Home > Νέα > Οι «Μικρές Ρωγμές» είναι οι εκφάνσεις των ανθρώπων στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία- Η συγγραφέας Πολύνα Μπανά μιλάει στον «Π.Τ.» για το νέο της βιβλίο

Οι «Μικρές Ρωγμές» είναι οι εκφάνσεις των ανθρώπων στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία- Η συγγραφέας Πολύνα Μπανά μιλάει στον «Π.Τ.» για το νέο της βιβλίο

  • Συνέντευξη

Οι «Μικρές Ρωγμές» είναι

οι εκφάνσεις των ανθρώπων

στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία

Η συγγραφέας Πολύνα Μπανά μιλάει στον «Π.Τ.» για το νέο της βιβλίο

 

Του Θανάση Πολυμένη

ΜΕ ΕΝΑ νέο βιβλίο, αυτή τη φορά, με μια σειρά διηγημάτων υπό τον τίτλο: «Μικρές Ρωγμές», κάνει την εμφάνισή της στα λογοτεχνικά πράγματα, η Δραμινή δικηγόρος και συγγραφέας κα. Πολύνα Μπανά.

Το βιβλίο, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΝΙΚΑΣ», θα παρουσιαστεί την ερχόμενη Δευτέρα και ώρα 19.00, σε εκδήλωση που θα γίνει στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Δημοτικού Μεγάρου Δράμας.

Το βιβλίο «Μικρές Ρωγμές», αποτελεί μια σειρά μικρών διηγημάτων, σπονδυλωτών μεταξύ τους. Όταν κανείς ολοκληρώνει το βιβλίο αυτό, μπορεί να έχει στο μυαλό του τη διαδρομή ανθρώπων της διπλανής πόρτας, που φαινομενικά μπορεί να τους λες «καλημέρα», όμως η ζωή τους παραμένει άγνωστη για τους πολλούς. Πίσω από τις μικρές ιστορίες των ανθρώπων, υπάρχει μια επαρχιακή πόλη, η οποία αναδύεται σε κάθε σελίδα του βιβλίου και η οποία πολλές φορές, καθορίζει το στίγμα όλων αυτών.

Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου, η κα. Μπανά δέχθηκε ευγενώς να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις που της έχουμε θέσει και την ευχαριστούμε.

Διαβάζοντας τις τρεις πρώτες ενότητας, «I. Η Γυναικεία Συνθήκη», «II. Οικογένεια το Μικροσκόπιο» και «III. Τρέχουσα Ηθική», μου δημιουργείται η εικόνα ότι πρόκειται για την ίδια γυναίκα. Η οποία μέσα απ’ αυτή την πορεία, από το «Παιχνίδια του Μυαλού» μέχρι και την «Επιβίωση», ανακαλύπτει … «Μικρές Ρωγμές» προκειμένου να μπορέσει να υπάρξει, να επιβιώσει, σε έναν κόσμο ο οποίος δεν είναι – ξεκάθαρα – πλασμένος γι’ αυτήν. Σχηματίζεται λοιπόν στο μυαλό μου μια εικόνα, μέσα από την οποία οι διάφορες … «Μικρές Ρωγμές», αντί να χωρίζουν και να διαχωρίζουν σε νησίδες τους ανθρώπους και να τους τοποθετούν στη μοναξιά τους… αντίθετα τους ενώνουν, έστω και μέσα από την συγγραφική διήγηση!

«Προσεγγίζετε τις τρεις πρώτες ενότητες της συλλογής υπό μία ιδιαιτέρως εύστοχη οπτική γωνία. Πράγματι, οι ηρωίδες όλων αυτών των διηγημάτων αντικατοπτρίζουν και εκφράζουν διάφορες και διαφορετικές εκφάνσεις, όψεις και πλευρές της σημερινής καθημερινής γυναίκας, οι οποίες στόχος μου ήταν και χαίρομαι που, όπως διαπιστώνω από την προσέγγισή σας, αυτός επετεύχθη, να λειτουργούν συμπληρωματικά μεταξύ τους και να συνθέτουν, ψηφίδα τη ψηφίδα, ένα ευρύτερο, ένα συλλογικό, γυναικείο πορτρέτο.

Σαφώς και οι γυναίκες στις εν λόγω ιστορίες της συλλογής έχουν διαφορετικές αφετηρίες, διαφορετικές ζωές, αντιλήψεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές, διαφορετικά μορφωτικά, βιοτικά και κοινωνικά επίπεδα και, βεβαίως, διαφορετικές ηλικίες (συγκεκριμένες ανήκουν σε παλαιότερη γενιά), πλην όμως τις ενώνει όλες η «γυναικεία ταυτότητα», όπως αυτή διαμορφώνεται και, για την ακρίβεια, επιβάλλεται από την ίδια τη φύση και τη δομή της κοινωνίας ως προαιώνια πατριαρχικής, δηλαδή από τις ίδιες τις, διαχρονικά ανδροκεντρικές και ανδροκρατούμενες, κοινωνικές συνθήκες και τις στερεοτυπικές ιδέες, αντιλήψεις και αξίες που αυτές συνεπάγονται σε βάρος των γυναικών, συνθήκες οι οποίες, ως γνωστόν, ίσχυαν σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας και, δυστυχώς, εξακολουθούν, εν πολλοίς, να ισχύουν μέχρι και σήμερα, όπως σχολιάζω και καυτηριάζω στο βιβλίο. Κατ’ αυτή την έννοια, οι αναγνώστες μπορούν ν’ αντιληφθούν τις ηρωίδες των εν λόγω διηγημάτων όπως το θέτετε, δηλαδή ως αλληλοσυνδεόμενες και αλληλέγγυες μεταξύ τους υπό το καθεστώς της «γυναικείας συνθήκης» που μόλις περιέγραψα, εξ ου και ο τίτλος της πρώτης ενότητας της συλλογής».

Στο «Δίπτυχο Μπουζούκια» αλλά και στο «Night Life», διακρίνει κανείς μια μικρή κοινωνία χωρίς ιδιαίτερες αξίες, μιας και οι ήρωες φαίνεται να βρίσκονται σε αδιέξοδα, τολμώντας να τα συνδυάσω με τον ποιητή που κατέληξε να γράφει τετράστιχα για το ημερολόγιο της ενορίας του, όπως και ο βιβλιοπώλης που αρκέστηκε στις αναγνώσεις του. Τι είναι αυτό λοιπόν που μας κάνει να αρκούμαστε τελικά σε κάτι που μας καθηλώνει;

«Τα διηγήματα των δύο αυτών ενοτήτων της συλλογής, δηλαδή των «Δίπτυχο Μπουζούκια» και «Night Life», στα οποία αναφέρεσθε, και ο μικρόκοσμός τους, ο «χωρίς ιδιαίτερες αξίες» όπως ομοίως αναφέρετε, αντικατοπτρίζουν, σε μικροκλίμακα, την ίδια τη νεοελληνική κοινωνία και την κρίση αξιών που αυτή διέρχεται εδώ και χρόνια. Από την άλλη, οι ήρωες των άλλων δύο διηγημάτων στα οποία, επίσης, αναφέρεσθε και τα οποία ανήκουν σε άλλη ενότητα της συλλογής που φέρει τον καθ’ όλα ειρωνικό και δηλωτικό τίτλο “Η Τέχνη στην Επαρχία ευδοκιμεί”, έρχονται αντιμέτωποι και πρέπει να επιβιώσουν, και το κάνουν, της οικτρής ματαίωσης, της κατακρήμνισης των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών, αντιστοίχως, επιθυμιών, φιλοδοξιών και ονείρων τους, τα οποία, όμως, είναι μάλλον εξαρχής μεγαλόπνοα και υπεράνω των δυνάμεών τους.

Γι’ αυτόν το λόγο, άλλωστε, και επέλεξα να τους σκιαγραφήσω με καυστικό χιούμορ και ειρωνεία, παρουσιάζοντάς τους ως κωμικοτραγικές φιγούρες όπως και κατά βάσιν είναι, σε ποιά από τις δύο αυτές διαστάσεις τους θα ρίξει το βάρος και θα σταθεί ο αναγνώστης, εξαρτάται, ευνοήτως, από τις δικές του προσλαμβάνουσες και τη δική του ιδιοσυγκρασία. Όσον αφορά, τέλος, στο καταληκτικό ερώτημά σας, γιατί αρκούμαστε σε κάτι που μας καθηλώνει, εννοώντας προφανώς για ποιό λόγο αρκούμαστε σε κάτι που μας προκαλεί τον εύκολο εντυπωσιασμό, χωρίς κρίση, χωρίς εμβάθυνση στα πράγματα και χωρίς αξιολόγηση αυτών από μέρους μας, μία πρώτη και βασική απάντηση σε συνέχεια και των όσων ήδη ειπώθηκαν, είναι ότι αυτό έχει να κάνει και ανάγεται σε αυτή καθαυτή την κρίση αξιών, από την οποία πάσχουμε ως κοινωνία καθώς και στον αναπόδραστο και βαρύ αντίκτυπο που η αξιακή αυτή κρίση έχει στον καθένα από εμάς, ως μέλος του κοινωνικού συνόλου».

Σε μια δεύτερη και τρίτη ανάγνωση, διακρίνει ο αναγνώστης μια επαρχιακή πόλη, όπου οι άνθρωποι ασφυκτιούν, ακόμα κι αν η πόλη με το περίφημο κινηματογραφικό φεστιβάλ στον πολιτιστικό της ορίζοντα, μοιάζει να είναι διαφορετική. Ποια είναι λοιπόν η εικόνα που προβάλει ένας λογοτέχνης από τη Δράμα προς το μεγάλο χωνευτήρι της Αθήνας;

«Ο χώρος δράσης των διηγημάτων της συλλογής δεν είναι η Δράμα ή, εάν θέλετε, δεν είναι απαραίτητα ή αποκλειστικά και μόνο η Δράμα. Θα μπορούσε, κάλλιστα, να είναι οποιαδήποτε επαρχιακή πόλη της ελληνικής επικράτειας ή ακόμη και τα μεγάλα αστικά κέντρα αυτής, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Κι αυτό οφείλεται και έχει να κάνει με τα ίδια τα θέματα που διερευνούν και βάζουν μπροστά στο μεγεθυντικό φακό, με ειρωνική και κριτική ματιά, τα 18 συνολικά διηγήματα της συλλογής, δηλαδή τις σχέσεις μεταξύ γυναικών και ανδρών, τη θέση της γυναίκας στη νεοελληνική κοινωνία, τους πολλαπλούς ρόλους που αυτή έχει επωμισθεί και καλείται να φέρει εις πέρας στην καθημερινότητά της, τη βία σε βάρος των γυναικών, τις κακοποιητικές σχέσεις που αυτές συχνά αναγκάζονται ν΄ ανεχθούν και τη συνακόλουθη θυματοποίησή τους, τη σύγχρονη ελληνική οικογένεια και τη δυναμική της, δηλαδή τις εσωτερικές ισορροπίες μέσα στους κόλπους της αλλά και τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των μελών της, το σύγχρονο τρόπο κοινωνικής ζωής και διασκέδασης, τα αδιέξοδα της πολιτιστικής ανάπτυξης και δραστηριότητας και, σε τελική αναγωγή, την ίδια τη συνθήκη της συμβατικής ζωής μας. Θέματα τα οποία είναι εξ ορισμού καθολικά και απαντούν, όπως όλοι το αντιλαμβανόμαστε και το γνωρίζουμε εξ ιδίας πείρας, σ’ ολόκληρη τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και σ’ ολόκληρη την ελληνική επικράτεια».

Πιστεύεται ότι ο λογοτέχνης πεζογράφος, οφείλει να μεταφέρει αυτό που βλέπει με τα μάτια του προσδίδοντας μια αντικειμενικότητα στις ιστορίες του με μια δόση νοσταλγίας ίσως, ή οφείλει να μεταφέρει αυτό που βλέπει και αισθάνεται η ψυχή του;

«Κατ’ αρχάς, δε θα το προσδιόριζα, κρίνοντας εξ ιδίων, ως «υποχρέωση» ενός συγγραφέα, αλλά ως προσωπική επιλογή και ανάγκη του και, βεβαίως, ως γενεσιουργό αιτία για την ίδια τη διαδικασία της συγγραφής, για να ξεκινήσεις, δηλαδή, και να συνεχίσεις να γράφεις. Έπειτα, όσον αφορά εμένα, γιατί δε θα μπορούσα να γενικεύσω και να μιλήσω εξ ονόματος όλων, θα σας επεσήμανα ότι τα δύο βλέμματα στα οποία αναφέρεσθε, δηλαδή το κυριολεκτικό και το άλλο «της ψυχής» όπως τόσο παραστατικά το θέτετε, δεν έχουν απόσταση ή απόκλιση μεταξύ τους, δεν είναι διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά, κατ’ ουσίαν, πρόκειται για ένα και ενιαίο.

Δηλαδή, αντιλαμβάνεσαι και παρατηρείς, με μία, αρχικώς, καθ΄ όλα ρεαλιστική και αντικειμενική ματιά, πρόσωπα, καταστάσεις και πράγματα που κινούνται και συμβαίνουν, αντιστοίχως, γύρω σου, πλην όμως εμβαθύνεις, δηλαδή κοιτάς κάτω από την επιφάνειά τους και εστιάζεις στην αθέατη πλευρά τους και τα όσα αμφότερες κρύβουν, τα οποία και αναδεικνύεις στη συνέχεια, αποτυπώνοντάς τα στο χαρτί. Εδώ, εξάλλου, έγκειται και η κοινωνική κριτική, στην οποία, από κοινού με το ψυχογράφημα, υπάγονται και ανήκουν οι ιστορίες του βιβλίου».

Υπάρχει σήμερα στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, μια ιδιαίτερα συγκεκριμένη γραφή – ένα είδος εκφοράς του λόγου ως «τεχνοτροπία» που ακολουθείται από την πλειοψηφία των λογοτεχνών σε σημείο που να γίνονται αποδεκτοί από τους εκδοτικούς οίκους και το κοινό;

«Δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, μία γενικευμένη και, κατ’ ακολουθίαν, μία κατεστημένη «τεχνοτροπία», όσον αφορά στην «εκφορά του λόγου» όπως το θέτετε, δηλαδή όσον αφορά στη γλώσσα και το ύφος στα οποία κατ’ ουσίαν αναφέρεσθε.. Όσον αφορά, βέβαια, από την άλλη, στη θεματολογία, είναι ευρέως γνωστό ότι υπάρχουν συγκεκριμένες, δοκιμασμένες, θεματικές ή, για την ακρίβεια, μονοθεματικές «συνταγές επιτυχίας» που, εν προκειμένω, συνεπάγονται και το αντίστοιχο, αμέσως αναγνωρίσιμο, γλωσσικό ύφος, τις οποίες ακολουθούν πιστά και επαναλαμβάνουν, χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει, συγκεκριμένοι, γνωστοί και μη εξαιρετέοι, συγγραφείς και, μάλιστα, με ευδιάκριτο το κίνητρο του ευπώλητου (κοινώς best seller)».