Παρουσίαση βιβλίου Σπ. Σφέτα: «Η Ατυχής Εξέγερση της Δράμας – 1941 – Κατά τα Βουλγαρικά Στρατιωτικά Αρχεία»
Σπ. Σφέτας: «Δεν ήταν προβοκάτσια η εξέγερση Δράμας…»
Ο συγγραφέας Σπ. Σφέτας μιλάει στον «Πρωινό Τύπο»: «Οι Βούλγαροι γνώριζαν ότι επίκειτο εξέγερση»
Του Θανάση Πολυμένη
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ του Σπυρίδωνα Σφέτα, με τίτλο: «Η Ατυχής Εξέγερση της Δράμας – 1941 – Κατά τα Βουλγαρικά Στρατιωτικά Αρχεία», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, παρουσιάστηκε στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του δημαρχείου Δράμας, το απόγευμα της Παρασκευής 10 Νοεμβρίου 2017.
Οι έρευνες για την συγγραφή του βιβλίου που έγιναν στα βουλγαρικά στρατιωτικά αρχεία της Βουλγαρίας για τα χρόνια της τελευταίας βουλγαρικής κατοχής, χρηματοδοτήθηκαν από την Ιερά Μητρόπολη Δράμας. Ο κ. Σφέτας είναι λέκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Βαλκανικής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Είναι επίσης εξωτερικός επιστημονικός συνεργάτης του Ιδρύματος Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου.
Το βιβλίο αναφέρεται αποκλειστικά στα γεγονότα της εξέγερσης της Δράμας στις 29 Σεπτεμβρίου 1941 και τις σφαγές που ακολούθησαν. Σκοπός της συγγραφής του, ήταν να διαφανεί μέσα από τα στρατιωτικά βουλγαρικά αρχεία, αν επρόκειτο για προβοκάτσια ή όχι. Με την έννοια δηλαδή, ότι Βούλγαροι πράκτορες υποδύθηκαν τον ρόλο κομμουνιστών και προσπάθησαν να σημειώσουν εξέγερση στην περιοχή. Σύμφωνα με τον κ. Σφέτα, αποδεικνύεται τελικά ότι, δεν επρόκειτο για προβοκάτσια, η εξέγερση είχε πατρικό τόνο και σοσιαλιστική χροιά, ενώ οι Βούλγαροι τελικά γνώριζαν ότι θα γινόταν ακόμα και στον συγκεκριμένο χρόνο. Και την άφηνα να εξελιχθεί για δικό τους όφελος, για να συνεχίσουν την σκληρή βουλγαρική πολιτική τους.
Δεν ήταν προβοκάτσια
Μιλώντας στον «Πρωινό Τύπο» ο κ. Σπυρίδωνας Σφέτας, σημειώνει αρχικά ότι, η ιδέα για την συγγραφή του βιβλίου ξεκίνησε από το 2001, με το να γίνει μια έρευνα στα βουλγαρικά στρατιωτικά αρχεία, στο Βελίκο Τίρνοβο της Βουλγαρίας. Όπως τονίζει ο ίδιος, αξιοποιώντας τις γνωριμίες και το καλό του όνομα στη γείτονα χώρα, τελικά κατάφερε να πάρει στα χέρια του το απαραίτητο αρχειακό υλικό και να προχωρήσει στις έρευνες με τους συνεργάτες του.
Συμπερασματικά, ο κ. Σφέτας δηλώνει στον «Π.Τ.»: «Από εκεί διαφαίνεται, ότι δεν επρόκειτο για προβοκάτσια με την αυστηρή έννοια του όρου, ότι δηλαδή Βούλγαροι πράκτορες υποδύθηκαν τους κομμουνιστές, πλησίασαν τα δικά μας παιδιά και τους είπαν ότι ξέσπασε επανάσταση στη Βουλγαρία, ότι έρχεται ο Κόκκινος Στρατός, ότι σίγουρα θα έχουμε μπολσεβικοποίηση, ότι οι Γερμανοί υφίστανται ήττες κτλ.
Αυτό δεν έγινε. Σίγουρα όμως αν είχαν κάποια γνώση οι δικοί μας εδώ, όπως ο Χαμαλίδης για το τι γίνεται, το είχαν μέσω επαφών με Βούλγαρους κομμουνιστές. Αυτό φαίνεται στα αρχεία, ότι Έλληνες κομμουνιστές και Βούλγαροι, είχαν επαφές στην παλιά Βουλγαρία κι από εκεί είχαν κάποια ιδέα γι’ αυτά τα οποία τεκταίνονταν τότε στη Βουλγαρία και δεν ήταν ακριβώς επανάσταση».
Όπως μας εξηγεί ο κ. Σφέτας, εκείνη την εποχή το Κομμουνιστικό κόμμα Βουλγαρίας ήταν σε ετοιμότητα, αν η Βουλγαρία κήρυττε τον πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση, αλλά τελικά δεν έγινε τίποτα. Εκείνη την εποχή επίσης, υπήρχε σε εξέλιξη και μια μεγάλη προπαγάνδα από την πλευρά ενός ραδιοφωνικού σταθμού των Βουλγάρων κομμουνιστών που εξέπεμπε από σοβιετικό έδαφος, ότι θα κατέβαινε ο Κόκκινος Στρατός κτλ. Στο μεταξύ, «το Κομμουνιστικό Κόμμα εδώ στην περιοχή, λειτουργούσε ανεξάρτητα από τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα, καθώς η Ελλάδα ήταν τριχοτομημένη και αποκομμένη. Οπότε δεν ξέραμε αν το Μακεδονικό Γραφείο του ΚΚΕ αποφάσισε να γίνει αυτή η εξέγερση, ή ήταν απόφαση του Χαμαλίδη και των άλλων», επισημαίνει ο κ. Σφέτας.
Ο κ. Σπυρίδων Σφέτας.
Πατριωτικός τόνος
Σε άλλο σημείο των δηλώσεών του στον «Π.Τ.», ο κ. Σφέτας επισημαίνει ότι, «ο τόνος της εξέγερσης ήταν πατριωτικός. Βεβαίως, τα άτομα αυτά, προσπαθούσαν όταν έβγαζαν τον κόσμο στο βουνό, να δώσουν και κάποιο σοσιαλιστικό χαρακτήρα στο κίνημα. Ότι, φέρτε τα λεφτά σας εδώ, ζούμε σε κοινόβιο, είμαστε κατά των τσορμπατζήδων, γινόντουσαν αργυρολοχίες, πλούσια άτομα έφερναν τα λεφτά τους κτλ. Ο τόνος όμως που προβλήθηκε ήταν το πατριωτικό αίσθημα. Διότι αυτό μπορούσε τότε να πιάσει λόγω της σκληρής βουλγαρικής κατοχής.
Η μέρα που επιλέχθηκε, η 28η προς 29η Σεπτεμβρίου, έχει έναν συμβολισμό. Την ημέρα εκείνη, οι βουλγαρικές αρχές εδώ στη Δράμα, γιόρταζαν τον Παΐσιο τον Χιλανδαρινό. Το πρωτεργάτη της βουλγαρικής εθνικής αφύπνισης. Ίσως έχει κάποια σχέση η επιλογή της ημέρας εκείνης, έναν συμβολικό κατά της βουλγαρικής πολιτικής. Βέβαια, οι βουλγαρικές αρχές γνώριζαν το τι τεκταίνεται. Αυτό είναι το κλειδί. Μπορεί να μην είναι προβοκάτσια, με την κλασική έννοια του όρου, όμως όπως φαίνεται, οι βουλγαρικές αρχές γνώριζαν από τους ίδιους τους δημάρχους των πόλεων και από εκθέσεις διαφόρων παραγόντων, ότι μέσα στην πόλη υπάρχουν ύποπτες κινήσεις κομμουνιστών στη Δράμα, αλλά και ότι στην ύπαιθρο υπάρχουν ύποπτες κινήσεις ανταρτικών ομάδων.
Και μάλιστα ο δήμαρχος της Προσοτσάνης, είχε στείλει επιστολή στον επαρχιακό αστυνομικό διευθυντή Δράμας, μέσω του οποίου πληροφορήθηκε ίσως και ο υπουργός Εσωτερικών της Βουλγαρίας, και για την περίοδο κατά την οποία θα εξελιχθεί η εξέγερση. Η πληροφορία έφτασε μέχρι το γραφείο του Βούλγαρου πρωθυπουργού στις 15 Σεπτεμβρίου 1941».
Το ερώτημα που γεννιέται είναι γιατί δεν επενέβησαν από πριν οι Βούλγαροι και απαντά σ’ αυτό ο κ. Σφέτας:
«Εδώ υπάρχει ένα θέμα, γιατί δεν επενέβησαν δυναμικά οι Βούλγαροι. Αν έστελναν στρατό στην ύπαιθρο, θα το σκέπτονταν οι άλλοι αν θα προχωρούσαν. Ακριβώς για να υπάρχει η δικαιολογία για να συνεχίσουν την σκληρή βουλγαρική πολιτική τους, γιατί οι Γερμανοί είχαν βάλει την επιβολή της βίζας. Δεν ήθελαν μεταναστευτικό κύμα από εδώ προς την Κεντρική Μακεδονία, γιατί θα ήταν στοιχεία ευάλωτα στην κομμουνιστική προπαγάνδα κτλ. Οπότε καλούσαν τους Βούλγαρους κατά κάποιον τρόπο, να σταματήσουν αυτόν τον κύκλο των διώξεων. Τώρα οι Βούλγαροι είχαν έναν αποχρώντα λόγο, ότι γίνονταν αυτές οι εξεγέρσεις, μπορούμε συνεπώς να τους εκδιώξουμε, διότι είναι ανατρεπτικά στοιχεία, με το σκεπτικό βέβαια για την γενικότερη περιοχή του εκβουλγαρισμού της.
Φαίνεται πάντως από τα αρχεία, το πλιάτσικο που έκαναν οι Βούλγαροι και μέσα στα σπίτια, από έπιπλα που κουβαλούσαν στην Βουλγαρία, συν τοις άλλοις, την γενικότερη πολιτική τους: κλείσιμο σχολείων, εκκλησιών, ενώ φαίνεται ότι από πολύ νωρίς μπήκαν οι Βούλγαροι και στην αλλαγή των επιγραφών και ότι έτσι είχαν μια δικαιολογία, προκειμένου να συνεχίσουν αυτή την σκληρή βουλγαρική πολιτική.
Όταν έγινε η εξέγερση, την άλλη μέρα πληροφορήθηκε ο Βούλγαρος πρωθυπουργός από τον υπουργό Εσωτερικών της Βουλγαρίας για τα τεκταινόμενα και είπε ότι, η βουλγαρική αστυνομία είχε πληροφορίες ότι στα τέλη του Σεπτεμβρίου θα γίνει».