Σαν καραντίνα παλιά…
Γράφει ο Γιώργος Φιλτσόγλου, Νομικός
… που τέλος δεν έχει, ο ιός σε ρόλο που κανείς δεν αντέχει, θα έλεγε μια παραλλαγή του γνωστού τραγουδιού. Η κατάσταση ωστόσο κάθε άλλο παρά την όρεξη για τραγούδι ξυπνάει, καθώς ο κορονοϊός πραγματικά “καλπάζει” στη χώρα μας, όπως και σε όλον τον Δυτικό Κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο, και για να αναχαιτίσει την ολοένα και αυξανόμενη ζήτηση για τις λιγοστές ΜΕΘ, η χώρα μας έλαβε για άλλη μια φορά αυστηρά μέτρα για τον περιορισμό της διασποράς του ιού. Επανήλθε συνεπώς ο περιορισμός της ελευθερίας της μετακίνησης και συνάθροισης, έκλεισαν σχεδόν όλα τα καταστήματα, ενώ σταδιακά έκλεισαν και όλες οι βαθμίδες της εκπαίδευσης. Με άλλα λόγια, (ξανά)μένουμε σπίτι.
Την εποχή της άνοιξης, όπου αντιμετωπίσαμε το πρώτο κύμα κρουσμάτων, κρίθηκαν ανεκτά παρόμοια μέτρα περιστολής των συνταγματικών δικαιωμάτων της ελευθερίας κίνησης, της ελευθερίας συνάθροισης και της οικονομικής ελευθερίας (5 παρ. 1 και 4 Συντάγματος, 11 Συντάγματος), από την πλειοψηφία του νομικού κόσμου. Κυριότερο επιχείρημα υπέρ της ανάγκης ισχύος των μέτρων αποτέλεσαν οι έκτακτες συνθήκες που δημιουργήθηκαν τότε εξαιτίας της άγνωστης τότε μόλυνσης. Καθώς όμως ο ιός δεν είναι πλέον άγνωστος ούτε στην επιστημονική κοινότητα, αλλά ούτε και στις κυβερνήσεις, ο δικαιολογητικός λόγος λήψης των μέτρων απαιτείται να αλλάξει. Οι έκτακτες συνθήκες απειλής της δημόσιας υγείας τίθενται σε αμφισβήτηση, αφού η παγκόσμια κοινότητα αντιμετωπίζει την ασθένεια σχεδόν ένα έτος. Σε κάθε περίπτωση ο όρος “έκτακτη συνθήκη” είναι αόριστος, όμως δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως αφορμή για τόσο μεγάλης έκτασης περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων, αν δεν εξειδικευτεί επαρκώς σε κάθε περίπτωση.
Κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύματος κρουσμάτων του ιού, τα μέτρα περιορισμού των συνταγματικών μας δικαιωμάτων φαίνεται να υπαγορεύονται από τη λεγόμενη αρχή της πρόληψης. Η αρχή αυτή, η οποία απαντάται και στη συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος (άρθρο 24 Συντάγματος), υποχρεώνει το κράτος να λαμβάνει μέτρα για να μην διακινδυνεύσουν τα δικαιώματα των πολιτών. Το κράτος δηλαδή, όταν μεριμνά για την υγεία των πολιτών, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Συντάγματος, δεν πρέπει μόνο να έχει αποτελεσματικά μέσα για την θεραπεία των ασθενειών (βλ ΜΕΘ), άλλα και να λαμβάνει μέτρα από τα πρώτα στάδια απειλής της δημόσιας υγείας. Άλλωστε, όπως λέει και ο λαός, η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία. Παράλληλα τα μέτρα για την αποφυγή διασποράς του κορονοϊού δικαιολογούνται, κατά την κυβέρνηση, και από τον υψηλό αριθμό των κρουσμάτων και των βαρέως νοσούντων, εξαιτίας του οποίου τα νοσοκομεία έχουν φτάσει σχεδόν στη μέγιστη πληρότητά τους. Αυτό δημιουργεί σύμφωνα με την άποψη υπέρ της λήψης αυστηρών μέτρων μια έκτακτη συνθήκη, διαφορετική από αυτήν της πρώτης περιόδου της πανδημίας. Μετατοπίζεται άρα το νόημα της έκτακτης απειλής για τη δημόσια υγεία, από την απειρία των κρατών στην αντιμετώπιση της πανδημίας, στο γεγονός ότι το σύστημα υγείας έχει φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων του. Σκεπτικό για την λήψη τόσο αυστηρών μέτρων ωστόσο αποτέλεσε και η αποτυχία των ηπιότερων μέτρων της προηγούμενης περιόδου να αναχαιτίσουν την διασπορά του ιού. Στόχο της κυβέρνησης με το ολικό lockdown τον Νοέμβριο αποτελεί η δυνατότητα χαλάρωσης κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου των Χριστουγέννων.
Θεωρούμε πως κανείς δεν αμφιβάλλει εάν τα μέτρα που έχουν ληφθεί αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι ικανά για την αναχαίτιση της πανδημίας, άλλωστε έχουν δοκιμαστεί επιτυχώς στην πράξη. Ωστόσο, επειδή ενέχουν σοβαρούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων, απαιτείται προσεκτική μελέτη των λόγων που οδήγησαν σε αυτά. Χρειάζεται λοιπόν ένας ιδιότυπος έλεγχος αναλογικότητας . Πιο συγκεκριμένα, η επίκληση της αρχής της πρόληψης μπορεί να αποτελέσει δικαιολογητικό λόγο λήψης αυστηρών μέτρων. Ωστόσο αμφισβητείται αν στο όνομα της πρόληψης για την προστασία της δημόσιας υγείας επιτρέπεται να θυσιάσουμε αρκετές από τις ατομικές μας ελευθερίες, και μάλιστα με τρόπο επιτακτικό, και όχι ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης καθενός. Κινδυνεύουμε σε αυτήν την περίπτωση να νομιμοποιήσουμε οποιαδήποτε κρατική εντολή στο όνομα της πρόληψης ασθενειών. Υπό τις παρούσες βέβαια συνθήκες η πρόληψη συνδέεται με την έκτακτη κατάσταση του συστήματος υγείας. Η σύνδεση αυτή όμως μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αρχή της πρόληψης δεν λειτούργησε όπως θα έπρεπε μέχρι τώρα. Για το λόγο αυτό φτάσαμε στη κατάσταση “ασφυξίας” του ΕΣΥ. Επιπλέον κριτική θα μπορούσε να ασκηθεί στην ευρεία χρήση του όρου “έκτακτο”. Κατά πόσο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έκτακτη η συνθήκη που βιώνουμε, όταν μελέτες προειδοποιούσαν ήδη πριν μεγάλο χρονικό διάστημα για το δεύτερο κύμα ιού το φθινόπωρο, καθώς και όταν οι δυνατότητες του συστήματος υγείας ήταν γνωστές ήδη από την πρώτη φάση της πανδημίας, αλλά δεν αξιοποιήθηκε ο χρόνος του καλοκαιριού για να βρεθεί έστω μια προσωρινή λύση; Τα παραπάνω ερωτήματα φαίνεται πως επιδέχονται παραπάνω από μια απαντήσεις, ανάλογα με το πόσο ευρύ ή στενό νόημα αποδίδουμε στο όρο των έκτακτων συνθηκών. Σε περίπτωση όμως που ερμηνεύσουμε ευρέως τον όρο, θα πρέπει να προετοιμαστούμε για επίκληση του σε περισσότερες περιστάσεις στο μέλλον, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα ατομικά μας δικαιώματα.
Όσον αφορά την αποτυχία των ηπιότερων μέτρων, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι το σύστημα των τοπικών μέτρων κατά της διασποράς επιδεχόταν παραπάνω δοκιμής. Αντ’ αυτού γρήγορα εγκαταλείφθηκε για χάρη του ολικού Lockdown. Φαίνεται να μην λήφθηκαν υπόψη οι ιδιαίτερες επιδημιολογικές συνθήκες κάθε περιοχής, ίσως και από φόβο για μετατόπιση του επιδημιολογικού φορτίου από περιοχή σε περιοχή. Όλα τα ενδιάμεσα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν θυσιάστηκαν στο βωμό της πρόληψης. Όσο για την πρόβλεψη για επανεκκίνηση των κανονικών ρυθμών ζωής τα Χριστούγεννα, φαντάζει ολοένα πιο απίθανη. Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι η πανδημία δεν είναι μόνο υγειονομικό φαινόμενο, αλλά έχει τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Παρόλα αυτά η επιτροπή εμπειρογνωμόνων που αποφασίζει τα μέτρα φαίνεται ότι αποτελείται μόνο από ιατρούς, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η άποψη εξειδικευμένων ψυχολόγων, οικονομολόγων αλλά και νομικών επιστημόνων. Ίσως με τη συμβολή επιστημόνων από διάφορους κλάδους να είχαμε μια πιο ολιστική αντιμετώπιση των επιπτώσεων του ιού, μέσω πιο εξειδικευμένων μέτρων προσαρμοσμένων στις ανάγκες της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας.
Διαπιστώνουμε από τα παραπάνω ότι τα μέτρα ίσως δεν ήταν καν αναγκαία, υπό την έννοια ότι υπήρχαν ηπιότερες εναλλακτικές, στις οποίες δεν δόθηκε ο απαιτούμενος χώρος. Βέβαια ένα δικαστήριο δύσκολα θα τα έκρινε ως αντισυνταγματικά, καθώς συνήθως αρκείται σε οριακό έλεγχο αναλογικότητας. Ενδεχομένως όμως σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου διακυβεύονται τόσο σημαντικά ατομικά δικαιώματα, όπως η ελευθερία κίνησης, η ελευθερία συνάθροισης και η οικονομική ελευθερία, για σχεδόν όλον τον πληθυσμό της χώρας, το δικαστήριο θα μπορούσε να ανατρέψει τις πάγιες θέσεις του και να βάλει στη “ζυγαριά” κόστος και όφελος.
Συμπερασματικά αρκετές ευθύνες θα μπορούσε να καταλογίσει κανείς για τις κυβερνητικές επιλογές, ιδίως όταν οι συνέπειες των αυστηρών μέτρων διαφανούν αργότερα έντονα στην κοινωνική ζωή. Ωστόσο καθ’ όλη αυτήν την περίοδο της έξαρσης του κορονοϊού δεν παρατηρήσαμε κάποιον συντεταγμένο πολιτικό αντίλογο με ολοκληρωμένο πρόγραμμα για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Αντιθέτως το πολιτικό κλίμα χαρακτηρίζεται εξαιρετικά πολωμένο, με ευκαιριακά “πυρά” εκατέρωθεν. Σε αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο δεν διαφαίνεται καμία διάθεση συνεργασίας μεταξύ των αντίρροπων δυνάμεων, γεγονός που διαταράσσει ακόμα περισσότερο την κοινωνία. Όσο όμως πολίτες καλούνται να διαλέξουν στρατόπεδο, πολύτιμος χρόνος στη μάχη κατά του κορονοϊού χάνεται.
Μερίδιο ευθύνης για τον σοβαρό περιορισμό των ατομικών μας δικαιωμάτων φέρουμε και οι ίδιοι οι πολίτες. Πολλοί από εμάς κατά το προηγούμενο διάστημα δεν ενδιαφερθήκαμε για την τήρηση των μέτρων, ίσως και εξαιτίας της έλλειψης εμπιστοσύνης απέναντι στις συμβουλές και επιλογές των αρμόδιων. Τα πολύ αυστηρά μέτρα, με τον απότομο τρόπο που ελήφθησαν, αναδεικνύουν την έλλειψη εμπιστοσύνης και από τις 2 πλευρές (κυβέρνηση- πολίτες). Καθένας από εμάς με τον δικό του τρόπο, πολίτες και επαγγελματίες, συνέβαλε στην εξάπλωση ή στον περιορισμό της διασποράς του ιού. Το αν η συμβολή ήταν προς τη σωστή ή τη λάθος κατεύθυνση είναι δείγμα και της αλληλεγγύης που δείχνουμε απέναντι στον συνάνθρωπό μας. (25 παρ. 4 του Ελληνικού Συντάγματος).