Με την ευκαιρία της επιστροφής κειμηλίου στη Μονή Εικοσιφοινίσσης
Πώς έγινε η κλοπή των κειμηλίων
τη Μεγάλη Δευτέρα του 1917 από
την Ιερά Μονή Εικοσιφοινίσσης
► Μιλάει στον «Π.Τ.» ο Φιλόλογος κ. τέως Λυκειάρχης κ. Γ. Χατζόπουλος
► Ο ρόλος του Βλαδίμηρου Σις, του αρχικομιτατζή Πανίτσα και η άρνηση της Βουλγαρίας να επιστρέψει τα κειμήλια
► Το έγγραφο των Δραμινών Μελετών το 2005 προς την πολιτεία ώστε πριν η Βουλγαρία μπει στην Ε.Ε. να επέστρεφε τα κλεμμένα κειμήλια και η ανυπαρξία απάντησης
Του Θανάση Πολυμένη
ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ γνωστό και με πρόσφατα δημοσιεύματα στον «Π.Τ.», την Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου και ώρα 5 το απόγευμα, στην Ιερά Μονή Εικοσιφοινίσσης στο Παγγαίο, θα γίνει η τελετή παράδοσης – παραλαβής του δεύτερου κειμηλίου που επιστρέφει στο φυσικό του χώρο.
Πρόκειται για ένα χειρόγραφο ευαγγελιστάριο του 10ου αιώνα, το οποίο εκλάπη από τους Βουλγάρους, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1917 και επιστρέφει έπειτα από 100 χρόνια.
Ο «Πρωινός Τύπος», μίλησε με τον συγγραφέα και Φιλόλογο, τ. Λυκειάρχη Δράμας κ. Γεώργιο Χατζόπουλο, ο οποίος με ευγένεια δέχθηκε να μας δώσει ορισμένες πληροφορίες από τα στοιχεία τα οποία κατέχει ο ίδιος σχετικά με το θέμα. Μάλιστα ο ίδιος, έχει ασχοληθεί εκτενώς με το ζήτημα των κλεμμένων κειμηλίων, με εργασίες που έχει γράψει και δημοσιεύσει, ενώ το 2005, μέσω της Εταιρείας Δραμινών Μελετών, είχε αποστείλει και σχετικό έγγραφο σε φορείς και την πολιτεία, ώστε να επιστραφούν τα κειμήλια αυτά στην πατρίδα τους.
Ερωτώμενος αρχικά για το τι ακριβώς αφορά το κειμήλιο που επιστρέφει, ο κ. Χατζόπουλος απαντά: «Αυτό είναι ένα από τα κειμήλια, ανήκει στο χώρο των χειρογράφων, το οποίο βρέθηκε από χέρι σε χέρι, από αγοραπωλησία σε αγοραπωλησία στην Αμερική. Και κάποια στιγμή αποδείχθηκε ότι ανήκει στην Εικοσιφοίνισσα και επανέρχεται στη θέση του. Πρόκειται για ένα χειρόγραφο ευαγγελιστάριο, το οποίο είχε κλαπεί Μεγάλη Δευτέρα του 1917».
Ερωτώμενος για το πόσες κατηγορίες κειμηλίων υπάρχουν, εξηγεί: «Τα κειμήλια της Εικοσιφοίνισσας, χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Η μία κατηγορία είναι τα χειρόγραφα και τα έντυπα εκκλησιαστικά βιβλία.
Η άλλη κατηγορία είναι τα αντικείμενα. Δηλαδή, ιερά σκεύη, ενδυμασίες αρχιερέων, λειψανοθήκες, εικόνες. Όλο αυτό το υλικό, είχε ληστευθεί τη Μεγάλη Δευτέρα του 1917 από τον Βλαδίμηρο Σις».
Τα δύο ταξίδια του Βλαδίμηρου Σις
Αναφερόμενος στον Βλαδίμηρο Σις, τονίζει ότι, «ο Σις, ήταν στην ουσία ένας δημοσιολόγος. Δηλαδή, ήταν δημοσιογράφος, αυστριακής καταγωγής με υπηκοότητα βουλγαρική.
Ο στόχος αυτού του ανθρώπου, ήταν, όχι για να μελετήσει την ιστορία της περιοχής, αλλά για να ληστέψει αυτά τα ντοκουμέντα, τα οποία στηρίζουν την ελληνικότητα της περιοχής. Σταλμένος από την Βουλγαρία, έρχεται την πρώτη φορά – κάνει δύο ταξίδια στην περιοχή μας – με στόχο να κατοπτεύσει, πού αυτά βρίσκονται.
Έτσι λοιπόν, πηγαίνει στην Εικοσιφοίνισσα, πηγαίνει στην Ξάνθη όπου επισκέπτεται τα δύο Μοναστήρια της Καλαμούς και της Αρχαγγελιωτίσσης, πάει στην Μονή του Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και πάει και στην Αγία Κυριακή της Αλιστράτης.
Αφού τα εντόπισε, στο δεύτερο ταξίδι, παίρνει ως προστασία Βουλγάρους κομιτατζήδες, με αρχηγό τον αρχικομιτατζή Πανίτσα, ο οποίος δρα εντονότατα στην περιοχή.
Έχω ήδη στην εισήγησή μου για την Προσοτσάνη ειδική αναφορά για τον Πανίτσα και ποιο ήταν το τέλος του. Ο Πανίτσας δολοφονείται από μία αρχικομιτατζή έξω από το θέατρο της Βιέννης.
Ο Πανίτσας λοιπόν, με τη βοήθεια των γιανταρμάδων, των χωροφυλάκων των Τούρκων και Βουλγάρων κομιτατζίδων, πάνε στην Εικοσιφοίνισσα, βουτάνε τους καλογήρους, τους κλείνουν σε ένα υπόστεγο του φούρνου αφού τους ξυλοκοπούν αγρίως και μετά μαζεύουν τα χειρόγραφα, τα κειμήλια, τις εικόνες, τα φορτώνουν σε 18 μουλάρια και μέσω Νικήσιανης έρχονται στη Δράμα και από την περιοχή της Τσομπάνκας πάνε προς το Γκότσε Ντέλτσεφ και στη συνέχεια στη Βουλγαρία».
Η κλοπή του Πανίτσα και ο Νομάρχης Μπακόπουλος
Συνεχίζοντας ο κ. Χατζόπουλος, επισημαίνει ότι ο στόχος του Πανίτσα δεν ήταν απλά να μεταφέρει τα κειμήλια αυτά στη Βουλγαρία, αλλά να καρπωθεί από αυτά. Και εξηγεί:
«Ο στόχος όμως του Πανίτσα, ήταν και άλλος. Να καρπωθεί. Έτσι λοιπόν, ένα μέρος από αυτά, δεν τα παραδίδει στη βουλγαρική κυβέρνηση και αρχίζει να τα πουλάει. Με αποτέλεσμα να βρεθούν στο Λονδίνο, στην Αμερική, σχεδόν σε όλο τον κόσμο, κειμήλια και χειρόγραφα της Εικοσιφοίνισσας.
Την εποχή αυτή, το 1917 στη Δράμα -η οποία είναι πλέον ελεύθερη από τον τουρκικό ζυγό – νομάρχης είναι ο Νικόλαος Μπακόπουλος από την Πελοπόννησο αρχίζει να κάνει μια δραστήρια κίνηση.
Απευθύνεται πρώτα απ’ όλα στη βουλγαρική διοίκηση που ήταν στη Δράμα – γιατί η Δράμα αυτή την εποχή είναι υπό βουλγαρική κατοχή (είναι η δεύτερη βουλγαρική κατοχή) – απευθύνεται προς την Γερμανική Πρεσβεία, απευθύνεται προς την Ελληνική Πρεσβεία και το Υπουργείο των Εξωτερικών και ζητάει την επιστροφή τους. Δυστυχώς τίποτα από όλα αυτά δεν καρποφορεί, με αποτέλεσμα να τα κρατούν οι Βούλγαροι εκεί.
Κάποια στιγμή, οι Βούλγαροι, ξυπνούν και κάνουν το Ινστιτούτο Ιβάν Ντουίτσεφ. Και όταν τους είπαν αυτά να επιστραφούν, αρνήθηκαν λέγοντας ότι τα πήραν για να τα σώσουν από τους Έλληνες, γιατί οι Έλληνες θα τα είχαν καταστρέψει.
Ιδρύεται αυτό το Ινστιτούτο του Ιβάν Ντουίτσεφ, του οποίου η κόρη είναι η Ασημίνα Τζούροβα, η οποία αυτή τη στιγμή είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας και προϊσταμένη στ’ αυτό το Ινστιτούτο».
Έγγραφο της Εταιρείας Δραμινών Μελετών
Στο σημείο αυτό, υπενθυμίζουμε στον κ. Χατζόπουλο, ότι ο ίδιος μέσω της Εταιρείας Δραμινών Μελετών, είχε πρωτοστατήσει και απέστειλε έγγραφο προς φορείς και την ελληνική κυβέρνηση, το 2005, ώστε να ασκηθεί βέτο κατά της ένταξης της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εάν δεν επιστρέψει τα κλεμμένα κειμήλια. Γι’ αυτή την ενέργεια τότε, διευκρινίζει προς τον «Πρωινό Τύπο»: «Εμείς, το 2005, κάναμε ένα έγγραφο το οποίο απευθυνόταν τότε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον πρωθυπουργό, στους Δεσποτάδες Δράμας, Καβάλας, Ελευθερουπόλεως, Σερρών και Ξάνθης, προς τους δημάρχους όλης της περιοχής και τους φορείς, με σκοπό όταν η Βουλγαρία έμπαινε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να ασκηθεί βέτο και να επιστραφούν πίσω τα κειμήλια.
Κανένας δεν απάντησε τότε, πέρασε εντελώς στο ντούκου η υπόθεση, με αποτέλεσμα να μπει τελικά η Βουλγαρία στην Ευρώπη. Από εκεί και πέρα, όταν πριν από δύο χρόνια περίπου πήγε ο Βαρθολομαίος στη Σόφια και συνάντησε τον Πρόεδρο της Βουλγαρίας και του ζήτησε αυτά να επιστραφούν, εκείνος απάντησε: αυτά είναι δικά μας. Κι έτσι έκλεισε η πόρτα.
Νομίζω όμως ότι η πόρτα έκλεισε προσωρινά. Η πόρτα μπορεί να ανοίξει και να ανοίξει διάπλατα με την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στο Τμήμα Πολιτιστικών Υποθέσεων».