Home > Νέα > ΠΑΛΙΑ ΔΡΑΜΑ 1952 Η νυχτερινή ζωή της Δράμας « Μια βραδιά στη «Σπηλιά» στην αγκαλιά της Τερψιχόρης»

ΠΑΛΙΑ ΔΡΑΜΑ 1952 Η νυχτερινή ζωή της Δράμας « Μια βραδιά στη «Σπηλιά» στην αγκαλιά της Τερψιχόρης»

ΠΑΛΙΑ ΔΡΑΜΑ 1952

Η νυχτερινή ζωή της Δράμας 

« Μια βραδιά στη «Σπηλιά» στην αγκαλιά της Τερψιχόρης»

 

1950 και ο άνεμος της ελευθερίας και της ειρηνικής συνύπαρξης άρχισε να εδραιώνεται, παρά τις κομματικές διαφορές που εξακολουθούν να υπάρχουν.

Οι Δραμηνοί, πασχίζουν να βάλουν σε μια …. τάξη τα του οίκου τους, κυρίως δε, να δημιουργήσουν συνθήκες που θα τους δώσουν ελπίδα για το μέλλον.

Ο καθένας στον ….. πάγκο του δηλαδή και ο Θεός βοηθός. Οι δουλειές «ανοίγουν» και όλα δείχνουν πως θα πάνε καλά.

Δουλειά όμως χωρίς διασκέδαση γίνεται; Εξάλλου, οι Δραμηνοί είναι συνηθισμένοι από την προπολεμική περίοδο. Βλέπετε ο καπνός είχε αξία τότε. « Μια οκά καπνού, μια λίρα» μου λένε οι παλαιότεροι που θυμούνται.

Έτσι λοιπόν, – στα πλαίσια του χορού και του ξεφαντώματος  – ανοίγουν και τα κέντρα διασκέδασης για κάθε γούστο και για κάθε ….. βαλάντιο.

Πασίγνωστα τα κέντρα «Σπηλιά», «Τα φαναράκια» κ.α. που προσφέρουν διασκέδαση μέχρι και τις μικρές ώρες της νύχτας. Ζωντανή μουσική και τραγουδιστές και τραγουδίστριες, που ξεσηκώνουν τον κόσμο. Πρωταγωνιστή βέβαια ο χορός των κυρίων μετά των …… κυριών.

Ο «ΠΡΩΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ» στη προσπάθειά του να παρουσιάσει την νυχτερινή ζωή της Δράμας, αναθέτει στον δημοσιογράφο  Σταύρο Καρατεπελή, να παρουσιάσει την εικόνα των κέντρων εκείνης της εποχής.

Αναφερόμενος λοιπόν στη νυχτερινή ζωή της πόλης μας στις 9 Φεβρουαρίου του 1952 και με τον τίτλο « Μια βραδιά στη «Σπηλιά» στην αγκαλιά της Τερψιχόρης» γράφει:

 Στα χαλάσματα του καινούργιου δρόμου που γίνεται και δίπλα στο «Αττικόν» βρίσκεται η «Σπηλιά».

– «Καλά ντέ, την γνωρίζομε!» θα μου πήτε όλοι.

Και βέβαια την γνωρίζετε! Ούτε κι’ εγώ θέλω να σας κάνω τον έξυπνο. Δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας, όταν σας μιλώ για τη «Σπηλιά». Αλλά, να, έτσι ήθελα να πάμε μαζί μια βόλτα, α δούμε τη «Σπηλιά» από κοντά τις ώρες που το γλέντι ανάβει και η σόμπα τραντάζει τα θηλυκά και κάνει τους καβαλιέρους – η τους καμπαλέρος, αν προτιμάτε – να λαχανιάζουν, κυνηγώντας θαρρείς τις Νύμφες στους Δρυμούς.

Νύχτα βαθειά. Οι διαβάτες στους δρόμους αραιώνουν και η Δράμα κοιμάται. Τα φώτα του Δήμου τσιμπλιασμένα κι’ αυτά από την νύχτα ξεροσταλιάζουν στο σκοτάδι το βαθύ. Οι φωτεινές ρεκλάμες του «Αττικού» έχουν σβύσει κι’ ένα μικρό φωσάκι, φωτίζε στο διπλανό κτίριο – πρώην καπναποθήκη – πάνω στην είσοδο, έξη μεγάλα γράμματα που γράφουν «ΣΠΗΛΙΑ». Το μοναοικολαμπιόνι φαντάζει μεγαλοπρέπεια μεσ’ στο σκοτάδι, σαν το μάτι του Κύκλωπα και δείχνει την σπηλιά του.

Εδώ μέσα βρήκε και φέτος καταφύγιο η Τερψιχόρη. Ο Βάκχος εδώ εμφανίζεται δειλά – δειλά, γιατί το βασίλειο ανήκει στη Θεά την Τερψιχόρη η οποία μόνον όταν διψά βρέχει λίγο το λαρύγγι της με κανένα πενηνταράκι στα οκτώ ή μια μπύρα στα έξη, προς μεγάλην αγανάκτησιν των γκαρσονιών που την υπηρετούν και προς τραγικήν απογοήτευσιν του καταστηματάρχου, που την εκδηλώνει με βαθείς αναστεναγμούς, μαζεύοντας τις μάρκες.

Τι να γίνη! Και το γλέντι βλέπετε εξαρτάται από το…. Πρίμ και το Πρίμ από τη βοήθεια και η βοήθεια από το θείο Τρούμαν και ο θείος Τρουμαν… την βοήθεια την έστειλε μαζύ με σαμπα από το Μεξικό με ράσμπα και καράμπα, από τη Βραζιλία.

Δεν προφταίνω ν’ ανοίξω την πόρτα και η φωνή του ντίζερ, γεμάτη μπρίο, με καθηλώνει.

«Σάμπααααα…….». Η  ορχήστρα εκπέμπει τις τρελλές νότες και τα ζευγάρια αλληλοσπρώχνονται ρυθμικά στης… σάμπας τον τρελλό ρυθμό.

Το γλέντι βρίσκεται στο φόρτε του. Η αίθουσα έχει μεταβληθή σε «πάμπα», απ’ την οποία λείπουνε μόνον οι «κάου – μπόυ» με τα εξάσφαιρα διπλά μπιστόλια τους.

Απόμερα, σε μια γωνιά κοντά στη σκάλα που ανεβάζει στο πατάρι, την έχει αράξει μια παρέα από γνωστά γεροντοπαλλήκαρα. Τα γκρίζα τους μαλλιά, γεμάτα αναμνήσεις, πλαισιώνουν το κεχριμπάρι της ρετσίνας που ρουφούν ηδονικά, χωρίς να συγκινούνται  από τα σύγχρονα βίτσια της Τερψιχόρης.

Περνώ ανάμεσα από τραπέζια και καρέκλες και βρίσκω καταφύγιο σε μια γνωστή παρέα που με φωνάζει. Έρχεται σε λίγο το… καθαρό και αδειάζουν τα  υπολείμματα από το πενηνταράκι προς τιμήν μου.

Οι καβαλλιέροι είναι λιγοστοί και οι ντάμες περισσεύουν στην παρέα. Αναλογία κι’ εδώ βλέπετε. Είναι από τη γενική στατιστική που ανεβάζει τον αριθμό των γυναικών 4-5 αν δεν απατώμαι σε κάθε άνδρα. Τέλος, αυτό είναι άλλο ζήτημα.

Η ορχήστρα παίζει ταγκό. Ένα σύγχρονο σουξέ του Μαρούδα και τα φώτα τα φθορίζουσα σβύνουν κι’ ανάβουν κάτι άλλα πράσινα και μπλέ. Έτσι γίνεται όταν χορεύουν ταγκό.

Τα ζευγάρια σηκώνονται ομαδικώς, θαρρείς και σημανε συναγεργμός, και στα περισσότερα τραπέζια μένουν οι ντάμες ρέστες, κυττάζοντας λαίμαργα τις άλλες που συμπιέζονται στην πίστα. Αποφασίζω να διακινδυνεύσω την εξόρμησι  και ρωτώ τη ντάμα σύμφωνα με το πρωτόκολλο:

– Χορεύετ…., δεν πρόλαβα να τελειώσω και κείνη είχε σηκωθή.

– Ευχαρίστως!!!

Βρεθήκαμε ανάμεσα στ’ άλλα ζευγάρια – στην αγκαλιά της Τερψιχόρης. Πριν εναρμονίσω καλά – καλά τα πόδια μου με τους ρυθμούς της μουσικής πάτησα κιόλας κάποιον και έσπευσα χαμογελαστός να του  ζητήσω…. συγγνώμην. Δεν πρόλαβα να τελειώσω το «συγγνώμην» και χρειάσθηκε να πω στον διπλανό μου «παρακαλώ» γιατί μου βγαλε τον  κάλο ο αθεόφοβος. Σε λίγο αντιλήφθηκα πως κρατούσα την παλάμη μιας ξένης ντάμας και, από υποχρέωσι βλέπετε, έλεγα στη δική μου πως χορεύει  εξαιρετικά.

– Χορεύετε σαν άγγελος, δεποινίς.

– Με κολακεύετε…

– Καθόλου. Σωστή πεταλούδα….

Εκείνη δεν απάντησε, γιατί κάποιος την είχε ξενυχιάσει και δεν μπόρεσε να κρύψη ένα μορφασμό πόνου. Ύστερα ένοιωσε την  υποχρέωσι να ανταποδώση το κοπλιμάν.

– Κι΄ εσείς χορεύετε ωραία!

– Εγώ; Ναι! Δηλαδή με χορεύουν, γιατί ώρες – ώρες σηκώνω τα πόδια μου και δεν πατώ. Με στηρίζουν και με χορεύουν οι άλλοι με τις πλάτες τους…

Γελάσαμε. Το ταγκό είχε τελειώσει και το γύρισαν στη σάμπα. Το κέφι φούντωσε. Ο ντιζέρ τραγουδούσε:

«Σάμπα θέλω να χορεύω

σ’ άλλη γη να ταξιδεύω

Παίρνει φωτιά η γάμπα

τα ματάκια κλείστα…»

Έκλεισα κι’  εγώ τα μάτια – ήταν άλλωστε το μόνο μέρος του σώματός μου που μπορούσα να διευθύνω ακόμα – πήραν φωτιά οι γάμπες και ύστερα δεν θυμάμαι πιά. Κάποτε η μουσική σταμάτησε και γυρίσαμε χαμογελαστοί – έτσι   έπρεπε – και ευτυχισμένοι στο τραπεζάκι μας. Πριν καθήσω καλά, καλά ένα «άααχ!» την ντάμα μου με κατατρόμαξε.

– Τι συμβαίνει; ρώτησα με αγωνία

– Δύο θηλιές… έφυγαν από την κάλτσα μου!

Αμέσως άνοιξε μια τσάντα κάποια της παρέας, βρήκε ένα μπουκαλάκι όζα – πρώτες βοήθειες – και πασαλείφθηκε το τραυματισμένο τμήμα της νάυλον. Εμένα μου λείπε ένα κουμπί απ’ το σακάκι μα δεν το είπα. Δεν βαρυέσαι. Τι είναι ένα κουμπί μπροστά σε δύο πόντους!…

Τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν βιαστικά, σα νοσοκόμοι πρώτων βοηθειών, η ώρα περνούσε και μεις γλεντούσαμε.

Αργά τα μεσάνυχτα σηκωθήκαμε να φύγωμεν. Η Τερψιχόρη έγειρε κουρασμένα στην αγκαλιά του Μορφέα και την νανουρίζαμε στους δρόμους χαρούμενοι και ευτυχισμένοι:

Παίρνει φωτιά η γάμπα…

σάμπαααα κ.λ.π.»

Στο επόμενο: Μια νύχτα στο Βάκχο με συντροφιά… το οποίον δηλαδής….

Σ. ΚΑΡΑΤΕΠΕΛΗΣ