Home > νέα > Οι αστικές περιοχές όπως η Δράμα, ευνοούν την αύξηση των κορακοειδών-Ο πληθυσμός του αγριόχοιρου και του λύκου στην περιοχή

Οι αστικές περιοχές όπως η Δράμα, ευνοούν την αύξηση των κορακοειδών-Ο πληθυσμός του αγριόχοιρου και του λύκου στην περιοχή

Ο πληθυσμός του αγριόχοιρου και του λύκου στην περιοχή

Οι αστικές περιοχές όπως

η Δράμα, ευνοούν

την αύξηση των κορακοειδών

Μιλάνε στον «Π.Τ.» η διευθύντρια Δασών Ν. Δράμας κα. Κωνσταντινίδου και ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας του ΔΙΠΑΕ κ. Κοντσιώτης

 

 

Του Θανάση Πολυμένη

ΑΡΚΕΤΟΙ συμπολίτες μας το τελευταίο διάστημα, έχουν παρατηρήσει την πληθυσμιακή αύξηση στην πόλη της Δράμας, κορακοειδών πουλιών, τα οποία μπορεί να βρει κανείς κυρίως σε πάρκα, αλλά και σε κάποιες γειτονιές.

Αν και αυτή την ώρα το ζήτημα αυτό δεν είναι ιδιαίτερα έντονο, εντούτοις τα είδη αυτά υπάρχουν και κάνουν την εμφάνισή τους με διάφορους τρόπους.

Μετά από κάποιες παρατηρήσεις συμπολιτών μας, ο «Π.Τ.» προσπάθησε να δει τι πραγματικά συμβαίνει με το θέμα αυτό, καθώς συμπτωματικά το τελευταίο διάστημα υπάρχουν αρκετές οχλήσεις και σε άλλες πόλεις της χώρας.

Έτσι, στο πλαίσιο του ρεπορτάζ, μιλήσαμε αρχικά με τη Διευθύντρια Δασών Ν. Δράμας κα. Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, αλλά και με τον κ. Βασίλη Κοντσιώτη, επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας του Διεθνούς Πανεπιστημίου.

Το κοινό σημείο των δύο, είναι ότι αρχικά δεν υφίσταται κάποια αντίστοιχη μελέτη, από την οποία να αποδεικνύεται ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την αύξηση του πληθυσμού των κορακοειδών στην πόλη της Δράμας, ενώ γενικά γίνεται παραδεκτό ότι όντως έχουμε μια μικρή αύξησή τους. Η οποία αύξηση σε γενικό επίπεδο, έλκεται από το ζήτημα ότι στον αστικό ιστό και τα πάρκα, αυτά τα είδη, μπορούν να επιβιώσουν ευκολότερα.

Μοιραία, η συζήτηση έφερε στο προσκήνιο και την αύξηση του πληθυσμού των αγριόχοιρων αλλά και του λύκου, για τα οποία μιλήσαμε με τον κ. Κοντσιώτη.

Κωνσταντινίδου: Ισχυρά ανταγωνιστικά τα κορακοειδή

Αναλυτικότερα, μιλώντας στον «Π.Τ.» η κα. Κωνσταντινίδου, σημειώνει ότι «η καρακάξα όπως και η κουρούνα, είναι πολύ κοινά είδη. Είναι κορακοειδή κοινά στις καλλιεργημένες εκτάσεις, στα αστικά πάρκα και γενικά σε ανοικτές περιοχές με λίγα δέντρα. Είναι είδη τα οποία τρέφονται με τα πάντα: αυγά, νεοσσούς, απορρίμματα, καρπούς κ.α. Είναι είδη τα οποία είναι ισχυρά ανταγωνιστικά και χωροκατακτητικά και μπορούν να εκτοπίσουν άλλα είδη».

Όπως σημειώνει μάλιστα, «εμείς δεν έχουμε κάποιου είδους καταγγελία για υπέρμετρη αύξηση του πληθυσμού τους. Δεν έχουμε κάποιου είδους καταγραφή ότι υπάρχει υπερπληθυσμός. Εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχει, έχουμε τρόπους αντιμετώπισής τους. Μέχρι στιγμής όμως δεν υπάρχει κάποιο ζήτημα, τουλάχιστον για τη Δράμα».

Τονίζει μάλιστα ότι, «θα πρέπει βασικά να υπάρξει μια καταγραφή τους, μια μελέτη και από εκεί να προκύπτει μια πρόταση για την αντιμετώπισή τους, η οποία να είναι νόμιμη».

Όπως εξηγεί η ίδια, η καρακάξα έχει πολύ μακριά ουρά και έχει και άσπρο χρώμα. Ξεχωρίζει με ένα μεταλλικό πράσινο χρώμα αν τη δει κανείς από κοντά. Υπάρχει επίσης και η σταχτοκουρούνα».

Ερωτώμενη γιατί το τελευταίο χρονικό διάστημα εντοπίζονται τα κορακοειδή στις πόλεις, διευκρινίζει ότι «αυτός είναι ο βιότοπός τους. Είναι γεωργικές, αστικές και ανοικτές περιοχές και σε μεγάλα πάρκα».

Κοντσιώτης: Όαση το αστικό περιβάλλον

Για το ίδιο θέμα, μιλήσαμε και με τον επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας του ΔΙΠΑΕ κ. Κοντσιώτης, ο οποίος σημειώνει αρχικά ότι «πρόκειται για μεγαλόσωμα είδη και πολλά απ’ αυτά είναι κοινά είδη, γι’ αυτό και η παρουσία τους είναι εμφανή και τα βλέπουμε και πιο εύκολα».

Όπως σημειώνει, «κάποια απ’ αυτά είναι είδη μπορούν και συμβιώνουν με τον άνθρωπο και μάλιστα εκμεταλλεύονται και κάποιες πηγές που παρέχονται από τον άνθρωπο. Όπως για παράδειγμα, όταν ένα είδος εντοπιστεί σε αστικό περιβάλλον, τότε αυτό έχει και κάποια οφέλη, όπως, νέες θέσεις φωλεοποίησης σε κάποια εγκαταλειμμένα κτίρια, σε κάποια σάπια δέντρα, θα βρει πηγές τροφής όπως για παράδειγμα στο πάρκο της Αγίας Βαρβάρας με γαριδάκια, ψίχουλα και άλλα.  Κι ακόμα, θα βρει σε μεγαλύτερη αφθονία νερό. Θα ζήσει δηλαδή σε ένα περιβάλλον, που αν καταφέρει να συμβιώσει με τον άνθρωπο, γι’ αυτό θα είναι μια όαση. Θα καταφέρει ουσιαστικά να έχει αυξημένες πηγές. Και αυτό βοηθάει να αυξηθεί ο πληθυσμός, κάποιων ειδών εξ’ αυτών».

Σε γενικότερο επίπεδο πάντως, ο ίδιος παραδέχεται ότι «τα τελευταία χρόνια ίσως να έχει αυξηθεί λίγο ο πληθυσμός τους, αλλά δεν έχουμε και κάποιες μελέτες ή μια σειρά δεδομένων για να δούμε πόσο έχει αυξηθεί. Τα συναντάμε στα αστικά κέντρα, έχουν μεγάλο μέγεθος και εύκολα μπορούμε να τα δούμε. Πάντως, θα πρέπει να πούμε ότι έχουν καταφέρει να ανέχονται την ανθρώπινη δραστηριότητα, έχουν προσαρμοστεί σε αστικά περιβάλλοντα και γι’ αυτό το λόγο τα συναντάμε περισσότερο».

Σημειώνει ακόμα ιδιαίτερα ο κ. Κοντσιώτης, ότι, «τα βοηθάει επίσης ότι είναι και  παμφάγα. Ένα είδος, όσο πιο περιορισμένο είδος τροφής έχει, τόσο πιο δύσκολο είναι να αυξηθεί πληθυσμιακά. Και αυτό γιατί θα στηρίζεται σε πόρους συγκεκριμένους. Όταν λοιπόν ένα είδος είναι παμφάγο και δεν μπορείς να το συναντήσεις σε πολλά ενδιαιτήματα και δεν φοβάται τον άνθρωπο, είναι προσαρμοσμένο και εύκολα μπορεί να αυξηθεί».

Ο πληθυσμός του αγριόχοιρου

Με τον κ. Κοντσιώτη μιλήσαμε επίσης και για την πληθυσμιακή αύξηση του αγριόχοιρου, ο οποίος «τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί πληθυσμιακά. Μάλιστα υπάρχει και μια γενετική μόλυνση του πληθυσμού με τα υβρίδια που υπήρξαν».

Επισημαίνει μάλιστα σ’ αυτό το σημείο ο ίδιος, ότι, «όταν έχουμε μια γενική μόλυνση και όταν έχουμε υβρίδια, αυτά έχουν και κάποια χαρακτηριστικά με τα οικόσιτα που σημαίνει ότι έχουν και κάποια ανοχή στον άνθρωπο, ενώ κατεβαίνουν και χαμηλότερα για να βρουν τροφή. Να πούμε ότι είναι μεγαλόσωμα είδη, τα συναντάμε εύκολα και μάλιστα έχουμε δει και κάποια ατυχήματα να συμβαίνουν, που σημαίνει ότι εδώ υπάρχει και μια επικινδυνότητα».

«Δεν χρειάζεται να φοβάται ο κόσμος…»

Παρ’ όλα αυτά, όπως λέει, «αν εξαιρέσεις τα ατυχήματα που μπορεί να συμβούν και αυτό είναι πράγματι επικίνδυνο, δεν είναι ένα είδος που θα επιτεθεί χωρίς λόγο στον άνθρωπο. Με είχαν ρωτήσει κάποτε αν θα πρέπει να φοβάται ο κόσμος. Όχι, δεν χρειάζεται να φοβάται ο κόσμος. Οποιοδήποτε είδος άγριας πανίδας αν το περιορίσεις, αν πας να το πιάσεις θα επιτεθεί».

Ερωτώμενος αν κάνουν ζημιές σε καλλιέργειες, σημειώνει ότι «αν έχουν μεγάλη πυκνότητα, μπορούν να κάνουν. Θα μπουν στο χωράφι, θα σκάψουν, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στο λεκανοπέδιο του Νευροκοπίου, όπου φαίνεται ότι σκάβουν στις πατάτες. Κυρίως όμως προτιμούν χωράφια που είναι κοντά σε δάση».

Η αύξηση του λύκου και η γεωγραφική του εξάπλωση

Ερωτηθείς τέλος για την αύξηση του πληθυσμού του λύκου, ο κ. Κοντσιώτης τονίζει ότι, «ο πληθυσμός του λύκου, έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Έχει αυξηθεί και σε αριθμό και σε γεωγραφική εξάπλωση. Ο λύκος είναι ένα είδος που έχει τεράστια περιοχή ενδημίας. Δηλαδή, για την κάλυψη των αναγκών του, μπορεί να μετακινηθεί σε πολλά χιλιόμετρα. Αυτό όμως σημαίνει ότι όταν δούμε έναν λύκο για παράδειγμα στη Χωριστή, την άλλη μέρα μπορεί να είναι στο Καλαμπάκι, την άλλη μέρα στους Ταξιάρχες. Έχει τέτοια κινητικότητα, που τα ίδια άτομα μπορεί να τα συναντήσουμε πολλές φορές και να θεωρούμε ότι είναι πολλά».

Όπως τονίζει μάλιστα, «το θέμα είναι ότι προκαλεί καταστροφές και έχει αυτή την επαφή με τον άνθρωπο. Τουλάχιστον θα πρέπει να αποζημιώνεται ο κτηνοτρόφος και σε όποιον προκαλεί καταστροφή για να μην υπάρχει αυτός ο κίνδυνος και για τον λύκο, αλλά και αυτή η ζημιά που υφίσταται ο οποιοσδήποτε».

Ερωτώμενος για πιο λόγο έχουμε αυτή την αύξηση του πληθυσμού του λύκου, ο κ. Κοντσιώτης επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Δεν μπορείς πολύ εύκολα να προσδιορίσεις το λόγο που έχει είδος μπορεί να αυξηθεί. Είναι πολλοί παράγοντες. Επίσης, αυτή η αύξηση μπορεί να είναι περισταστιακή. Είναι ένα είδος που έχει μια ιεραρχία μέσα στις αγέλες. Ζευγαρώνει μόνο το κυρίαρχο αρσενικό με το κυρίαρχο θηλυκό. Αν για κάποιο λόγο αυτή η κυριαρχία διαταραχθεί μπορεί να ζευγαρώσουν και τα άλλα. Είναι πολλά τα ζητήματα αυτά».