Πριν από χρόνια
στη Δράμα
Το παλιό χαγιάτι
Του Ιωάννη Δεϊρμεντζόγλου
Ένα μικρό, στενό δρομάκι ήταν, χωρίς όνομα, πίσω από τον κινηματογράφο «ΑΤΤΙΚΟΝ». Στενό και αδιέξοδο, τόσο που αν συναντιόντουσαν δυο, ήταν σα ν’ αγκαλιάζονταν ή να πάλευαν. Γυναίκα δεν τολμούσε να περάσει ή αν πέρασε, ήταν η πρώτη και τελευταία φορά.
Έρημο και μοναχό, μακρυά από τους μεγάλους δρόμους και την κίνηση της πόλης έναν μόνο κάτοικο φιλοξενούσε, τον Κιορ – Σάββα (τυφλό Σάββα), σ’ ένα χαγιάτι, γνήσιο και ατόφιο λείψανο παλιού τρόπου ζωής. Το επισκεπτόμουν τακτικά, κουβαλώντας τα ψώνια και οδηγώντας τον κυρ- Σάββα μέχρι την μεγάλη δίφυλλη πόρτα με το σιδερένιο μάνταλο, το ρόπτρο – μεταλλικό χέρι – και το κουδουνάκι στην κορφή, να σημαίνει πως κάποιος ήλθε ή φεύγει.
Κάθε φορά που το θυμάμαι το ζωγραφίζω στο μυαλό κι αναπολώ με θλίψη.
Διώροφο, σαραβαλιασμένο, σαν τρικυμισμένη εικόνα, που στραβοκάθησε στον τοίχο. Σαν τσακισμένο ιστιοφόρο, με τα καΐκια του παράγωνα και αποσαθρωμένα. Σίγουρα, το πρώτο καιρό στην θεά της αυλής του θα έβλεπες ένα σωρό ξύλα για τον χειμώνα, αγριόχορτα, λαμαρίνες και κλώνους καρυδιάς, απαραίτητής στα χρόνια εκείνα για τους καρπούς και την παχιά σκιά της. Ήταν κανόνας της εποχής. Η καρυδιά και το πηγάδι. Αυτά τα χαγιάτια, με το πηγάδι το μεγάλο δέντρο και την κληματαριά είχαν διασώσει – για πολλά χρόνια – έναν κώδικα τεχνογνωσίας και έναν πηγαίο λαϊκό πολιτισμό.
Τολμούσαν επιβίωναν, ανάμεσα σε νεοκλασσικές οικίες, με ευγενικές και μοντέρνες προσόψεις. Ήταν θαρρείς, σαν παλιά θραύσματα, μιας παλιάς, αρχέγονης ζωής, εκείνης της καθημερινότητάς, που χάνεται στους αιώνες και που μπόρεσε να επιβιώσει μέχρι την εποχή μας. Γυρίζοντας την μηχανή του χρόνου…τότε χαρές και γέλια και τρεξίματα στην μεγάλη αυλή, στις ξύλινες σκάλες στο σκεπαστό εξώστη – χαγιάτι – στις καμάρες. Κρυβόμασταν στις σκοτεινές, ανήλιαγες αποθήκες με την βαριά μυρουδιά υγρασίας, χανόμασταν ανάμεσα σε κοφίνια, σαθρά έπιπλα, ξύλα και κάρβουνα, βγαίναμε έπειτα νικητές στο παιχνίδι του κρυφτού και μετά από χρόνια «άκρα του τάφου σιγή». Ούτε φωνή, ούτε λάλημα πουλιού. Κόπηκε η καρυδιά – έκανε τον κύκλο της ζωής της, έγινε ο κορμός της έπιπλο σε σπίτια πλουσίων.
Το πηγάδι στέρεψε και η κληματαριά ξερή και άφυλλη στέκει μ’ απλωμένα τα πλωκάμια της. Χωρίς ελπίδα να ξαναγεννηθούν στον χρόνο. Ξαναπέρασα ύστερα από χρόνια, μα ούτε χαγιάτι είδα, μήτε στενό δρομάκι. Ένας δρόμος φαρδύς, ασφαλτοστρωμένος και στα πλάγια καταστήματα με βιτρίνες και πολυκατοικίες.
Έτσι…αναρίθμητα τέτοια χαγιάτια σαρώθηκαν, γιατί ως κατασκευές ήταν ευτελείς, ήταν φθαρμένες, ήταν ξεπερασμένες. Σαρώθηκαν γιατί υποτιμήθηκαν, γιατί θεωρήθηκαν ασύμβατες με την αναγκαία πρόοδο. Όπου όμως διατηρήθηκαν, μας δείχνουν την σοφία της αρχέγονης μαστοριάς των προγόνων μας. Και είναι συγκινητικό, ανάμεσα σε γερασμένες πολυκατοικίες, ανάμεσα σε εστιατόρια και καφέ, να προβάλει σφήνα ένα χαγιάτι, με τις ξύλινες ετοιμόρροπες σκάλες, με σειρές παραθύρων, που χάσκουν γερμένα, από το βάρος των ετών, να μας επαναφέρουν μνήμες που όλο και φθίνουν στο πέρασμα του πανδαμάτορα χρόνου.