Συμβολή στην ιστορία μας το Ολοκαύτωμα
της Δράμας το Σεπτέμβρη του 1941
του κ. Γ. Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, τ. ΛΥΚΕΙΑΡΧΗ
«Οι λαοί δεν πρέπει να λησμονούν. Έχουν χρέος να θυμούνται. Όχι βέβαια για να εκδικηθούν, αλλά για να τιμήσουν όλους εκείνους, που θυσιάστηκαν με τη θέλησή τους για την ελευθερία των απογόνων τους. Κι ακόμη λαοί, που ξεχνούν με τη θέλησή τους ή χωρίς τη θέλησή τους, είναι καταδικασμένοι να οδηγηθούν στον αφανισμό».
Αυτά τα λόγια ενός σύγχρονου ιστορικού, έρχονται στο νου μου αυτήν την ώρα, που τελούμε πάνδημο μνημόσυνο για τα αδέλφια μας εκείνα, που υπήρξαν αναίτια θύματα της βουλγαρικής θηριωδίας στους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1941. Δεν έφτανε η μεγάλη μας θυσία στα Αλβανικά βουνά, αλλά και στα Οχυρά του Ρούπελ και της περιοχής του Νευροκοπίου (Οχυρά Μεταξά, Λίσσε) και καινούργια δοκιμασία περίμενε τους Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας. Αυτή τη φορά η δοκιμασία προερχόταν από τον καινούργιο κατακτητή, τους Βουλγάρους, που χωρίς να χύσουν σταγόνα αίματος εναντίον του φασισμού και του ναζισμού, που απειλούσαν όλη τη φιλελεύθερη ανθρωπότητα να της στερήσουν την ελευθερία και να μεταβάλλουν σε ερείπια και στάχτες τις πόλεις και τα χωριά, συμμάχησαν μαζί τους για να πραγματοποιήσουν, έστω για λίγα χρόνια το όνειρό τους να βγουν στα γαλανά νερά του Αιγαίου. Ένα όνειρο που το πλάσανε και το συντηρούν από το 700 σχεδόν μ.Χ., από τότε που εγκαταστάθηκαν στη Βαλκανική χερσόνησο και δημιούργησαν το Βουλγαρικό κράτος, ένα κράτος που αποτέλεσε έναν συνεχή κίνδυνο για την ελευθερία μας, αλλά και ένα κράτος που αρκετές φορές μας έντυσε στα «μαύρα». Σήμερα δε θα αναφερθούμε ούτε στα γεγονότα του 1912-13, του 1916 – 1918 αλλά του 1941, τότε που ο λαός της Δράμας και γενικότερα της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης γνώρισε το ενισχυμένο μίσος των Βουλγάρων για τον Ελληνισμό, αλλά και την ανέκφραστη κακία που φώλιαζε στις ψυχές τους και που δεν ξέρω αν και σήμερα την έχουν ξεριζώσει ολότελα και από την ψυχή τους.
Ας δούμε όμως τι προηγήθηκε των θλιβερών εκείνων ημερών, που σήμερα θυμόμαστε με την τέλεση πάνδημου μνημοσύνου.
Βρισκόμαστε στην Άνοιξη του 1941. Οι σιδερόφραχτες ταξιαρχίες των ναζιστών κάμψανε την αντίσταση των Ελλήνων στα οχυρά. Η φωτιά και το σίδερο που σκόρπισαν οι απάνθρωποι κατακτητές λύγισαν την ηρωική αντίσταση των γενναίων απογόνων των Μαραθωνομάχων και Σαλαμινομάχων, των ανθρώπων που έγραψαν μία ακόμη λαμπρή σελίδα στη χρυσή δέλτο της Ελληνικής Ιστορίας. Παντού θλίψη και απογοήτευση. Παντού συμφορά. Οι πανίσχυροι Γερμανοί είναι πια κυρίαρχοι. Και με το δικαίωμα του νικητή μοιράζουν τη γη της Μακεδονίας στους άκαπνους συμμάχους τους, τους Βουλγάρους. Το όνειρο, που έτρεφαν αιώνες οι Βούλγαροι, ξαφνικά γίνεται πραγματικότητα. Χωρίς να ματώσει το ρουθούνι τους πατούν για μια ακόμη φορά τα ιερά χώματα της Μακεδονίας και της Δράμας μας με τις ευλογίες της φασιστικής Γερμανίας στην οποία οι Βούλγαροι επιτρέψανε την ακώλυτη διέλευση των αεροπλάνων της.
Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό της 12ης Απριλίου του 1941, όταν στα ιερά χώματα της Δράμας πάτησε για τρίτη φορά το βουλγαρικό πόδι. Στην αρχή λίγοι, ύστερα κατά μάζες. Στρατός και υπάλληλοι, αγρότες και εργάτες, επαγγελματίας και επιστήμονες γέμισαν την πόλη και τα χωριά της Δράμας από Βουλγάρους. Η ιερή γη το Δραμινών γίνεται κτήμα τους. Ήρθαν με σχέδια και όνειρα να μείνουν για πάντα. Να ριζώσουν στα χώματα που ποθούσαν πάνω από χίλια χρόνια. Όμως είναι τέτοιο ρίζωμα δεν μπορούσε να γίνει με ειρηνικά μέσα. Γιατί, για να αφομοιώσεις ειρηνικά ένα λαό που κατέκτησες, πρέπει εσύ να διαθέτεις υψηλότερο πολιτισμό από εκείνον. Και κάτι τέτοιο δε συνέβαινε ευτυχώς με τους Βουλγάρους. Όμως ο σκοπός πρέπει να επιτευχθεί, ανεξάρτητα από τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν. Και επειδή οι Βούλγαροι υστερούσαν πολιτιστικά από τους Έλληνες, θυμήθηκαν την παλιά τους μέθοδο, εκείνη που τους είχε διδάξει καλά πριν από αιώνες ο αιμοχαρής βασιλιάς τους Κρούμος.
Όλα αυτά τα σχέδια των Βουλγάρων τα ήξεραν καλά οι Έλληνες Μακεδονίας. Τους ήταν γνωστά και από παλαιότερα, από το 1913 και το 1916 -1918 Γι’ αυτό και νωρίς άρχισαν να εγκαταλείπουν τις πόλεις και τα χωριά οι Δραμινοί. Οι Νομάρχες, οι Δήμαρχοι, οι Διευθυντές Τραπεζών, αλλά και πολλοί πλούσιοι έφυγαν για τη Θεσσαλονίκη. Πίσω έμειναν οι λαϊκές μάζες, αρκετοί έμποροι και διανοούμενοι.
Η Δράμα άρχισε να αραιώνει. Η κρυφή χαρά των Βουλγάρων ήταν μεγάλη. Η Δράμα άρχισε να αιμορραγεί. Στις Δημόσιες Υπηρεσίες οι Βούλγαροι έπεσαν ωσάν ακρίδες. Τις παραλάβανε χωρίς να συντάξουν ούτε ένα πρωτόκολλο παραλαβής, χωρίς καμμιά νόμιμη διατύπωση. Έφεραν δικό τους Νομάρχη, δικό τους Δήμαρχο, δική τους Αστυνομία. Μπήκαν στην αστυνομία και αρπάξανε φακέλους, όρμησαν στις Τράπεζες και δεσμεύσανε τα χρήματα των Δραμινών. Τους Έλληνες υπαλλήλους των υπηρεσιών και των οργανισμών τους διώξανε και στη θέση τους φέρανε υπαλλήλους από τη Βουλγαρία. Όλες όμως αυτές οι μεταβολές δεν μπορούσαν να αλλοιώσουν ριζικά την ελληνική φυσιογνωμία της Δράμας και της περιοχής της. Και αυτό το γνωρίζανε καλά οι Βούλγαροι. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί κάποιο άλλο μέσο, που θα έφερνε γρήγορους και σίγουρους καρπούς. Έλειπε όμως το πρόσχημα. Έλειπε η αιτία. Κι αυτή δεν άργησε να δοθεί. Δεν πέρασαν λίγοι μήνες από την εισβολή των Βουλγάρων και ξέσπασε μία επανάσταση των Δραμινών. Επανάσταση αυτοκτονία που ήταν καταδικασμένη εν τη γενέσει της.
Προτού εκδηλωθεί το κίνημα, ήταν ήδη γνωστό στους Βουλγάρους, οι οποίοι είχαν κάθε λόγο να ενισχύσουν, γιατί ήταν γι’ αυτούς μάνα εξ ουρανού. Ήταν αυτό που θα διευκόλυνε τα άνομα και απάνθρωπα σχέδια τους.
Και το κίνημα εκδηλώθηκε. Ποιο κίνημα; Είναι ανιστόρητο να μιλάμε για κίνημα ή εξέγερση ή επανάσταση. Ο μόνος χαρακτηρισμός, που ταιριάζει ιστορικά είναι η απερίσκεπτη εγκληματική ενέργεια. Με το πιστόλι του Χαμαλίδη δε γίνεται ούτε κίνημα ούτε εξέγερση ούτε επανάσταση. Και όπως ήταν επόμενο οδηγήθηκε στην αποτυχία και μάλιστα σύντομα, 29 Σεπτεμβρίου του 1941 η Δράμα ντύνεται στα μαύρα. Η αγριότητα των κατακτητών δεν έχει αναστολές, δεν έχει όρια. Επινοούν ό,τι πιο σατανικό μπορούν. Το σχέδιό τους είναι να αφανίσουν τον ανδρικό πληθυσμό. Αυτός είναι κυρίως το προζύμι του Ελληνισμού, η συνέχειά του, η διαιώνισή του.
Δεν έμεινε κομμάτι της δραμινής γης, το οποίο να μην ποτίστηκε με αίμα αθώων Δραμινών. Στο Καρά – Ορμάν των Κυργίων, στο Εδριτζί Γιολού του Δοξάτου, στον Ξηροχείμαρρο των Κυργίων, στον Νικηφόρο, στην Γκιόλα της Χωριστής, στην Πλατανιά, στα Παλιάμπελα, στο Φωτολίβος, στη Φτελιά, στο Καλαμπάκι, στους Σιταγρούς, στο Μοναστηράκι, στον Μεγαλόκαμπο, στην Προσοτσάνη, στον Ξυροπόταμο, στην Αργυρούπολη, στον Άγιο Αθανάσιο και στον Κορύλοβο της Δράμας βρήκαν τραγικό θάνατο χιλιάδες αθώοι Δραμινοί με μοναδική κατηγορία γιατί ήταν Έλληνες. Η αγριότητα σ’ όλο της το μεγαλείο. Μια αγριότητα που ξεπέρασε σε έκταση και εκείνη του ναζισμού.
Μαυροφορέσανε οι γυναίκες της Δράμας και κρύψανε βαθιά μέσα στην ψυχή τους τον μεγάλο πόνο. Τα τραύματα που δέχτηκαν τόσο άνανδρα και απάνθρωπα ήταν βαθιά. Πώς μπορούσαν να ξεχαστούν, όταν από κάθε σπίτι έλειπε ο αρχηγός ή ο γιος ή ο παππούς; Το μίσος και το πάθος χωρίς όρια, χωρίς αδιαντροπιά.
Και δεν ήταν αρκετό για τους κατακτητές το ότι βάψανε τα χέρια τους με το αίμα αθώων Ελλήνων της Δράμας. Δεν κορέσαν, τη δίψα τους για αιματοχυσία. Το σχέδιο της εξόντωσης του Ελληνισμού θα έμενε ελλιπές, αν δεν ολοκληρωνόταν.
Από την πρώτη στιγμή, που πατήσανε το πόδι τους στην ιερή γη της Μακεδονίας, απαγορεύσανε την κυκλοφορία από τις οκτώ το βράδυ. Όποιος συλλαμβανόταν να κυκλοφορεί πέραν της καθορισμένης ώρας, σπανιότατα επέστρεφε στο σπίτι του. Ή τον οδηγούσαν στη φυλακή ή τον εξορίζανε στη Βουλγαρία ή τέλος εξαφανιζόταν κατά τρόπο μυστηριώδη.
Οι έρευνες στα σπίτια ήταν καθημερινό φαινόμενο. Αναζητούσαν δήθεν στρατιωτικό υλικό και πρόσωπα, που απουσιάζανε. Με απάνθρωπο τρόπο, άγριοι και σκληροί οι Βούλγαροι στρατιωτικοί, συνοδευόμενοι από κομιτατζήδες, έμπαιναν όποια ώρα ήθελαν στα σπίτια των Δραμινών. Και η είσοδός τους συνοδευόταν από ταπεινώσεις, ξυλοδαρμούς και κάποτε και βιασμούς γυναικών. Αναζητούσαν δήθεν πολεμικό υλικό. Στην ουσία όμως αποβλέπανε περισσότερο στη διαρπαγή ειδών οικιακής χρήσης, ρουχισμού, ραπτομηχανών, κοσμημάτων και άλλων πολύτιμων ειδών, τα οποία με κάρα στέλνανε στα σπίτια τους στη Βουλγαρία.
Οι Έλληνες της Δράμας ήταν για τους Βουλγάρους ή χρεωφειλέτες ή κακούργοι ή παραβάτες των Βουλγαρικών νόμων. Οι κατηγορίες ήταν εύκολες και οι παραβάτες χωρίς κανένα δισταγμό και χωρίς υπερασπιστική δυνατότητα στέλνονταν στο δικαστήριο, όπου η καταδίκη τους ήταν σίγουρη.
Και δεν αρκέστηκαν μόνο σ’ αυτές τις ενέργειες. Ερεύνησαν όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές αποθήκες και καταγράψανε όλα τα εμπορεύματα, τα οποία στη συνέχεια δημεύσανε ως λεία του πολέμου. Η πείνα άρχισε να γίνεται πρόβλημα οξύ. Ώρες ολόκληρες περίμεναν οι Δραμινοί για λίγο ψωμί ή λίγο σπορέλαιο έξω από τα αρτοποιεία και τα παντοπωλεία. Και οι Βούλγαροι ηδονισμένοι από αυτήν την κατάσταση πιέζανε τους Δραμινούς να γραφτούν Βούλγαροι για να μην πεινούν. Το θέαμα με σκελετωμένους από την πείνα νεκρούς ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στους δρόμους της Δράμας.
Όμως εκεί που έστριψαν περισσότερο την προσοχή τους οι Βούλγαροι για τον αφελληνισμό των Δραμινών ήταν ο τομέας της παιδείας. Ήξεραν καλά πως το έργο τους δε θα είχε ολοκληρωθεί, όσο η παιδεία έμενε ανέγγιχτη, γιατί αυτή είναι εκείνη που χαλυβδώνει την εθνική συνείδηση, διατηρεί τη συνοχή ενός λαού και τον κρατεί στητό κι ολόρθο σε δυσχείμερους καιρούς. Γι’ αυτό και έπρεπε με κάθε μέσο να αφανιστεί ό,τι σχετίζεται με την παιδεία. Και σαν πρώτο μέτρο λήφθηκε η απέλαση των ιερέων, αλλά και η δολοφονία τους. Ένδεκα ιερείς από το νομό της Δράμας δολοφονήθηκαν, γιατί θεωρήθηκαν σοβαρό εμπόδιο για την υλοποίηση των βουλγαρικών σχεδίων.
Τα Ελληνικά σχολεία έκλεισαν και οι δάσκαλοι εκδιώχθηκαν ή δολοφονήθηκαν. Το μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας λεηλατήθηκε μαζί με τις εκκλησίες της Δράμας. Στη θέση των Ελληνικών σχολείων στήθηκαν Βουλγαρικά και για να προσελκύσουν μαθητές πρόσφεραν ως δέλεαρ τρόφιμα. Η χρήση της βουλγαρικής γλώσσας έγινε υποχρεωτική. Τα ελληνικά βιβλία και τα αρχεία των εφημερίδων κατασχέθηκαν και καταστράφηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην επιτρέπεται η κατασκευή και χαρτοσακκουλών ακόμη από δραμινές εφημερίδες. Μέσα στο γενικό μέτρο της καταστροφής περιλαμβανόταν και η μετάφραση σε βουλγαρική γλώσσα των επιγραφών των καταστημάτων και ο εκβουλγαρισμός των αγίων με την αναγραφή των ονομάτων τους στις εικόνες με τη βουλγαρική γραφή.
Οι περιουσίες των Δραμινών δημεύτηκαν, ενώ φόροι δυσβάσταχτοι επιβλήθηκαν. Το νόμισμα που κυκλοφόρησε ήταν το λέβα. Η μη πληρωμή των φόρων οδηγούσε σε διπλασιασμό και στη συνέχεια σε πλειστηριασμό της ακίνητης περιουσίας. Έφτασαν στο σημείο να ζητήσουν από τους τραγικούς κατοίκους του Δοξάτου και της Χωριστής αποζημίωση για τις σφαίρες που ξόδεψαν για να σκοτώσουν προσφιλή πρόσωπά τους. Το ίδιο συνέβη και με τη χήρα πρεσβυτέρα του ιερέα Στυλιανού Γρίππα, τον οποίο δολοφόνησαν στον Νικηφόρο και από την οποία ζήτησαν 10 χιλιάδες λέβα για τις σφαίρες, που χρησιμοποίησαν.
Βαρύτατο φόρο επιβάλανε και στους επαγγελματίες, ενώ απαγορεύσανε στους γιατρούς και στους φαρμακοποιούς να ασκήσουν το επάγγελμά τους.
Με διάταγμα που εκδώσανε, κατασχέσανε τα σπίτια των Δραμινών, στα οποία εγκαταστήσανε Βουλγάρους εποίκους, κάτι ανάλογο μ’ αυτό που κάνανε πριν μερικά χρόνια οι Τούρκοι στην Κύπρο.
Όσοι Έλληνες της Δράμας δε δέχτηκαν ν’ αλλάξουν υπηκοότητα απελαύνονταν, ενώ ομαδική μετακίνηση, νεαρών κυρίως, Δραμινών έγινε στη Βουλγαρία. Ήταν οι όμηροι ή τα γνωστά ντουρτουβάκια, που οδηγήθηκαν στα Βουλγαρικά χωριά για να δουλέψουν υποχρεωτικά χωρίς αμοιβή. Τα σκηνοθετημένα ατυχήματα ήταν συχνά, κυρίως με άτομα νεαρής ηλικίας. Ο πληθυσμός του νομού Δράμας από το από 145.653 κατοίκους μειώθηκε σε 120.942.
Βέβαια τα απάνθρωπα αυτά μέτρα των Βουλγάρων, που με τόση αγριότητα εφαρμόστηκαν εις βάρος των Ελλήνων της Δράμας, δεν αποδώσανε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Και ενώ πίστευαν ότι θα αφελληνίσουν την περιοχή δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για διεκδίκηση επίσημη πια της γης εκείνης που τόσο ονειρεύονταν, απέτυχαν οικτρά. Και αυτό, γιατί οι Έλληνες της Δράμας είχαν βαθιά ριζωμένη στα μύχια της ψυχής τους την Ελλάδα, πίστευαν και λάτρευαν με πάθος την ελευθερία, τη θεά εκείνη που λατρεύτηκε περισσότερο από κάθε άλλη θεότητα στον ελλαδικό χώρο από τα αρχαιότατα ακόμη χρόνια. Η πείνα, η αθλιότητα, οι καθημερινοί εκβιασμοί και εξευτελισμοί, οι δημεύσεις των περιουσιών, οι άδικες σφαγές, το κάψιμο των σπιτιών, το κλείσιμο των σχολείων και των εκκλησιών, οι δολοφονίες των ιερέων, οι ομηρίες, οι βιασμοί των γυναικών, οι δυσβάσταχτοι φόροι δεν αλλοίωσαν την εθνική συνείδηση των Ελλήνων της Δράμας, που ήταν βαθιά ριζωμένη στην ψυχή τους.
Και ήταν εύλογο να αποτύχουν τα σχέδια για αφελληνισμό των Δραμινών, που με τόσο πάθος, αγριότητα και μίσος έθεσαν σε εφαρμογή οι Βούλγαροι. Και τούτο, γιατί λησμόνησαν την ελληνική ιστορία. Λησμόνησαν ότι αυτή η χώρα γεννάει ήρωες, που δε λογαριάζουν τίποτε μπροστά στην ελευθερία τους, που είναι ορκισμένοι να την κρατήσουν δική τους στους αιώνες, που βαδίζουν στο θάνατο με το χαμόγελο στα χείλη.
Εμείς οι Δραμινοί, που τόσο ακριβά πληρώσαμε αυτή μας την αγάπη για την ελευθερία και για τη γη μας, δεν μνησικακούμε. Όμως ούτε και έχουμε δικαίωμα να λησμονήσουμε. Γιατί οι ψυχές των νεκρών μας, ωσάν Εριννύες, θα μας βασανίζουν ασταμάτητα αν λησμονήσουμε. Έχουμε όμως τη δύναμη της ψυχής να συγχωρούμε, αλλά και να επαγρυπνούμε. Τείνουμε χείρα φιλίας και συνεργασίας προς όλους εκείνους, που μας πλήγωσαν βαθιά, γιατί πιστεύουμε ότι η ανθρωπότητα έχει ανάγκη από ειρηνική συμβίωση και αγαστή συνεργασία, αφού αυτή μόνον λύνει τα προβλήματα και χτίζει το οικοδόμημα της προκοπής και της ευτυχίας των λαών.
Ας γνωρίζουν καλά οι Βούλγαροι, αλλά και κάθε άλλος λαός ότι η βία είναι η ντροπή για τον ανθρώπινο πολιτισμό και ότι ποτέ δε θεμελιώνει δίκιο. Αντίθετα, δημιουργεί χάσμα βαθύ στις ψυχές, αναβιώνει και ισχυροποιεί τα πάθη, αναστέλλει την πρόοδο, αποτελεί φραγμό στην καλλιέργεια των επιστημών και οξύνει τα προβλήματα. Οι νικητές κάθε επεκτατικού πολέμου το μόνο που κερδίζουν είναι το ανεξίτηλο στίγμα της άτεγκτης ιστορίας, αυτής που αποστρέφει το πρόσωπό της από όλους εκείνους που περιφρονούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και διακατέχονται από καταστροφική μανία.
Άλλωστε ας μη λησμονούν οι λαοί ότι χρέος τους είναι η προσφορά ζωής και όχι η αφαίρεσή της.
Θα κλείσω την αναφορά μου στο τελευταίο ολοκαύτωμα της Δράμας και της περιοχής της επισημαίνοντας την ανάγκη διοργάνωσης ενός συνεδρίου με μοναδικό θέμα τα ολοκαυτώματα της Δράμας (1913, 1916- 1918, 1941-1944). Είναι απόλυτη ανάγκη ο λαός της Δράμας να μάθει την αλήθεια, μολονότι πέρασαν από τότε 82 ολάκεροι χρόνοι. Όχι για να εκδικηθεί, αλλά για να θυμάται ο μαρτυρικός λαός της Δράμας και της περιοχής της*.
*Σημείωση: Σε καμιά περίπτωση η αναφορά στα ολοκαυτώματα δεν αποβλέπει στην ανάξεση πληγών ούτε και στην αναθέρμανση μίσους. Το επιβάλλει η άτεγκτη Ιστορία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ*
- Η Μαύρη Βίβλος των Βουλγαρικών εγκλημάτων εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν και Δυτικήν Θράκην 1941-1944, Αθήναι 1945 (Έκθεσις των καθηγητών Πανεπιστημίων Αθηνών, Θεσσαλονίκης).
- Νικ. Θ. Γεωργιάδης, Οι αγώνες της αριστεράς στην περιοχή της Δράμας (941 – 1944), Δράμα 2006.
- Κώστα Στολίγκα, Με αίμα και δάκρυ, απ’ την δοκιμασία της Αν. Μακεδονίας Θράκης, Αθήναι.
- Κοτζαγεώργη – Ζυμάρη Ξανθίππη, Η βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη 1941 -1944, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 2002.
- Κωνσταντάρας Κώστας, Αγώνες και διωγμοί, Αθήνα 1964.
- Παπαδόπουλος Παναγιώτης, Η εθνική αντίστασις κατά της βουλγαρικής επιδρομής, Αθήνα 1953.
- Σφέτας Σπυρίδων, Η εξέγερση της Δράμας, Δράμα 1994.
- Χατζηαναστασίου Τάσος, Η βουλγαρική άποψη για τα γεγονότα της Δράμας, Δράμα 1998.
- Χατζηθεοδωρίδης Γ. Βασίλειος, Η κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία – Θράκη (1941- 1945), Δράμα 2002.
- Δημήτρης Πασχαλίδης – Τάσος Χατζηαναστασίου, Τα γεγονότα της Δράμας (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1941), Δράμα 2003.
- Καραϊσαρλής Δημήτριος, 1941-1944, Σκληροί αγώνες και μεγάλες θυσίες του λαού της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης, Αθήνα 1996.
- Σνωκ Κωνσταντίνος, Η τραγωδία της Δράμας, Δράμα 1945.
- Αμπεριάδης Παναγιώτης, Η Ανατολική Μακεδονία το 1941 και η εξέγερση της Δράμας, Θεσσαλονίκη 1998.
- Εμμανουηλίδης Νίκος, Η εκτέλεση στην πλατεία, εφ. Νέα των Κυργίων, 1993.
- Ιωακειμίδης Βασίλειος, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Αθήνα 1983.
- Κουζινόπουλος Σπύρος, Μια εξέγερση ζητάει εξήγηση, εφ. Θεσσαλονίκη 1991.
*Η παρατιθέμενη βιβλιογραφία είναι ενδεικτική. Λείπει η αναφορά σε δημοσιεύματα από Βουλγάρους συγγραφείς.