Σε νέες περιπέτειες
οι ιδιοκτήτες εντύπων και ΜΜΕ
Γράφει ο Γιώργος Φιλτσόγλου, Νομικός
Αναμφίβολα, στην εποχή μας, η κοινωνία στρέφεται στα φλέγοντα ζητήματα της επικαιρότητας, όπως η ακρίβεια, η οικονομική αβεβαιότητα και οι ανακατατάξεις στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη. Έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, ωστόσο, νομοθετικό έργο συνεχίζει να παράγεται σε όλους τους τομείς. Στο πλαίσιο του Κοινοβουλευτικού Έργου, κατατέθηκε πρόσφατα τροπολογία σε νομοσχέδιο του Υπουργείου Εσωτερικών, αναφορικά με την ευθύνη των ιδιοκτητών τύπου, δηλαδή των ιδιοκτητών Μ.Μ.Ε, που ενημερώνουν τους πολίτες μέσω του γραπτού λόγου. Θα πρέπει να επισημάνουμε, πως σύμφωνα με την νομοθεσία, αλλά και την άποψη των δικαστηρίων μας, η ευθύνη αυτή αφορά και τους ιδιοκτήτες ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης, όπως και τους ιδιοκτήτες ραδιοτηλεοπτικών μέσων (βλ. Ν. 2328/1995, ΑΠ 1017/2020).
Πριν εξετάσουμε τις αλλαγές, που επιφέρει η τροπολογία, στην ευθύνη των ιδιοκτητών του τύπου, επιβάλλεται να παραθέσουμε το περιεχόμενο της ισχύουσας νομοθεσίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Νόμο 1178/1981, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει έως και σήμερα: “ο ιδιοκτήτης παντός εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε με δημοσίευμα που θίγει την τιμή ή την υπόληψη παντός ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 του ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 του ΑΚ πρόθεση, ή η κατά το άρθρο ΑΚ 920 γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχει στον συντάκτη του δημοσιεύματος ή, αν αυτός είναι άγνωστος, στον εκδότη ή στο διευθυντή συντάξεως”.
Θεσπίζεται, επομένως, σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο, αντικειμενική ευθύνη του ιδιοκτήτη μέσου ενημέρωσης, με δημοσίευμα του οποίου θίγεται η τιμή και η υπόληψη ενός οποιουδήποτε ατόμου, με αποτέλεσμα αυτό να υποστεί περιουσιακή ή/και ηθική βλάβη. Η ευθύνη είναι αντικειμενική, επειδή ο ιδιοκτήτης του εντύπου δεν χρειάζεται να γνωρίζει το περιεχόμενο του δημοσιεύματος, ούτε όμως και την ύπαρξή του. Η γνώση ή η υπαίτια άγνοια του προσβλητικού χαρακτήρα του επίμαχου δημοσιεύματος αρκεί να συντρέχει στο πρόσωπο αυτού που έγραψε το δημοσίευμα, ή αυτού που έχει την άμεση ευθύνη για όσα δημοσιεύονται (αρχισυντάκτη- διευθυντή σύνταξης).
Είναι προφανές πως με την καθιέρωση αντικειμενικής ευθύνης για τους ιδιοκτήτες εντύπων εισάγεται περιορισμός στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, κυρίως ως προς την έκφανση της ελευθερίας του Τύπου (14§2 Συντάγματος). Ωστόσο ο εν λόγω περιορισμός έχει κριθεί, τόσο από τους θεωρητικούς επιστήμονες, όσο από τις δικαστικές αποφάσεις, θεμιτός. Συγκεκριμένα, μέσω της ευθύνης των ιδιοκτητών, προλαμβάνονται φαινόμενα δημοσιογραφικής ασυδοσίας, όπου κάποιος ιδιοκτήτης θα χειραγωγούσε τους δημοσιογράφους για να επιτύχει αθέμιτους σκοπούς, χωρίς να έχει το παραμικρό μερίδιο ευθύνης. Θα αποκόμιζε μόνο ωφέλεια και κέρδη από τη σχέση με τους εργαζομένους του, χωρίς να ευθύνεται για τους κινδύνους, που μπορεί να προκύπτουν από την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Κάτι τέτοιο θα ήταν υπερβολικά επαχθές για τους δημοσιογράφους και τους διευθυντές σύνταξης, οι οποίοι από τη μια θα έπρεπε να ακολουθήσουν τις κατευθυντήριες γραμμές του εργοδότη τους και από την άλλη θα ευθύνονταν μόνον οι ίδιοι για ενδεχόμενες ζημίες. Αντιθέτως, με το σύστημα της αντικειμενικής ευθύνης, προστίθεται επιπλέον κάποιο πρόσωπο υπεύθυνο για τη ζημία που προκλήθηκε, κατά κανόνα πιο φερέγγυο από τους εργαζομένους και με μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια. Παράλληλα επιτυγχάνεται μια ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος της ελευθερίας του Τύπου και του δικαιώματος στην προσωπικότητα όσων θίγονται από τα δημοσιεύματα.
Στην πράξη βέβαια, τις περισσότερες φορές, ως ιδιοκτήτες εντύπων εμφανίζονται εταιρείες και γενικότερα νομικά πρόσωπα, που ασκούν δραστηριότητα ενημέρωσης και πληροφόρησης. Το φαινόμενο είναι πιο σύνηθες στα έντυπα μαζικής κυκλοφορίας, αλλά και στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, όπου εντοπίζονται κυρίως εταιρείες και όμιλοι εταιρειών. Τι συμβαίνει επομένως όταν ιδιοκτήτης του μέσου ενημέρωσης, που προσέβαλε την τιμή και την αξιοπρέπεια μέσω δημοσιεύματος, είναι κάποιο νομικό πρόσωπο; Υπό αυτές τις συνθήκες, με τις έως τώρα νομοθετικές προβλέψεις, υπεύθυνο για τη ζημία που προκλήθηκε μέσω δημοσιευμάτων, ως ιδιοκτήτης, θα ήταν το νομικό πρόσωπο. Τα φυσικά πρόσωπα- εταίροι και μέτοχοι των νομικών προσώπων- ενδεχομένως να ευθύνονταν μόνο μέσω των ειδικών κανόνων, που ισχύουν για κάθε νομικό πρόσωπο. Κατά κανόνα ευθύνη υπέχουν οι νόμιμοι εκπρόσωποι και η διοίκηση των νομικών προσώπων, αλλά όχι οι εταίροι εξαιτίας και μόνον της εταιρικής τους ιδιότητας.
Ακριβώς στην παραπάνω περίπτωση στοχεύουν οι νομοθετικές αλλαγές, όπου ιδιοκτήτες εντύπων αποτελούν τα νομικά πρόσωπα. Οι αλλαγές ορίζουν πως: “στην περίπτωση ιδιοκτησίας από νομικό πρόσωπο εντύπου που εκδίδεται και διανέμεται στην Ελλάδα, ορίζεται ότι η αξίωση για αποζημίωση για παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, εφόσον δεν καλύπτεται από την εταιρεία για οποιονδήποτε λόγο, καλύπτεται από τον μέτοχο ή εταίρο που κατέχει το ήμισυ τουλάχιστον των μετοχών ή των εταιρικών μεριδίων”. Επίσης στο κείμενο της ίδιας τροπολογίας προβλέπεται υποχρέωση αναγραφής σε κάθε έντυπο του νόμιμου εκπροσώπου, του διευθυντή του εντύπου, του διευθυντή σύνταξης και του εταίρου ή μετόχου, που κατέχει την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων ή των μετοχών της επιχείρησης, υπό την απειλή προστίμων, που αγγίζουν τις 10.000 ευρώ.
Εξετάζοντας τη ρύθμιση διαπιστώνουμε, πως με τις τροποποιήσεις αυτές γίνεται προσπάθεια να περιοριστούν οι περιπτώσεις, όπου οι πραγματικοί ιδιοκτήτες των εντύπων, εκμεταλλευόμενοι την κάλυψη νομικών προσώπων, προβαίνουν σε δημοσιεύματα, που θίγουν την τιμή και την αξιοπρέπεια του ατόμου, ή παραπληροφορούν σκόπιμα ένα πρόσωπο. Τα καλυπτόμενα φυσικά πρόσωπα, μέσω των νομικών προσώπων καταφέρνουν να επεκτείνουν την αθέμιτη δραστηριότητα τους ανενόχλητα και εκθέτουν τους εργαζόμενους υπό τις οδηγίες τους. Συνεπώς, όταν ένας ιδιοκτήτης μπορεί να ελέγχει διάφορα νομικά πρόσωπα και δεν διώκεται για δημοσιεύματα, τα οποία ενδεχομένως ο ίδιος να προώθησε, η προστασία της προσωπικότητας όσων θίγονται από τα δημοσιεύματα καθίσταται ελλιπής και επισφαλής.
Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί πως τα όσα προαναφέρθηκαν ως στόχος της τροπολογίας δεν αναφέρονται ρητά στην αιτιολογική έκθεση της. Εναπόκειται δηλαδή στον ερμηνευτή του νόμου να βγάλει τα παραπάνω συμπεράσματα, ενώ η αιτιολογική έκθεση περιέχει γενικόλογες εκφράσεις, αναπαράγοντας σε μεγάλο βαθμό το ίδιο το κείμενο της παλιάς και της νέας ρύθμισης. Πιο ειδική αιτιολόγηση εντοπίζουμε στο κομμάτι, αναφορικά με την υποχρέωση αναγραφής των υπεύθυνων προσώπων στο έντυπο και το επαπειλούμενο πρόστιμο, όπου γίνεται λόγος για πιο εύκολη άσκηση των δικαιωμάτων των ζημιωθέντων πολιτών.
Όλα τα παραπάνω μας βάζουν σε σκέψεις ως προς τη χρησιμότητα και την αναγκαιότητα της νέας ρύθμισης. Εξετάζοντας το ζήτημα από συνταγματική σκοπιά, μπορούμε να κατανοήσουμε την επιλογή του νομοθέτη να “ξεσκεπάσει” τα φυσικά πρόσωπα, που καλύπτονται πίσω από εταιρείες και άλλα νομικά πρόσωπα. Επιπλέον, στο μέτρο που η καθιέρωση ευθύνης για τα νομικά πρόσωπα- εταιρείες ιδιοκτήτες εντύπων δεν αρκεί, για να αποτρέψει προσβλητικά δημοσιεύματα, ίσως η ρύθμιση να είναι αναγκαία για τον περιορισμό του φαινομένου. Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι οι επιλογές των πολιτών να δημιουργήσουν μια επιχείρηση ενημέρωσης και πληροφόρησης συνιστούν επίσης άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της επαγγελματικής ελευθερίας. Στην αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος της επιχειρηματικής ελευθερίας αποσκοπούν και οι διατάξεις για τα νομικά πρόσωπα. Οι διατάξεις αυτές κατά κανόνα στοχεύουν στην αποσύνδεση της προσωπικής ευθύνης του εταίρου από την ευθύνη του νομικού προσώπου. Ωστόσο, με τη νέα ρύθμιση επιχειρείται μια διάρρηξη της διακριτής ευθύνης, που μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται από το νόμο. Επανασυνδέεται ο εταίρος με την εταιρεία, έστω και αν δεν τη διοικεί, αλλά απλώς κατέχει την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων.
Ακόμα περισσότερο επιφυλακτικοί θα πρέπει να σταθούμε απέναντι στη ρύθμιση, που υποχρεώνει την αναγραφή πάνω στο έντυπο των στοιχείων του εταίρου ή του μετόχου, που κατέχει την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων. Αν και η αναγραφή των προσωπικών στοιχείων του εταίρου-μετόχου όντως διευκολύνει τον εντοπισμό του, η σύγχρονη εποχή δεν καθιστά τόσο δυσχερή την αναζήτηση μέσω άλλων πηγών. Εξάλλου, η αναγραφή επιπλέον στοιχείων, πέρα των στοιχείων του νομικού προσώπου- ιδιοκτήτη εντύπου, αποστερεί από τον εταίρο- μέτοχο το δικαίωμα της ανωνυμίας (βλ. άρθρο 8 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) και τον καθιστά άμεσα υπόλογο στο κοινωνικό σύνολο, για όλα όσα δημοσιεύονται μέσω του εντύπου.
Από κοινού με την καθιέρωση της αντικειμενικής ευθύνης δημιουργείται ίσως ένα κλίμα ανασφάλειας και κλονίζεται η σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να υπάρχει μεταξύ ιδιοκτήτη εταίρου- διευθυντή σύνταξης- δημοσιογράφου. Υποχρεώνει τον επιχειρηματία εταίρο ή μέτοχο να ελέγχει έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών, που δημοσιεύεται με την προσωπική του σφραγίδα, και όχι μόνον με τη σφραγίδα της επιχείρησης, χωρίς πολλές φορές να δύναται να διαπιστώσει τον προσβλητικό ή μη χαρακτήρα ενός δημοσιεύματος. Ενδέχεται, κατά συνέπεια, ο επιχειρηματίας να απαγορεύει προληπτικά ακόμα και μη προσβλητικά δημοσιεύματα, φοβούμενος διώξεις εναντίον του. Μήπως, σε συνδυασμό με την απειλή της χρηματικής ποινής, τελικά η εν λόγω ρύθμιση αποτρέπει την ελεύθερη διατύπωση δημοσιογραφικής άποψης και περιορίζει υπέρμετρα την ελευθερία του Τύπου; Μπορεί άραγε αυτός ο περιορισμός να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο της “πιο εύκολης” άσκησης των δικαιωμάτων των πολιτών;
Φαίνεται, συνεπώς, πως αυτή η νέα ρύθμιση εντάσσεται σε έναν κύκλο ρυθμίσεων, από κοινού με την επαναφορά του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων και την καθιέρωση της ευθύνης των διοργανωτών συναθροίσεων. Πρόκειται για ρυθμίσεις, που φιλοδοξούν να “προλάβουν” παράνομες ενέργειες. Η ρύθμιση για την ευθύνη των ιδιοκτητών εντύπων, όμως, διαφέρει από τις άλλες, καθόσον αποσκοπεί στην προστασία των πολιτών συγκεκριμένα, και όχι της κοινωνίας αφηρημένα. Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει, καταρχήν, να θεωρήσουμε θεμιτή, τουλάχιστον, την καθιέρωση της αντικειμενικής ευθύνης για τους εταίρους- μετόχους, παρά τις επιφυλάξεις μας ως προς την επιχειρηματική ελευθερία. Δεν θα καταλήγαμε όμως με τόση ευκολία στο ίδιο συμπέρασμα και για την υποχρέωση αναγραφής των στοιχείων των του μετόχου ή εταίρου που κατέχει άμεσα ή έμμεσα το ήμισυ τουλάχιστον των μετοχών ή των εταιρικών μεριδίων, στο έντυπο. Η αναγραφή της ιδιοκτήτριας εταιρείας συνήθως αρκεί. Άλλωστε, η τεχνολογική πρόοδος διευκολύνει τους πολίτες να βρουν από αλλού τα χρήσιμα στοιχεία, σε περίπτωση που θέλουν να ασκήσουν τις αξιώσεις τους. Η συγκεκριμένη διάταξη θα μπορούσε να αμφισβητηθεί ως προς την αναγκαιότητά της…