Παύλος Μελάς
Γράφει ο Δημήτρης Μαυρόπουλος
Εκατόν δέκα τέσσερα χρόνια μετά τον ηρωικό θάνατο του Παύλου Μελά στην ποτισμένη με ιδρώτα και αίμα μακεδονική γη και η μνήμη του, ωσάν κανδήλα ακοίμητη, παραμένει άσβεστη, σύμβολο εθνικής ενότητας, αντίστασης και υπερηφάνειας.
Ο Παύλος Μελάς στεφανώνει το πάνθεο των ηρώων της ελληνικής Ιστορίας από τον Λεωνίδα των Θερμοπυλών έως τον Γρηγόρη Αυξεντίου της Μονής Μαχαιρά.
Με τον Παύλο Μελά συνδέεται άρρηκτα η Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή η απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων, η άρση της διάκρισης αυτόχθονων και ετερόχθονων, η αναίρεση του διαχωρισμού Ελλαδιτών και αποδήμων, η ενσωμάτωση των υπό κατοχή ελληνικών χωρών στην μητροπολιτική Ελλάδα, τέλος η ανακατάληψη της βασιλίδας των πόλεων, της Κωνσταντινούπολης, που ήταν και είναι η κοιτίδα, πραγματική και ιδεατή, του Γένους και κατ’ επέκταση μέσω της απρόσκοπτης πλέον αξονικής επικοινωνίας με την Αθήνα, διάχυσης, ώσμωσης με την κοιτίδα της Φυλής.
Και δεν υπήρξαν στίχοι που να εξέφρασαν αυτόν τον βαθύ πόθο, που μετουσιωνόταν σε εμμονικό στόχο, σε κορυφαίο αγώνα, από το ποίημα του Κωνσταντίνου Μάνου(1869 – 1913), ποιητή και Βαλκανιομάχου, «Δεν είναι εδώ η πατρίδα μας»:
«Δεν είναι εδώ η πατρίδα μας, / φτάνει μακριά και γύρα, / ως τη μεγάλη εκκλησιά / με την κλεισμένη θύρα».
Φυλή και Γένος συναρμόζουν τον αρχαίο και μεσαιωνικό, βυζαντινό ελληνισμό, τον αρχαιοελληνικό και χριστιανικό πολιτισμό και συνιστούν την «ιστορική συνέχεια» του έθνους.
Πολύτιμα στοιχεία για τη μετάβαση στην αθανασία του Παύλου Μελά αντλούμε κυρίως από τα γραπτά του Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος υπήρξε κουνιάδος του Μελά, και από τις επιστολές του δευτέρου, που δημοσίευσε μετά θάνατον η σύζυγός του Ναταλία Π. Μελά.
Ο Ίων Δραγούμης στο «Μαρτύρων και ηρώων αίμα» θα αποτυπώσει περιστατικά που σχετίζονται με την Μακεδονία των ετών 1902-1904.
Από το 1902 ο Δραγούμης είχε διοριστεί στο Ελληνικό Προξενείο του Μοναστηρίου.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1904 φονεύθηκε στο χωριό Στάτιστα της Καστοριάς ο Παύλος Μελάς.
Σήμερα το χωριό προς τιμήν του ονομάζεται «Μελάς».
Στο αποκαλυπτικό δέκατο κεφάλαιο του βιβλίου του «Μαρτύρων και ηρώων αίμα», το τιτλοφορούμενο «Ο θάνατος του παλικαριού», αλλά και στο ενδέκατο, με τον εύγλωττο τίτλο «Ο θάνατος ζωή», ο Δραγούμης συγγράφει τρόπον τινά το «συναξάρι» του ήρωα και θα περιγράψει, συν της άλλης, την είσοδο του Παύλου Μελά, επικεφαλής εθελοντών, στη Μακεδονία, όπου σήμανε την απαρχή της εθνικής του δράσης.
Ο Μελάς, γόνος επιφανούς οικογένειας, με ρίζες στο Βυζάντιο, θα πάρει μέρος στον «ατυχή» πόλεμο του 1897, αυτό που ο ίδιος, αλλά και ο Δραγούμης, ονομάζει με σημασία «άτιμο».
Να τονίσω, ότι η ήττα σε αυτή την ελληνοτουρκική σύρραξη αποδόθηκε, πολύ εύστοχα, στη ελλιπή σχολική, εν γένει εκπαίδευση, οπότε θα πρέπει οι εκάστοτε κυβερνώντες το γεγονός αυτό να το έχουν υπόψιν τους, όταν χαράζουν, πολλές φορές, άστοχα, ζημιογόνα, εθνοκτόνα την εκπαιδευτική πολιτική.
Σημειώνει ο Δραγούμης, ότι απευθυνόμενος ο Μελάς για το ζήτημα της Μακεδονίας στο γιο τού Βασιλιά Γεωργίου του Α’, τον μετέπειτα Βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ τον Στρατηλάτη, εκείνος δάκρυσε, τέτοια θέρμη, ζέση είχαν τα λόγια του.
Πτυχή της δράσης του ήρωα υπήρξε η συνίδρυση της «Εθνικής Εταιρίας», που στόχος της ήταν να αντιπαλέψει τη δράση των Βουλγάρων κομιτατζήδων στη Μακεδονία και να προετοιμάσει την εξέγερση στην Κρήτη.
Και στην εποχή του, λίγοι ήταν οι συνομιλητές του Μελά που θα τους χαρακτήριζε κανείς «ελληνόψυχους».
Απρόσμενο αλλά πραγματικό είναι το παρακάτω στοιχείο που δίνεται, διότι και σήμερα είναι επίκαιρο, εφόσον εθνομηδενιστές, δειλοί, ξενόδουλοι και απαίδευτοι το χρησιμοποιούν, όσον αφορά στην αντίδραση των εφημερίδων για την πρόθεση των ευπατριδών να πολεμήσουν τον επιβουλέα που λυμαίνονταν τον μακεδονικό χώρο. Διάβαζε, λοιπόν, τότε κάποιος στον τύπο της εποχής, για «Δημοκόπους, Μακεδονοκόπους, εκμεταλλευταί της φιλοπατρίας, τσαρλατάνους».
Για τον Μελά η συστράτευση στην υπεράσπιση των ελληνικών δικαίων ήταν τιμή, καθήκον, υποχρέωση.
Θα γράψει, λοιπόν, στην γυναίκα του Ναταλία, όταν εισήλθε από τα τότε σύνορα του Ελληνικού Βασιλείου, δηλαδή αυτά που αποκαλούσαν υποτιμητικά ως η «Ελλάδα της Μελούνας», στις τουρκοκρατούμενες περιοχές από την Υψηλή Πύλη:
«Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλην μου την ψυχή και με την ιδέα ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω».
Ο ίδιος αποκαλύπτεται ένας τρυφερός πατέρας και σύζυγος, ο οποίος σκέφτεται νοσταλγικά την οικογενειακή ζωή που αφήνει:
Γράφει στη γυναίκα του: «Κλαίω ακόμη καμιά φορά, αλλά μην ανησυχείς, θα περάσει γρήγορα και αυτό… Όλους τους πόνους θα τους συνηθίσω πριν φθάσω εκεί… Δια σε και τα παιδιά μου αισθάνομαι τρυφερότητα, την οποία δεν μπορώ να περιγράψω».
Να τονίσω, ότι το παρατσούκλι, το ψευδώνυμο του Παύλου Μελά στη Μακεδονία ήταν Μίκης Ζέζας, από τα χαϊδευτικά ονόματα των παιδιών του Μιχαήλ και Ζωής.
Από τη σύντομη και μοιραία παραμονή του στη Μακεδονία υπάρχουν στιγμές που περιστασιακά τού θυμίζουν το σπίτι του στην Κηφισιά και την οικογένειά του.
Αυτό όμως, που κινητοποιεί σύγκορμα τον Μελά είναι η Μεγάλη Ιδέα, εμπρός στην οποία, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί, να την ανακόψει, οτιδήποτε άλλο υποχωρεί, δευτεροποιείται: «Που και που κανένα δάκρυ και αμέσως μια Μεγάλη Ιδέα και έτσι στεγνώνει το δάκρυ», γράφει.
Η Μεγάλη Ιδέα ήταν η κυρίαρχη ιδεολογία στην ελληνική κοινωνία κι αυτή παρακινούσε τόσο τους Ελλαδίτες όσο και τους αλύτρωτους Έλληνες, ώστε να επιδιωχθεί η συνένωση της φυλής, του γένους.
Γενικότερα, αποδείχτηκε ότι δίχως κυρίαρχο ιδεολογικό οδοδείκτη, που υπερβαίνει τον υλισμό και εγκολπώνεται τον ιδεαλισμό, και ικανό να ενεργοποιήσει τον λαό και να τον καταστήσει όχι απλά παραγωγικό αλλά δημιουργικό, το κράτος και η κοινωνία παραπαίει.
Ο Μελάς συνέπαιρνε τους άντρες του, τούς ενθουσίαζε, ήταν ένα ζώπυρο αναμμένο. Όταν φορώντας τη στολή, που καθιέρωσε ως μακεδονική, ζωσμένος τα όπλα, μίλησε στους άντρες του για τα βάσανα των Ελλήνων που προέρχονταν από τους Βουλγάρους, για το τι οφείλουν να κάνουν ώστε οι υπόδουλοι Έλληνες να σωθούν από αυτούς, αλλά και πως πρέπει να είναι οι μεταξύ τους σχέσεις, τα παλικάρια του κραύγασαν μεθυσμένα «ζήτω».
Οι μακεδονομάχοι στην διείσδυσή τους είχαν ως οδηγούς ντόπιους, διότι ο τόπος τούς ήταν άγνωστος.
Οι Βλάχοι είναι αυτοί που συνδράμουν εκών άκων, άλλοτε ως οδηγοί και άλλοτε ως νοικοκύρηδες που θα αναλάβουν να γιατρέψουν κάποια από τα παλικάρια, στην προσπάθεια της ομάδας του Μελά να φθάσει στον προορισμό της.
Να τονίσω, ότι ο Μελάς τρεις φορές πάτησε το χώμα της αγιασμένης Μακεδονίας και η τελευταία είχε τραγική απόληξη.
Η είσοδος του Μελά και των ανδρών του στη Μακεδονία έγινε από το χωριό Σαμαρίνα των Γρεβενών, το οποίο βρίσκεται σκαρφαλωμένο στην Πίνδο.
Ένας από τους άντρες του ο γερο – Αντρουλής, όταν το ηθικό των συμπολεμιστών ήταν πεσμένο τούς είπε με νόημα προβάλλοντας ως πρότυπο τον Μελά: «Ο καπετάνιος μας, βρε παιδιά, μπορεί να μην έχει τις δυνάμεις μας, μα έχει ψυχή πιο δυνατή από μας · αυτή τον βαστά».
Άλλωστε, ο Μελάς σε επιστολή του προς τους Ευέλπιδες δίνει το στίγμα του χρέους και της «άχρι μυελού οστέων» υπεράσπισης της πατρίδας, κείμενο που μπορεί να παρομοιαστεί με την απαράμιλλη κατάθεση του «Ηρωικού τρόπου ζωής» του πεισιθάνατου Ιωάννη Συκουτρή: «Ένας είναι ο σκοπός σου: ο πόλεμος. Πολέμα για τα ιδανικά σου, για τα Ελληνικά ιδανικά του ανθρωπισμού. Πολέμα για τη Μεγάλη Ιδέα. Άνδρες που περπατούν στη ζωή ευθυτενείς και με γαλήνη, μαθημένοι να πονούν χωρίς να υποφέρουν, να νικούν χωρίς να θριαμβολογούν, να νικώνται χωρίς να μοιρολογούν».
Και όταν κάποιες φορές λείπει το ψωμί, όμως δεν λείπει το θάρρος και είναι παρόν ο αυτοσαρκασμός, ο Μελάς θα γράψει:
«Ως πρόγευμα έχω ένα μικρό τεμάχιο άρτου, το οποίον μάλλον μου ανοίγει την όρεξιν. Ο Αντρουλής με ηρωτά μήπως θέλει ακόμη ολίγον άλας το φαγητόν μου».
Η ευγένεια του χαρακτήρα του Μελά θα εκφραστεί εκείνες τις στιγμές που επρόκειτο να πάρει κρίσιμες αποφάσεις, αποφάσεις «ζωής και θανάτου», όπως λέγεται, ώστε να φονευθούν αντίπαλοι, όντως δολοφόνοι, κακούργοι. Προς στιγμήν εκφράζει τις αμφιβολίες του, αλλά στο τέλος κάμπτεται από το χρέος και την ευθύνη που έχει επωμισθεί: «Τρέμω, αλλ’ ανυπομονώ να το κάμω», γράφει.
Ο Μελάς παρέμενε έως τέλους ένας υψηλόφρονας άνθρωπος που αξιολογούσε θετικά την ανθρώπινη ζωή, μολονότι το καθήκον προς την πατρίδα τον έκανε να είναι τελεσφόρος και σκληρός. Γράφει: «Δεν θα λησμονήσω ποτέ πόσον υπέφερα σήμερα το απόγευμα. Διαρκώς ηρώτων τον εαυτόν μου, εάν είχον το δικαίωμα να συλλάβω οιονδήποτε άνθρωπον, οσονδήποτε κακούργος και αν είναι, να τον τραβήξω από την οικογένειάν του και να τον φονεύσω. Και διαρκώς απήντων όχι, όχι!… Μα την αλήθειαν πολύ θα αγαπώ και την πατρίδα και το Γένος, διότι, αν και υποφέρω, αν και κλαίω, θα αφήσω να γίνει εκείνο το οποίον απεφασίσθει».
Με τον Μελά μπορεί να παρομοιαστεί ο καπετάν Άγρας, αυτή η ανυπέρβλητη ευγενική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, όπως τον σκιαγράφησε με τέτοια ενάργεια και λεπτομέρεια στα «Μυστικά του βάλτου» η Πηνελόπη Δέλτα.
Ο Μελάς ευτύχησε να έχει συνεργάτες στην κυριολεξία λεοντόκαρδους, όπως τον καπετάν Ζήση από το Λέχοβο, τον καπετάν Βαγγέλη και τον καπετάν Ευθύμη, όλοι φόβος των Βουλγάρων κομιτατζήδων και στόχος της εγκληματικής δράσης τους, γι’ αυτό γράφει: «Τώρα που έχω πλάτες θα τους πάρει ο διάβολος».
Ο Μελάς θα πέσει ηρωικά παγιδευμένος, από προδοσία, στη Στάτιστα και θα τον πενθήσει σύμπαν το πανελλήνιο. Ο θρύλος παραδίδει, ότι τα τελευταία του λόγια ήταν «Βούλγαρος να μη μείνει!». Ταυτόχρονα, ο χαμός του θα ενεργοποιήσει τα εν υπνώσει αντανακλαστικά του ελληνικού λαού και θα αναγκάσει την πολιτεία να πράξει το οφειλόμενο χρέος προς τους αλύτρωτους Μακεδόνες.
Σωστά γράφτηκε: «Με τον θάνατό του νίκησε την μετριότητα».
Ο Παλαμάς, έτσι θα τον ψάλλει:
«Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι / στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλικάρι. / Πανάλαφρος ο ύπνος σου · του Απρίλη τα πουλιά / σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς λογάκια και φιλιά, / και να σου φτάνουν του σκληρού χειμώνα οι καταρράχτες / σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες. / Πλατιά του ονείρου μας η γη και απόμακρη. Και γέρνεις / εκεί και σβεις γοργά. / Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις, και τη φέρνεις / σαν πιο κοντά!».
Η ευγενική μορφή του Μελά έως σήμερα στοιχειώνει την ιερή υπόθεση της Μακεδονίας, γι’ αυτό στην αθρόα, αυθόρμητη και πάγκοινη προσέλευση των Ελλήνων και των Ελληνίδων στα συλλαλητήρια, από τη Θεσσαλονίκη έως τη Αθήνα κι από εκεί στο Πισοδέρι, είχαν ως επωδό το σύνθημα: «Γερά, γερά στα χνάρια του Μελά».
* Η κεντρική ομιλία στην εκδήλωση μνήμης του Παύλου Μελά που έγινε την Κυριακή στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος.