Σε αναστολή λειτουργίας
το Διαβητολογικό Ιατρείο του
Νοσοκομείου Δράμας λόγω έλλειψης ιατρού
► Αναφορές των βουλευτών Θ. Ξανθόπουλου και Χ. Κεφαλίδου στη Βουλή
► Επιστολή του Συλλόγου Διαβητικών Ν. Δράμας στην αν. υπ. Υγείας κα. Γκάγκα
Του Θανάση Πολυμένη
Νέο πρόβλημα ανακύπτει στο Νοσοκομείο Δράμας με την αναστολή λειτουργίας του Διαβητολογικού Ιατρείου, το οποίο στηριζόταν από Παθολόγους ιατρούς της Παθολογικής Κλινικής. Όπως είναι γνωστό, στην Παθολογική Κλινική έχουν μείνει πλέον με δύο γιατρούς Παθολόγους, μετά από την τελευταία παραίτηση μιας ιατρού, και έτσι πλέον το Διαβητολογικό Ιατρείο αδυνατεί πλέον να λειτουργήσει.
Το θέμα έφερε στη δημοσιότητα ο Σύλλογος Διαβητικών Ν. Δράμας, μετά από επιστολή που απέστειλε προς την αναπληρώτρια υπουργό Υγείας κα. Γκάγκα, η οποία κοινοποιείται προς τον υπ. Υγείας κ. Πλεύρη, το πρόεδρο της ΕΣΑΜΕΑ κ. Βαρδακαστάνη, τον πρόεδρο της ΠΟΣΣΑΣΔΙΑ κ. Δαραμίλλη, τη διοίκηση της 4η ΥΠΕ Μακεδονίας – Θράκης, τους βουλευτές Δράμας κ. Μπλούχο, κ. Ξανθόπουλο και κα. Κεφαλίδου, και τον Ιατρικό Σύλλογο Δράμας.
Στην επιστολή του, ο Σύλλογος Διαβητικών (μέλος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σωματείων Συλλόγων Ατόμων και Σακχαρώδη Διαβήτη – ΠΟΣΣΑΣΔΙΑ), αναφέρει ότι εκπροσωπεί 3.000 διαβητικούς μέλη του, ενώ στο Νομό Δράμας, οι διαβητικοί ανέρχονται τουλάχιστον στα 10.000 άτομα.
Όπως αναφέρει μάλιστα για την αναστολή του Διαβητολογικού Ιατρείου, «η μη λειτουργία του οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει Παθολόγος – Διαβητολόγος και παραμένει κλειστό (σ.σ. για πρώτη φορά), μετά από την σύστασή του το 1992».
Όπως αναφέρεται επίσης, «ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια σοβαρή και δύσκολη χρόνια πάθηση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πλήθος σοβαρών και επίπονων επιπλοκών, όπως είναι η νεφροπάθεια, η πολυνευροπάθεια, ο ακρωτηριασμός άκρων, η τύφλωση κτλ.»
Με την επιστολή του, ο Σύλλογος Διαβητικών Ν. Δράμας, κάνει αναφορά στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι συμπολίτες μας με σακχαρώδη διαβήτη και τονίζει: «Όλοι αυτοί οι ασθενείς από την στιγμή που έχει σταματήσει η λειτουργία του Διαβητολογικού Ιατρείου στο Νοσοκομείο Δράμας, με τις υπάρχουσες συνοσυρότητες στην καθημερινότητά τους, αναρωτιόμαστε τι θα ακολουθήσει. Θα έχουμε διαβητικούς ασθενείς που θα γεμίσουν τις κλινικές του Νοσοκομείου, με πολύ περισσότερο κόστος, τόσο στους ίδιους με σακχαρώδη διαβήτη και στις οικογένειές τους, όσο και στο κράτος».
Τέλος, ζητούν από την αν. υπουργό, «να καταβάλετε τη δέουσα προσοχή, ώστε να μην κλείσει το Διαβητολογικό Ιατρείο του Νοσοκομείου Δράμας, με την τοποθέτηση Ιατρού Παθολόγου – Διαβητολόγου».
Αναφορές στη Βουλή
Στο μεταξύ, οι δύο από τους τρεις βουλευτές της Δράμας, ο κ. Θ. Ξανθόπουλος από το ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. και η κα. Χ. Κεφαλίδου από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, κατέθεσαν άμεσα σχετικές αναφορές στη Βουλή και προς τον Υπουργό Υγείας.
Στην αναφορά του, ο κ. Ξανθόπουλος, αναφέρεται στην επιστολή του Συλλόγου Διαβητικών, τονίζει ιδιαίτερα ότι στη Δράμα υπάρχουν πάνω από 10.000 συμπολίτες μας με σακχαρώδη διαβήτη και εκφράσει την μεγάλη αγωνία του για το τι θα απογίνουν οι χιλιάδες αυτοί ασθενείς.
Σημειώνει τέλος ότι «με τα δεδομένα αυτά, ο Σύλλογος ζητά από την ηγεσία του υπουργείου Υγείας να καταβάλει την δέουσα προσοχή , ώστε να τοποθετηθεί ιατρός παθολόγος- διαβητολόγος για να μην κλείσει το Διαβητολογικό Ιατρείο του Νοσοκομείου Δράμας».
Τέλος, ζητάει από το Υπ. Υγείας να εξετάσει το αίτημα, ώστε «να ικανοποιηθεί το δίκαιο αίτημα του Συλλόγου για να παραμείνει ανοικτό και εν λειτουργία το Διαβητολογικό Ιατρείο στο νοσοκομείο της Δράμας».
Με τη σειρά της, αναφορά στη Βουλή και προς τον Υπ. Υγείας κατέθεσε και η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ κα. Χ. Κεφαλίδου, η οποία επίσης αναφέρεται στην επιστολή του Συλλόγου Διαβητικών Ν. Δράμας και ζητάει την άμεση επαναλειτουργία του.
Όπως επισημαίνει μάλιστα, «ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία σοβαρή και δύσκολη χρόνια πάθηση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πλήθος σοβαρών και επίπονων επιπλοκών. Η αντιμετώπισή της απαιτεί καθημερινή ιατρική παρακολούθηση, ώστε ο ασθενής να μπορεί να ελέγχει κατά τη διάρκεια της ημέρας τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα του, προκειμένου να αποφευχθούν οι υπογλυκαιμίες και οι υπεργλυκαιμίες, ενώ ταυτόχρονα απαιτείται και έλεγχος της καθημερινής διατροφής και της σωματικής άσκησης των ασθενών».