίζει να διαβαστεί, ζήτησε από τον ίδιο τον καλλιτέχνη να την αναδημοσιεύσει, ενώ η σχετική άδεια δόθηκε και από το «σινιάλο» και τη δημοσιογράφο Villy Calliga. Και αξίζει πραγματικά να διαβάσετε τα παρακάτω αποσπάσματα.
Η συνέντευξη
Στην Αρχαία Ελλάδα, τέχνη και τεχνική ήταν έννοιες ταυτόσημες, ο καλλιτέχνης αποκαλείτο τεχνίτης. Όσο κι αν αυτές οι έννοιες διαχωρίστηκαν εξακολουθούν να έχουν κοινό τόπο;
«Καλλιτέχνης είναι αυτός ο οποίος δημιουργεί ή αναπαράγει έργα, με τα οποία ο αποδέκτης βιώνει μια ουσιώδη συναισθηματική ή πνευματική εμπειρία.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση ενός έργου τέχνης αποτελεί η χρήση κάποιας τεχνικής. Η τεχνική, δηλαδή, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της τέχνης, χωρίς όμως αυτό να την ανάγει αυτόματα και αυτόνομα σε τέχνη. Επομένως, η τέχνη χρειάζεται τεχνική αλλά η τεχνική δεν είναι απαραίτητα και τέχνη».
Είσαι ζωγράφος και γλύπτης. Πιστεύεις ότι η τέχνη, σε οποιαδήποτε μορφή της, μπορεί να μετατρέψει ένα ζωντανό σώμα σε αντικείμενο και ένα αφηρημένο αντικείμενο σε ένα ολοζώντανο σώμα;
«Χρησιμοποιώ ένα ζωντανό μοντέλο ή μία ιδέα ως πηγή έμπνευσης. Όταν ξεκινάω τη διαδικασία παραγωγής ενός έργου, δουλεύω έχοντας στο μυαλό μου μόνο τη δημιουργία. Ως καλλιτέχνης, βέβαια, έχω την επίγνωση πως καλούμαι να
δημιουργήσω ένα έργο που θα γεννήσει συναισθήματα. Το έργο ολοκληρώνεται όταν νιώσω πως έχει «αποκτήσει πνοή» και είναι ικανό να αλληλεπιδράσει με τον θεατή. Με αυτή την έννοια, ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί ως εργαλεία, ζωντανά σώματα και αφηρημένα αντικείμενα και με την τέχνη του τα μετουσιώνει».
«Είναι σημαντικό για εμένα να δουλεύω στο εργαστήριό μου, ενώ παράλληλα αντικρίζω μπροστά μου, από τη μία, τη θέα του χιονισμένου Φαλακρού και το Μενοίκιο, και από την άλλη, το όρος Παγγαίο»
Ας μιλήσουμε για την γλυπτική. Κάθε υλικό έχει διαφορετικές εκφραστικές δυνατότητες. Εσένα τι σε οδήγησε στα υλικά σου;
«Κάθε υλικό έχει διαφορετικές δυνατότητες. Προσωπικά, με μάγεψε το μάρμαρο, ενώ άλλα βασικά υλικά που χρησιμοποιώ είναι το μέταλλο και το ξύλο. Για να μιλήσω για το μάρμαρο, μου αρέσει ο όγκος του, η δύναμη του. Είναι ένα υλικό βαρύ, στιβαρό, με δυναμική και δουλεύοντάς το μου μεταδίδει την ενέργειά του. Μου αρέσει ο τρόπος που περνάει ο χρόνος από πάνω του.
Ως γλύπτης, είναι απαραίτητο να αναγνωρίζω ποιο υλικό πρέπει να χρησιμοποιήσω έτσι ώστε μια ιδέα να γίνει γλυπτό. Η γλυπτική είναι φως. Είναι κομμάτι μου και υπάρχει πάντα δίπλα μου και μέσα μου».
Πώς θα χαρακτήριζες το ύφος των έργων σου; Τόσο στη ζωγραφική όσο και στη γλυπτική. Με το πέρασμα του χρόνου έχει αλλάξει η τεχνική και η θεματογραφία σου;
«Η θεματογραφία στα έργα μου παραμένει σταθερή. Ασχολούμαι με τη γέννηση και τον θάνατο, την ελευθερία και την ύπαρξη. Έννοιες συμπληρωματικές και αλληλένδετες. Όσο περνάει ο καιρός, νιώθω το έργο μου, σαν «παιδί μου», να
«αναπτύσσεται», οπότε σαφώς αλλάζει η προσέγγιση μου σ’ αυτό. Τα έργα μου έχουν δωρικό ύφος, αφαιρώ όλο και περισσότερο ό,τι θεωρώ περιττό, υιοθετώντας τη λιτότητα ως εργαλείο».
Γλυπτά σου βρίσκονται σε δημόσιους χώρους στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στο Καζακστάν, στη Γεωργία. Ποια είναι η λειτουργία του γλυπτού στον δημόσιο αστικό χώρο; Απευθύνεται μόνο στο μάτι ή παίρνει περιεχόμενο ως συνισταμένη μιας συλλογικής έκφρασης;
«Μεγαλύτερη σημασία έχει αυτό που ζητάμε από ένα έργο, δηλαδή το ζητούμενο της ύπαρξής του. Ένα γλυπτό σε δημόσιο χώρο μπορεί να δένει αρμονικά με το περιβάλλον, να ενσωματώνεται σε αυτό, είτε να έρχεται σε ρήξη μαζί του, έτσι ώστε
να εξυπηρετεί έναν σκοπό. Σε κάθε περίπτωση, το γλυπτό ζει και εκπέμπει μηνύματα πέρα από την εικόνα».
Δεδομένου ότι, όταν ένας καλλιτέχνης εκθέτει ένα έργο του σε δημόσιο χώρο μιλάει σε ένα μη προετοιμασμένο κοινό, θεωρείς ότι η απήχηση του έργου του μετριέται πιο “δίκαια”;
«Η δημιουργία ενός έργου προσφέρει ανακούφιση στην εσωτερική αγωνία του καλλιτέχνη, χωρίς να σκέφτεται αν έχει απήχηση σε κοινό. Αν όντως υπάρχει απήχηση, τότε ο θεατής μοιράζεται το όραμα του καλλιτέχνη, αναγνωρίζει στο έργο
κομμάτια του εαυτού του. Αυτή η ικανότητα του έργου, λοιπόν, παρέχει στον θεατή ένα είδος παρηγοριάς.
Η έκθεση ενός έργου σε δημόσιο χώρο είναι μία προσπάθεια να βγει το κοινό από την πεπατημένη και να δει τον κόσμο έξω και πέρα από τα καθημερινά προβλήματα. Η τέχνη είναι για όλους και προσφέρεται. Αυτό μπορεί να προκαλέσει κάποιο σοκ
στον θεατή, αλλά πιστεύω πως χαρακτηρίζεται ως δημιουργικό σοκ. Είναι μια αφύπνιση και μια υπενθύμιση: Υπάρχει ομορφιά στον κόσμο πέρα από τα προσωπικά αδιέξοδα».
Υπάρχουν σήμερα εμβληματικά γλυπτά στον ελληνικό δημόσιο χώρο; Και δεν αναφέρομαι σε εικαστικά έργα με ιστορική αναφορά, που έχουν σκοπό να συντηρήσουν την ιστορική μνήμη.
«Υπάρχουν, φυσικά, παραστατικά έργα στον ελλαδικό χώρο, τα οποία θα έπρεπε να αναδεικνύονται και να πολλαπλασιάζονται. Στην Ελλάδα, έχουμε αξιόλογους καλλιτέχνες, παγκοσμίου φήμης, τα έργα των οποίων θεωρώ σκόπιμο να εκτίθενται σε εξωτερικούς χώρους, όπως είσοδοι των πόλεων και πλατείες. «Δεν είναι το έργο τέχνης πολυτέλεια, αλλά επιούσιος άρτος του πνεύματος» είχε αναφέρει ο Έλληνας φιλόσοφος Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος.
Η τέχνη είναι σημαντική στη ζωή μας, αφυπνίζει το πνεύμα μας, θέτει προβληματισμούς στην καθημερινότητά μας, δονεί το εσωτερικό μας οικοδόμημα.
Βρέθηκα σε αρκετές χώρες ανά τον κόσμο, δούλεψα και άφησα τα έργα μου εκεί. Παρατηρώ, λοιπόν, τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την τέχνη σε κάθε χώρα. Για παράδειγμα, σε μία μικρή πόλη της Τσεχίας, υπάρχουν τεράστια πάρκα με σύγχρονα γλυπτά καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο, που χρονολογούνται από το 1950 μέχρι σήμερα. Είναι ένα αξιοθαύμαστο εγχείρημα και μόνο δέος μπορεί να σε καταλάβει από τη δύναμη και την ενέργεια των γλυπτών. Καμαρώνω τέτοιες πρωτοβουλίες και θα ήθελα να υπάρχουν τέτοια πάρκα και στη χώρα μου».
«Τα μεγάλα έργα, τα έργα αξίας είναι πάντα σύγχρονα κατά τον τρόπο που είναι σύγχρονη η γλυπτική και τα αρχαία δράματα» είχε πει κάποτε ο γλύπτης Ιωάννης Αβραμίδης.
«Ο καλλιτέχνης έχει μόνο ερωτήσεις. Φαίνεται ότι τις απαντήσεις τις έχουν οι θεατές, αυτό που λέμε «το κοινό». Εδώ τίθεται ως δεδομένο ότι τα κλασικά έργα δίνουν απαντήσεις στα σύγχρονα ερωτήματα. Αν ισχύει αυτό, τότε πράγματι τα έργα αξίας
είναι προορισμένα, καταδικασμένα τρόπον τινά, να απαντούν τα μεγάλα και αιώνια ερωτήματα που είναι κοινά και σταθερά σε κάθε εποχή και κοινωνία. Η κυκλαδίτικη τέχνη, για παράδειγμα, παραμένει σύγχρονη και συνεχίζει να επηρεάζει τους
καλλιτέχνες.
Προσωπικά, ακολουθώ την αφαίρεση των λεπτομερειών και δίνω έμφαση στην κίνηση και στην αρμονία των γραμμών, όπως ορίζει η κυκλαδίτικη τέχνη. Ας εξετάσουμε όμως και έναν καλλιτέχνη, ο οποίος μια βροχερή μέρα ζωγραφίζει μια
υπέροχη Μόνα Λίζα στο πεζοδρόμιο απέναντι από το Λούβρο. Είναι αναπόφευκτο, το έργο αυτό θα σβηστεί μετά από λίγο. Γιατί το κάνει λοιπόν; Είναι μια διαμαρτυρία!
Απέναντι από μια σφύζουσα σαρκοφάγο τέχνης, εκεί, στο πεζοδρόμιο, ένα έργο θνησιγενές, ένα έργο εξ’ ορισμού σύγχρονο», ταυτόχρονο, που δίνει απάντηση μόνο στην αγωνία του καλλιτέχνη».
Οι εικαστικοί σήμερα δίνουν ένα θαρραλέο παρόν, στην Ελλάδα. Η πολιτεία βρίσκεται δίπλα τους;
«Η τέχνη είναι ένας μοναχικός δρόμος που επιλέγει να διαβεί ο καλλιτέχνης. Όπως έχει πει ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε «ο καλλιτέχνης είναι τέτοιος γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά και θα το έκανε ακόμη και αν τον απειλούσαν με θάνατο». Σε αυτήν τη μοναχική πορεία, λοιπόν, ο καλλιτέχνης δεν περιμένει την επίσημη πολιτεία να πορευτεί μαζί του, παρόλο που οι συνθήκες είναι ιδανικές αν συμβαίνει αυτό».