Home > Παλιά Δράμα > Παλιά Δράμα – Η ζωή των κατοίκων του Νευροκοπίου πριν την απελευθέρωσή του

Παλιά Δράμα – Η ζωή των κατοίκων του Νευροκοπίου πριν την απελευθέρωσή του

Η ζωή των κατοίκων του Νευροκοπίου πριν την απελευθέρωσή του.

Το Κάτω Νευροκόπι είναι κωμόπολη του νομού Δράμας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Έχει πραγματικό πληθυσμό 2.157 κατοίκους (2011).

Το Κάτω Νευροκόπι βρίσκεται στο κέντρο του ομώνυμου οροπεδίου, βορειοδυτικά της Δράμας σε απόσταση 47χλμ. από το κέντρο της. Απέχει 12 χλμ. από τα σύνορα της Βουλγαρίας, όπου και βρίσκεται το τελωνείο Εξοχής. Το παλαιό όνομα της κώμης ήταν Ζύρνοβο και μετονομάστηκε σε Κάτω Νευροκόπι από τους Έλληνες του Νευροκοπίου (σήμερα στη Βουλγαρία) που προσέφυγαν εκεί μετά τη συνθήκη του Νεϊγύ.

Ο ελληνικός στρατός μπήκε στη κωμόπολη στις 4 Ιουλίου του 1913. Τα επόμενα χρόνια, και μετά τις ανταλλαγές πληθυσμών, στο Κάτω Νευροκόπι κατέφυγαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι μετανάστευσαν στην Τουρκία σύμφωνα με την Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών ενώ, μέχρι το1932, 324 εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία.

Την 1η Απριλίου του 1927 η κωμόπολη μετονομάστηκε από Ζύρνοβο σε Κάτω Νευροκόπι.

Στις 29 Δεκεμβρίου του 1913 στην  εφημερίδα «ΕΛΛΑΣ», διαβάζουμε ένα κείμενο αφιερωμένο στη ζωή των κατοίκων της περιοχής και το οποίο υπογράφει ο Κων/νος Παπουτσής ανθυπασπιστής.

 

Το Ζύρνοβον. – Τα περίεργα έθιμα των χωρικών. – Ο χορός των. – Πως υπαδρεύωνται. – Τι έκαμνον πρότερον οι αρχικομητατζήδες. – Οι κομψευόμενοι νέοι του χωριού. – Η καθαριότης των και το δωμάτιον του ύπνου.

Μια μικρά πολίχνη κρυμμένη κάτω από χιονοσκεπή βουνά στο τέλος της κοιλάδος Βροντούς είνε το Ζύρνοβον. Διαρκώς ομίχλη˙ νομίζει τις ότι ευρίσκεται εις το Λονδίνον. Μικραί μικραί πλινθόκτιστοι αι οικίαι των χωρικών ομοιάζουν μάλλον ως ρωσσικαί με τας τρεις ή τέσσαρας η κάθε οικία καπνοδόχους των.

Ένας χείμαρος ο οποίος διασχίζει την πολίχνην και εις τον οποίον συσωρεύονται όλα τα ακάθαρτα ύδατα που καταβαίνουν από τα άλλα χωρία χρησιμεύει δια να προμηθεύωνται οι χωρικοί το προς πόσιν ύδωρ. Κυρία των ενασχόλησις είνε η κτηνοτροφία, χιλιάδες δε βοών τρέφωνται εν τω χωρίω προσφερόμενοι εις τον τυχόντα αγοραστήν αντί ευτελεστάτης τιμής, ούτως ώστε κάμνουν την τύχην των διάφοροι εξ άλλων μερών κρεοπώλαι, οίτινες περιοδεύουσι τα χωρία προμηθευόμενοι πλείστα σφάγια, αγοράζοντες έκαστον βουν αντί είκοσι έως 25 δραχμών.

Στην κορυφή του χωρίου είνε η εκκλησία των. Ωραία με θόλον, το μόνον οικοδόμημα το οποίον διαφέρει και είνε άξιον λόγου. Στην κορυφή του θόλου διακρίνομεν ελληνικά γράμματα, ονομασίαι διαφόρων αγίων, ενώ εις τας εικόνας του Χριστού και της Παναγίας τα Ελληνικά γράμματα αποσβέσαντες οι κομιτατζήδες, ανέγραψαν τας ονομασίας βουλγαριστί.

Προ τεσσαράκοντα ετών το χωρίον ήτο καθαρώς Ελληνικόν. Μίαν Κυριακήν δεκαπέντε κομιτατζήδες περικυκλώσαντες την Εκκλησίαν καθ’ ην ώραν οι χωρικοί δια το επίσημον της ημέρας παρηκολούθουν την ιερουργίαν, εισήλθον εντός της εκκλησίας δυο και σύραντες δια της βίας τον ιερέα και τον διδάσκαλον, τους κατεκρεούργησαν υπό τα όμματα των χωρικών έξωθεν της εκκλησίας. Έκτοτε ολόκληρον το χωρίον δια της βίας εκβουλγαρίσθη. Αναγκαστικώς δε οι χωρικοί έπαυσαν ομιλούντες την Ελληνικήν, προσελθόντες εις την σχιματικήν εκκλησίαν, και έκτοτε στέλλοντες τα τέκνα των εις το βουλγαρικόν μετασχηματισθέν σχολείον.

Μόνον οι Γέροντες ενθυμούνται ολίγα ελληνικά και ως εκ τούτου οι μόνοι με τους οποίους δύναταί τις να συνεννοηθή. Όλη δυστυχώς η νεολαία και οι γυναίκες αγνοούσι τελείως την Ελληνικήν. Τα μικρά παιδία όμως μετά προθυμίας πηγαίνωσι νυν εις το σχολείον, το οποίον διευθύνει εις πρόσφυξ διδάσκαλος εκ Νευροκοπίου, ένθερμος πατριώτης.

Περίεργος είνε η παράδοσις ήν έχουν δια τους νεκρούς των.

Μετά εν έτος αφού αποθάνη τις οι οικείοι του εκθάπτοντες το πτώμα αφαιρούσι την κεφαλήν ην μεταφέρωσι εις την οικίαν των. Τοιουτοτρόπως εκάστη οικογένεια έχει ως ιεράν παρακαταθήκην όλας τας χαράς των προγόνων της, ας εκ περιτροπής μεταφέρει κατά Κυριακήν εις την εκκλησίαν μετά ενός μεγάλου πινακίου κολύβων, άνωθεν των οποίων τοποθετείται η κάρα του νεκρού περιτετυλιγμένη δια σινδόνης λευκής εις τους οφθαλμούς και το στόμα της οποίας θέτουσι λαμπάδας ανημμένας.

Ούτω την Κυριακήν βλέπει τις ογδοήκοντα κάρας τοποθετημένας εις τον αρχιερατικόν Θρόνον, ο δε ιερεύς κρατεί σημείωσιν των ονομάτων των νεκρών άτινα μνημονεύει μετά το πέρας της λειτουργίας.

Εκάστην Κυριακήν μ.μ. οι νέοι του χωρίου περιφερόμενοι εις τας οδούς παίζοντες την γκάιδαν το εγχώριον όργανόν των ειδοποιούσι τας γυναίκας ότι θα γίνη χορός. Όλαι αι νέαι πορεύονται τότε καθ’ ομάδας εις τον τόπον του χορού, έχουσαι διάφορα υφάσματα με ποικιλίαν χρωματισμών ως φορέματα και με εν άνθος εις το ούς των. Ομοίως φέρουσι και οι νέοι το άνθος εις το ους των, εις επίμετρον δε φέρουσι έκαστος εις την χείρα μαστίγιον δεδεμένον δι’ αλύσεώς τινος, – είδος πολυτελείας και παληκαρισμού.

 

Όλοι οι νέοι και αι νέαι έχουσιν ο καθείς την ιδικήν των ή τον ιδικόν των. Η προξενειά δε γίνεται εις τον χορόν κατά τον εξής τρόπον.

Ο νέος ευρισκόμενος απέναντι της κόρης των ονείρων του προσπαθεί χορεύων να της αποσπάση το άνθος εκ του ωτίου και να θέση εις το ωτίον της κόρης το ιδικόν του. Εάν η κόρη συγκατατεθή να φέρη το άνθος τούτο, σημείον ότι δέχεται την πρότασίν του, εάν απεναντίας το ρίψη, σημείον ότι αποκρούει την αίτησίν του ταύτην. Μεγάλη δε προσβολή τότε θεωρείαι εις τον όντως δοκιμαζόμενον νέον. Ουδέποτε όμως σχεδόν συμβαίνει το τοιούτον διότι από μικρά παιδία επωφθαλμιούν τον εκλεκτόν της καρδίας των, ούτως ώστε καλώς γνωρίζη ο νέος ότι η αίτησίς του θα γίνη υπεράγαν δεκτή. Συνήθως υπανδρεύονται μικροί, ούτως ώστε ουδείς υπάρχει 20ετής νέος μη νυμφευμένος!

Γυναίκες και άνδρες χορεύουσι μαζύ δίδοντες έκαστος τω άλλω τας χείρας, εκβάλλουσι δε κατά την διάρκειαν του χορού εις ωρισμένα σημεία ανάρθρους τινάς κραυγάς αίτινες καταλήγουσι εις το χι-χι-χι.

Οι κομιτατζήδες τους είχον αποκτηνώσει τελείως, προς καλυτέραν δε εκβουλγάρισιν των χωρίων δια της βίας έδιδον βουλγαρίδας γυναίκας ανηθίκων ηθών εις τους χωρικούς ως συζύγους. Τοιούτον δε πάθημα μοι διηγήθη εις εκ τούτων γέρων, ενθυμούμενος ακόμη την Ελληνικήν.

  • Επήγα το βράδυ εις το σπήτι μου να πλαγιάσω και είδα προς μεγάλην μου έκπληξιν μίαν γυναίκα και πολλά ρούχα εντός της οικίας μου. Μετ’ ολίγον ήλθε και ο κομιτατζής, όστις μου επέβαλε δια της βίας να την πάρω δια γυναίκα μου. Τι να κάμω; Να μην υπακούσω υπήρχε φόβος να με σφάξη. Έτσι στανικώς υπέκυψα και συνέζων μαζύ της έως προχθές όπου την έδιωξα αφού, – δόξα τω Θεώ ήλθε ο ελληνικός στρατός εδώ και μας ηλευθέρωσε.

Τοιαύτη ήτο η πολιτεία και διαγωγή των Πρώσσων της Ανατολής.

Ονομαστή είνε η ακαθαρσία των γυναικών. Ούτω βλέπετε γυναίκα εις το μέσον της οδού, αφού στηρίξη τον πόδα της επί λίθου, να κατεβάζη την κάλτσαν της και να φονεύη τα ουκ ολίγα αηδή ζωύφια…

Είνε δε αι γυναίκες του Ζυρνόβου εσωτερικώς γυμναί, μη φέρουσαι κανέν ασπρόρουχον…

Και όμως παρ’ όλας τας κακοπαθείας όλων τα πρόσωπα ροδοκοκινίζουν, αποδεικνύοντα ότι απολαμβάνουσι ούτοι πλήρους υγείας.

Παρατηρεί όμως τις συνήθως εις το περιβάλλον του χωρίου και δυο-τρεις τύπους προφανώς μη ανήκοντας εις την ιδίαν τάξιν. Είνε ούτοι οι εξ Αμερικής ελθόντες νέοι του χωριού, οι κομψευόμενοι, οι δανδήδες της πολίχνης, επιδεικνύοντες την Κυριακήν τα φορέματά των πλατειά Αμερικανικά ρούχα, και χονδρά υποδήματα. Είνε τούτο μεγάλη πολυτέλεια αν παρατηρήση τις τους άλλους χωρικούς, οίτινες φέρουσι δι’ υποδήματα τα εις την κοινήν καλούμενα «γρουνοτσάρουχα».

Εκείνο δια το οποίον ηπόρησα είνε ότι είδον και χωρικόν όστις είχε φωτογραφικήν μηχανήν, σταλείσαν εις αυτόν εξ Αμερικής, και γνωρίζοντα όπως δήποτε να φωτογραφίζη. Ούτω οι χωρικοί έχουν ο καθείς και την φωτογραφίαν του. Το μόνον πράγμα εις το οποίον προώδευσαν πολύ, ως βλέπουν οι αναγνώσται!

Αξία προσοχής τυγχάνει και η εν γένει κατασκευή της οικίας των.

Αύτη αποτελείται από σεσηπότα σανίδια τοποθετημένα μετά λάσπης και πλίνθων αναμίξ. Η ημίσεια οικία χρησιμεύει ως αποθήκη του αραβοσίτου, ον κρεμούσι εκ της στέγης.

Και όποιος έχει γεμάτην την στέγην εξ αραβοσίτου ονομάζεται: ο άρχοντας του χωριού.

Εις εν δωμάτιον συναγελάζονται πέντε και εξ συνήθως ανδρόγυνα της οικογενείας, ούτως ώστε ο εις πίπτει συνήθως επί του άλλου. Στη γωνία του δωματίου είνε η εστία (το τζάκι) όπερ διατηρεί ακοίμητον φωτιά. Όλοι δε την μεν ημέραν περικυκλούσι τούτο καθήμενοι, την δε νύκτα στρώνουσι ψιάθους και κατακλίνωνται.

Ούτω μίαν ημέραν μεταβάς ένεκεν υπηρεσίας εις τι χωρίον ηναγκάσθην να κοιμηθώ μεθ’ όλων των νεαρών βλαστών της οικογενείας, μη ευρισκομένου άλλου δωματίου, επειδή βεβαίως δεν ηδυνάμην να κοιμηθώ ένεκεν του ψύχους εις το αντρέ, ας είπωμεν, της οικίας. Τιμητικώς μου ετοποθέτησαν μίαν ψίαθον δεξιά του Τζακιού ούτως ώστε τους πόδας μου είχε και προσκεφάλαιον την νύκτα μία γυνή ενώ έτερος ακουμβούσε εις τους πόδας μου ρογχαλίζων την νύκτα τόσον δυνατά, ώστε αδύνατον μου ήτο να κοιμηθώ. Αφήσατε τους άλλους θορύβους οίτινες εγίνοντο εν τω δωματίω ως και τα ζωύφια…

Τοιαύτη εν ολίγοις η ζωή των δυστυχών αυτών χωρικών. Ελπίζομεν όμως ότι ολίγον κατ’ ολίγον θα γευθώσι των καρπών του πολιτισμού, μορφωμένης της νέας γεννεάς εκ του σχολείου και του στρατού, και εκ της εν γένει απόψεως του Ελληνικού πολιτισμού, ως εκ της διαρκώς αυξανομένης συναφείας αυτών με τα διάφορα κέντρα.

Σέρραι

ΚΩΝΣΤ. ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Ανθυπασπιστής

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *