Home > νέα > Τα προσφυγικά δρώμενα στον Νομό Δράμας- ΔΡΩΜΕΝΑ ΠΥΡΓΟΙ

Τα προσφυγικά δρώμενα στον Νομό Δράμας- ΔΡΩΜΕΝΑ ΠΥΡΓΟΙ

ΔΡΩΜΕΝΑ

ΠΥΡΓΟΙ

(Από το βιβλίο του Γ.Κ.Χατζόπουλου «Η ΕΜΒΡΥΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΚΑΙ Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΗΔΩΝΩΝ»).

 

Σύντομη ιστορία

Ο οικισμός απέχει 21 χιλιόμετρα από την πόλη της Δράμας και είναι κτισμένος στις πλαγιές του Φαλακρού.

Η αρχική αναγνώριση του οικισμού ως Κοινότητας έγινε με Β.Δ. της 5-9-1920,  Φ.Ε.Κ. Α’ 210/1920 και με το όνομα Βοβλίτσι. Με Δ. της 25-11-1927, προσαρτήθηκε στην Κοινότητα Πετρούσας. Με νέο όμως διάταγμα της 9-3-1928, Φ.Ε.Κ. Α’, 50/1928 ανακλήθηκε η προσάρτηση του οικισμού της Πετρούσας. Με Δ. της 1-4-1927, Φ.Ε.Κ. Α΄, 76/1927 μετονομάσθηκε σε κοινότητα Πύργων. Η ονομασία οφείλεται κυρίως στους πύργους, οι οποίοι χρονολογούνται στους παλαιοχριστιανικούς και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Σήμερα διοικητικά ανήκει στο διευρυμένο Δήμο Προσοτσάνης.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας λειτουργούσε  στον οικισμό δημοτικό σχολείο και ορθόδοξη ελληνική Κοινότητα της επαρχίας Δράμας.

Τόσο κατά την αρχαιότητα, όσο και κατά τα βυζαντινά χρόνια οι Πύργοι αποτελούσαν σημαντικό χώρο λόγω της γεωγραφικής τους θέσης. Αυτό διαφαίνεται από την ύπαρξη τριών πύργων.

Περιμετρικά του οικισμού υπάρχουν πολλά παρεκκλήσια και προσκυνητάρια, όπως του Αγίου Παντελεήμονα, του Αγίου Αθανασίου, του Ευαγγελιστή Λουκά, των Ταξιαρχών, του Αγίου Δημητρίου, της Αγίας Μαρίνας, του Αγίου Κωνσταντίνου, των Αγίων Πέτρου και Παύλου, του Αγίου Γεωργίου, τους Αγίου Πνεύματος, του Προφήτη Ηλία και του Αγίου Νικολάου.

Αξιοσημείωτο είναι το φαινόμενο της ύπαρξης αιωνόβιων αυτοφυών δένδρων κοντά σε κάθε παρεκκλήσι ή προσκυνητάρι. Το φαινόμενο ανακαλεί στη μνήμη μας, όσα ο Σουηδός Martin Nilsson παραθέτει στο βιβλίο του «Ελληνική λαϊκή θρησκεία»: «Δύσκολα μπορούσε κανείς να κάνει ένα βήμα έξω από το σπίτι του (κατά την αρχαιότητα) χωρίς να συναντήσει έναν ιερό κλειστό χώρο, ένα άγαλμα, μια μικρή πέτρα ή ένα ιερό δέντρο».

Αυτή λοιπόν η ομοιότητα δεν είναι συμπτωματική. Μιλάει εύγλωττα για τη διαχρονικότητα του τρόπου έκφρασης της ελληνικής λαϊκής ψυχής. Γιατί όπως σημειώνει ο δάσκαλός μου, Πανεπιστημιακός, Δημ. Λουκάτος, στον ελλαδικό χώρο δεν χάθηκε σχεδόν τίποτε από την αρχαία λατρεία ύστερα από την επικράτηση του Χριστιανισμού. Έτσι στους χώρους των αρχαίων ιερών κτίσθηκαν χριστιανικά ιερά, αφιερωμένα σε αγίους, οσίους, προφήτες και μάρτυρες, για να προστατεύουν τους ασπασθέντες τη νέα, την αληθινή θρησκεία τον Χριστιανισμό.

Κατά τον Μακεδονικό αγώνα οι Πυργιώτες, ακραιφνείς Έλληνες, διαδραματίσανε από το 1897 μέχρι το 1907 ρόλο σημαντικό. Ανέδειξαν άξιους ηγέτες Μακεδονομάχους και προσφέρανε ολοκαυτώματα στον ιερό αγώνα. Συμπαραστάτης στον αγώνα τους η ψυχή του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή της Δράμας ο αοίδιμος Μητροπολίτης Δράμας – Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης, ο σημερινός Άγιος Χρυσόστομος. Μορφές του Μακεδονικού Αγώνα αναδείχθηκαν ο Παύλος Στοϊμένος, ο Γιάγκου Αθανάσιος, ο Γιάγκου Δημήτριος, ο Υψηλός Δημήτριος, ο Γιάγκου Κωνσταντίνος, ο Γερασίμου Κωνσταντίνος, ο Καλτσάμης Γεώργιος, ο Καλτσάμης Αθανάσιος, ο Καλτσάμης Δημήτριος,  ο Τσαούσης Ιωάννης, ο Τσαπράζης Άγγελος, ο Τσάνης Δημοσθένης, ο Βαλκάνης Γεώργιος, ο Βαλκάνης Δημήτριος, ο Κασάπης Δημήτριος, ο Κασάπης Κωνσταντίνος, ο Στοϊμένου Ιωάννης, ο Στοϊμένου Αναστάσιος, ο Γερασίμου Θεόδωρος, ο Γερασίμου Άγγελος, ο Παραλής Ιωάννης, ο Παραλής Γεώργιος, ο Παραλής Άγγελος, ο Καλτσάμης Χρήστος, ο Κούζας Ιωάννης,  ο Μπούκας Σωτήριος, ο Στοϊμένου Κωνσταντίνος και ο ιερεύς Παπαχρίστος Χρίστος.

Τέτοια ήταν η αντίσταση των Πυργιωτών, ώστε οι κομιτατζήδες δεν μπόρεσαν να μπουν στο χωριό.

Κατά την βουλγαρική κατοχή του 1941 – 1944 οι κάτοικοι των Πύργων υπέστησαν από τους κατακτητές μεγάλες οικονομικές ζημιές.

Οι κάτοικοι φιλήσυχοι, παραδοσιακοί και φιλόπονοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία, ελεύθερη και οικόσιτη. Ελ΄στοι εργάζονται σε λατομεία μαρμάρων, ενώ ένα μεγάλο μέρος των νέων έχει μεταναστεύσει σε χώρες της Ευρώπης, κυρίως  στη Γερμανία.

 Τα δρώμενα  

Η τέλεση των δρωμένων στους Πύργους αρχίζει από το πρωί της ημέρας των Φώτων και συμπληρώνεται την επομένη της ημέρας του Αγίου Ιωάννου. Σ’ αυτά, παίρνουν μέρος όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του οικισμού, είτε ως μέλη του θιάσου, είτε και ως βουβά πρόσωπα. Γέροι, γριές, νέοι και νέες, στο τριήμερο αυτό, βρίσκονται σε κίνηση. Το πρωί της ημέρας τ6ων Θεοφανείων, αμέσως μετά τη θεία λειτουργία, μερικοί κάτοικοι, κυρίως νέοι, μεταβαίνουν στις στάνες των ομοχωρίων κτηνοτρόφων και ζητούν από αυτούς κουδούνια   και δέρματα. Η υποδοχή που τους επιφυλάσσουν είναι θερμή. Εφοδιασμένος μ’ ένα μέρος της σκευής επιστρέφει ο καθένας στο σπίτι του, όπυ και μεταμφιέζεται.

Άλλος  γίνεται γιατρός. Φορεί ένα άσπρο παντελόνι και μια πουκαμίσα. Στο λαιμό του κρεμάει για ακουστικά ένα σχοινί που στις δύο άκρες του έχει προσδέσει δύο κόκκινα κουτιά. Άλλος, ντύνεται έγκυος. Άλλος ζητιάνος φορώντας κουρελιασμένα ρούχα. Άλλος ντύνεται αρκούδα. Τυλίγει όλο το σώμα του με δέρμα κατσίκας. Στο πρόσωπο κάνει δύο τρύπες για να βλέπει και να αναπνέει. Την όλη μεταμφίεση, συμπληρώνουν βαριά κουδούνια, που τα ονομάζουν τουμπελέκια. Την αρκούδα, οδηγεί ο αρκουδιάρης.

Όλα τα μέλη του θιάσου, επισκέπτονται τα σπίτια του οικισμού και συγκεντρώνουν αυγά, βούτυρο, τυρί, αλεύρι και χρήματα.

Αφού τελειώσουν την περιφορά σ’ όλα τα σπίτια, συγκεντρώνονται στην πλατεία του χωριού, όπου με τους ήχους των λαϊκών μουσικών οργάνων πίνουν και χορεύουν.    Έτσι, πίνοντας και χορεύοντας, περνούν την ημέρα. Μόλις σουρουπώσει, νέοι και γέροι, χωρίζονται σε δύο ομίλους. Με τα συγκεντρωμένα υλικά, τα οποία από νωρίς δόθηκαν στις νέες του οικισμού, παρασκευάζονται πίττες και γλυκά. Το ψήσιμό τους περιέρχεται στη δικαιοδοσία των μεσηλίκων γυναικών, οι οποίες φρόντισαν έγκαιρα για την κατάλληλη προετοιμασία του φούρνου. Και ενώ οι γυναίκες, νέες και ηλικιωμένες , επιδίδονται σ΄ αυτή τη μέριμνα, οι άνδρες ιερουργούν στο ιερό τέμενος του Βάκχου καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Η κατ’  επίφαση ισότητα των δύο φύλων  είναι ακόμη άγνωστη στους Πύργους.

Λίγο μετά τα χαράματα οι θίασοι μαζί με τους λαϊκούς μουσικούς περιφέρονται στα στενοσόκακα του οικισμού και με τις κραυγές και τα τραγούδια τους ξυπνούν όλους δεν άντεξαν την ολονύκτια διασκέδαση και κοιμήθηκαν.

Αφού τους ξυπνήσουν όλους, επιστρέφουν στο καφενείο, όπου και συνεχίζουν τη διασκέδαση.

Περιμένουν μέχρι να τελειώσει η θεία λειτουργία. Ύστερα πηγαίνουν στη πλατεία του χωριού και επιδίδονται σε τοπικούς χορούς. Εκεί συντελείται και η «δράση» των θιάσων. Το κάθε μέλος του θιάσου επιδίδεται στο έργο του. Έτσι, ο γιατρός πλησιάζει την έγκυο για να την εξετάσει. Η διάγνωσή του είναι επιτυχής. Η έγκυος είναι στις ημέρες της. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα για τον «Ασκληπιάδη». Παίρνει σοβαρό ύφος και ετοιμάζεται για το σπουδαίο έργο του. Φορεί τα γάντια του, αναγκαίο μέτρο για την προστασία της υγείας της ετοιμόγεννης και φέρνει τα χέρια του  στην κατάλληλη θέση του σώματός της. Με σφιγμένη την αναπνοή οι θεατές παρακολουθούν την αγωνιώδη προσπάθειά του. Και εκείνος, αντί για βρέφος, βγάζει το πρώτο κουταβάκι, που το επιδεικνύει με σοβαρότητα, αλλά και θριαμβευτικά στους θεατές, οι οποίοι μέχρι την ώρα εκείνη παρακολουθούσαν με προσποιητή αγωνία  το έργο του. Ύστερα βγάζει το δεύτερο, το τρίτο…….κι ο θεατές ξεσπούν σε γέλια, επευφημίες και χειροκροτήματα.

Ακολουθεί χορός από τους νέους και τις νέες, ενώ οι ηλικιωμένοι παρακολουθούν με καμάρι, αλλά και ελαφρά νοσταλγία, α;ναλογιζόμενοι το των υπερηλίκων Λακώνων «άμμες πόκ’ ήμες».

Αλλά και ο αρκουδιάρης δε μένει αδρανής. Οδηγώντας την αρκούδα του γυροφέρνει τους θεατές.

Η αρκούδα κρατεί στο χέρι της μια κάλτσα γεμάτη στάχτη, το «τσουράπι», ραντίζει όλους, όσοι κάθονται, αναγκάζοντάς τους έτσι να μπούνε στο χορό. Αδιανόητη ακινησία, η οποία εύλογα κινεί τη δυσθυμία του Βάκχου. Ανάμεσα στους χορευτές ξεχωρίζουν οι «γκελίκες». Είναι οι νέες του χωριού, που ντυμένες με τη μακεδονική ενδυμασία χορεύουν την «παϊτούσκα».  Κι ενώ χορεύουν, μερικοί μεταμφιεσμένοι πηγαίνουν κρυφά και τις αρπάζουν. Τότε άλλοι μεταμφιεσμένοι σε χωροφύλακες και αγροφύλακες τρέχουν να τις αποσπάσουν από τα χέρια των «απαγωγέων» τους. Αφού τις ελευθερώσουν, υποχρεώνουν τους απαγωγείς να καταβάλουν πρόστιμο.

Εκείνοι, πειθαρχούν και τα χρήματα κατατίθενται στο ταμείο της εκκλησίας.

Το απόγευμα οι μεταμφιεσμένοι επισκέπτονται τα σπίτια των Γιάννηδων, στα οποία και γλεντούν μέχρι τα μεσάνυχτα. Ύστερα επιστρέφουν στο καφενείο και συνεχίζουν τη διασκέδαση μέχρι τα ξημερώματα. Το πρωί θα συγκεντρωθούν  στην πλατεία για να συνεχίσουν τις παραστάσεις. Η ημέρα αυτή είναι αφιερωμένη στις υπερήλικες. Είναι η ημέρα της «Μπάμπως». Την ημέρα αυτή στολίζουν ένα γαϊδουράκι με διάφορα ρούχα και ανεβάζουν επάνω του όλους, όσοι θέλουν, κυρίως ς τις γριές. Οι αναβάτες οφείλουν να πληρώσουν κάποιο συμβολικό χρηματικό ποσό.

Η κόπωση είναι πια έκδηλη.  Γι αυτό με το σούρουπο όλα τα μέλη των θιάσων, αφού κάνουν το γύρο του χωριού για τελευταία φορά, γυρίζουν στα σπίτια τους για να αναπαυθούν με τη σκέψη πάντοτε στον ερχομό της νέας χρονιάς.

Η συνάντηση με το Διόνυσο είναι αναγκαία γα καλή χρονιά και καλή σοδειά».