Home > Αρθρα > Οι περικοπές των συντάξεων Του κ. Κων/τινου Β. Χιώλου Διδάκτορος Νομικής – Επιτίμου Δικηγόρου

Οι περικοπές των συντάξεων Του κ. Κων/τινου Β. Χιώλου Διδάκτορος Νομικής – Επιτίμου Δικηγόρου

Οι περικοπές των συντάξεων

Του κ. Κων/τινου Β. Χιώλου

Διδάκτορος Νομικής – Επιτίμου Δικηγόρου

 

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης δύναται να θεσπίζει για την περιστολή των δημοσίων δαπανών μέτρα, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό Ασφαλιστικούς Οργανισμούς. Και τις εξαιρετικές, όμως αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτου να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές, δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. Ι του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση, δηλαδή, στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή, και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου. Προκειμένου, εξ άλλου, να ανταποκριθεί στις εν λόγω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όρια που χαράσσει το Σύνταγμα, ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ’ ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα, αλλά και αναγκαία για την αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις ως άνω συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ’ ετέρου δε οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, δεν έχουν που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη, παραβίαση του πυρήνος του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση.

Το άρθρο Ι του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), με την μεν παρ. Ι αυτού αναγνωρίζει στους συνταξιούχους την απαίτηση για την καταβολή της κανονισθείσης συντάξεώς τους στο ακέραιο, με την δε παρ. 2 ορίζει ότι είναι δυνατόν με διάταξη νόμου, να τεθούν περιορισμοί σε ήδη γεννηθείσες απαιτήσεις συνταξιούχων, εκτός των άλλων, για την εξασφάλιση καταβολής εισφορών. Όμως, για την επιβολή των περιορισμών αυτών, πρέπει να αναφέρεται ρητώς στο κείμενο του νόμου ο δικαιολογητικός λόγος θεσπίσεως των εισφορών αυτών, ο οποίος πρέπει να συνάπτεται με ωρισμένη δημόσια ωφέλεια.

Εφ’ όσον ο νομοθέτης επιλέξει να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων, οφείλει προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και ελέγξιμο δικαστικά, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθριζόμενες με τις επιπτώσεις  από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετωπίσεως της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυομένης εκτάκτου περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος.

Τέλος, όπως έκρινε η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τις υπ’ αριθμούς 2287 και 2288/2015 Αποφάσεις της, σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, όταν το Κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή χρηματοδότηση στους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς και δεν υφίσταται δυνατότητα διασφαλίσεως της βιωσιμότητάς των, δεν αποκλείεται η νομοθετική μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων, εφεξής.

Αλλά και τότε, όπως προαναφέρουμε, η περικοπή των συντάξεων δεν δύναται να παραβιάζει τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση, δηλαδή, στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώσει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντάς του όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως, αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (άρθρα 4 παρ. 5, 25 παρ. Ι του Συντάγματος).

Εξ άλλου, οι περικοπές των συντάξεων, τείνουσες σε αδικαιολόγητη αποστέρηση προστατευομένου από τη διάταξη του άρθρου Ι του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. περιουσιακού δικαιώματος, δεν συμβιβάζονται προς αυτήν.