Συμβολή στην έρευνα της εκπαιδευτικής ιστορίας
Τα Σχολεία στο Γρανίτη του νομού Δράμας κατά την Τουρκοκρατία (1876-1913)
Γράφει ο Ευάγγελος Γ. Καρσανίδης
Σχολικός Σύμβουλος ε.τ.
Το Γιουρετζίκ ή Γκιουρετζίκ (Gürecik), όπως ήταν γνωστό το χωριό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, είναι ο σημερινός Γρανίτης του νομού Δράμας . Ανήκε διοικητικά στον καζά (επαρχία) Δράμας και εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία της ενιαίας τότε Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών. Η πρώτη γνωστή αναφορά του χωριού σε γραπτή πηγή ως Γιουροτζίκ ή Γκιουρουτζίκ βρίσκεται σε οθωμανικό κατάστιχο του 1569/70 όπου καταγράφεται ως αμιγής χριστιανικός οικισμός. Μαρτυρία για την ύπαρξη του χωριού στις αρχές του 19ου αιώνα αποτελεί η εκκλησία του που ανεγέρθηκε το 1836 με ενέργειες όλων των χριστιανών της κοινότητας. Το 1877, σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό – συγγραφέα Ν. Φιλιππίδη ο οποίος θεωρεί τουρκική την προέλευση του ονόματός του (σημαίνει την έφοδο), είχε 400 κατοίκους που λειτουργούσαν ένα ελληνικό γραμματοδιδασκαλείο. Διευκρινίζω ότι πρόκειται για αλληλοδιδακτικό (συνεπώς «μονοθέσιο», κατά τη σημερινή ορολογία, σχολείο), όπου ο γραμματοδιδάσκαλος δίδασκε στους μαθητές του στοιχειώδεις γνώσεις, ανάγνωσης, γραφής και αριθμητικής και κατείχε στην εκπαιδευτική ιεραρχία την κατώτερη θέση από αυτήν του δημοδιδασκάλου.
Ο Ν. Φιλιππίδης, που είχε επισκεφθεί το χωριό γράφει σχετικά: «Γιουροτζίκ (το)∙ χωρίον μικρόν υπό 100 περίπου χριστιανικών οικιών συγκείμενον και όνομα τουρκικόν φέρον, σημαίνον έφοδον». Ας σημειωθεί ακόμη ότι ο ίδιος ο συγγραφέας σε άλλο σημείο της εργασίας του μας πληροφορεί ότι «εν τη επαρχία της Δράμας υπάρχουσι δύο ελληνικά σχολεία, 5 δημοτικά, 2 παρθεναγωγεία και 5 γραμματοδιδασκαλεία, ήτοι κοινά λεγόμενα σχολεία, οία το της Βησσοτσιάνης, Γιουρετζικίου, Βώλακος, Δρανόβου, και Κουμπαλίστας».
Κατά το1885 σε στατιστικό εκπαιδευτικό πίνακα του υποπροξενείου Καβάλας αναφέρεται με 400 ορθόδοξους χριστιανούς κατοίκους που δεν είχαν προσχωρήσει στο βουλγαρικό Σχίσμα (Α.Υ.Ε., φάκ. 1885/ΑΒΕ, 1, έγγρ. 436/ 30.12.1885 του υποπροξενείου Καβάλας), ενώ το 1886, κατά τον Ν. Σχινά το χωριό είχε 60 βουλγαρόφωνες ορθόδοξες οικογένειες που χρησιμοποιούσαν μια εκκλησία και ένα σχολείο αρρένων. Ο Ν. Σχινάς που είχε επισκεφθεί το χωριό γράφει σχετικά: «Εντεύθεν – εννοεί την Προσοτσάνη – η οδός ανερχομένη το όρος Μποζ-Δαγ, εν ω και ανθρακωρυχεία υπάρχουσι, διέρχεται και μετά 2 ½ ώρας παρέρχεται του χανίου Ντερβέντι […] και διερχομένη δια πυκνοτάτου δάσους, φέρει εις το χωρίον Γκιουρουτζούκι οικούμενον υπό 60 οικογενειών χριστιανικών βουλγαροφώνων και μη σχισματικών, έχων εκκλησίαν και σχολείον αρρένων».
Σε συνάφεια με το όλο θέμα των σλαβόφωνων ή βουλγαρόφωνων πληθυσμών και με το πρόβλημα ποια ήταν η εθνική συνείδησή τους τοποθετείται και η από 30 Δεκεμβρίου 1876 έκθεση του Έλληνα Γενικού Προξένου Θεσσαλονίκης Κ. Βατικιώτη, ο οποίος τόνιζε , ανάμεσα σε άλλα, και τα εξής: «Οι βουλγαρόφωνοι ούτοι ελληνίζουσι επί τοσούτον ώστε και εν τη εκκλησία και εν τω σχολείω και ως γραφομένην γλώσσαν έχουσι την ελληνικήν και πιστοί ενέμειναν εις το Πατριαρχείον και τον Ελληνισμόν μεθ’ ού έχουσι κοινά τα ήθη και τα εξωτερικά γνωρίσματα και κρατερώς απέκρουσαν την Εξαρχίαν…» (Α.Υ.Ε, φάκ. 1876/α.α.κ./30Δεκεμβρίου 1876).
Να σημειώσουμε εδώ ότι οι «βουλγαρόφωνοι» αυτοί δεν είχαν καμία σχέση ούτε με τους βουλγάρους, ούτε με τη βουλγαρική γλώσσα∙ πρόκειται απλά για Έλληνες που χρησιμοποιούσαν ένα ιδίωμα σλαβικό, αλλά με πολλές ελληνικές λέξεις, θα έλεγε κανείς κατά το παράδειγμα της χρησιμοποίησης της τουρκικής από τους Έλληνες Καραμανλήδες της Μικρασίας.
Αλλά και μια άλλη έκθεση, γραμμένη αυτή τριάντα χρόνια αργότερα του Γ. Τζορμπατζόγλου είναι χαρακτηριστική που επισημαίνει και αυτή λεπτομέρειες τις οποίες αγνοούν ή θέλουν να αγνοούν όσοι πιστεύουν στην αντίθετη άποψη. Ο Γ. Τζορμπατζόγλου, επιτετραμμένος της ελληνικής πρεσβείας της Κωνσταντινουπόλεως, με άρτια νομική παιδεία, επιφορτισμένος από τον υπουργό των Εξωτερικών Α. Ρωμάνο, περιόδευσε στις αρχές του 1904 στην Κεντρική και Βόρεια Μακεδονία και συνέταξε πολυσέλιδη έκθεση αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση. Ο ίδιος διαπίστωσε μάλιστα ότι το σλαβόφωνο γλωσσικό ιδίωμα που μιλούσαν ορισμένοι κάτοικοι της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας δεν ήταν βουλγαρικά, αλλά ένα κράμα ελληνικών, σλαβικών, τουρκικών και λατινικών λέξεων.
Να θυμίσουμε, λοιπόν, εδώ ότι οι βουλγαρόφωνοι των δύο προξενικών εκθέσεων, κατά την άποψη μας, ταιριάζει καλύτερα σλαβόφωνοι, ήταν γνήσιοι Έλληνες και ότι η γλώσσα που μιλούσαν κακώς απετέλεσε για μερικούς κριτήριο για την εθνικότητά τους.
Τη χρονιά που συνετάγη η πρώτη έκθεση (1876) που μνημονεύσαμε, γνωρίζουμε ότι σε όλα σχεδόν τα χωριά του καζά Ζίχνης λειτουργούσαν «κοινά» σχολεία («γραμματοδιδασκαλεία»), καθώς και αλληλοδιδακτικά που σιγά σιγά αναπτύχθηκαν και δυνάμωσαν. Στο Γιουροτζίκ (Γρανίτη), σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό – συγγραφέα Ν. Φιλιππίδη, το 1876 λειτουργούσε ήδη ένα ελληνικό γραμματοδιδασκαλείο. Η καθυστέρηση λειτουργίας του σχολείου οφείλεται στις γνωστές τρομοκρατικές συνθήκες που δημιουργούσε το βουλγαρικό κομιτάτο προκειμένου να εξαναγκάσει τους κατοίκους του χωριού να προσχωρήσουν στην Εξαρχία.
Ανεξακρίβωτο παραμένει το έτος εμφάνισης της εξαρχίας στο Γρανίτη (Γκιουρετζίκ), αλλά είναι γνωστό ότι το χωριό προσχώρησε στους σχισματικούς «υπό το κράτος της τρομοκρατικής δράσεως των βουλγαρικών σωμάτων» κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα.
Από τις ετήσιες σχολικές και εκκλησιαστικές εκθέσεις του Εξαρχικού Αρχιερατικού Επιτρόπου Δράμας Αρχιμανδρίτη Παϊσίου και του Επιθεωρητή των βουλγαρικών σχολείων Μ. Γιαγκούλωφ πληροφορούμαστε ότι «μετά την άφιξη του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου στη Δράμα διαπιστώνεται πλήρης οπισθοχώρηση της εκκλησιαστικής και εκπαιδευτικής εργασίας στα χωριά Γρανίτη (Γκιουρετζίκ) και Καλαπότι (Πανόραμα). Στις παραπάνω ετήσιες εκθέσεις αναφέρεται ακόμη ότι «παρ’ ότι υπήρξαν εξαρχικές κοινότητες στα χωριά αυτά, το κοινοτικό σύστημα λειτουργεί ελλειπώς και παραμένουν ακέφαλα, χωρίς εκκλησιαστικούς και σχολικούς εφόρους και μουχτάρη[…]». Για το λόγο αυτό ο Εξαρχικός Αρχιμανδρίτης στην έκθεσή του αναφέρει ότι «η Εξαρχία πρέπει να ζητήσει από τις τουρκικές αρχές να Τού απαγορεύσουν – εννοεί τον Χρυσόστομο- τις περιοδείες, διότι συνοδευόμενος από κρυφούς ένοπλους αντάρτες, εργάζεται με φανατισμό για την Ελληνική υπόθεση».
Αξιοσημείωτο είναι ότι και στις δύο εκκλησίες του χωριού, « τα Εισόδια της Θεοτόκου» που κτίσθηκε το 1836, και βρισκόταν έξω από το χωριό και «οι Άγιοι Ταχιάρχαι» που βρισκόταν μέσα στο χωριό, υπήρχαν ελληνικές επιγραφές , οι οποίες με εντολή του Εξαρχικού Αρχιμανδρίτη Παϊσίου εξαλείφθησαν (Κρατικό Ιστορικό Αρχείο Σόφιας, Ενότης Εξαρχία , Φ 246,1).
Απ’ όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος (1902-1910), με την πολυσχιδή εθνική του δράση στην περιοχή, γρήγορα αναδεικνύεται ως κυρίαρχη φυσιογνωμία, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή όλων των σχισματικών στους κόλπους του Πατριαρχείου. Στο Γρανίτη (Γκιουρετζίκ) μολονότι υπήρχε εξαρχική κοινότητα , καθοριστική ήταν η συμβολή του στην ανάπτυξη δικτύου διάδοσης των ελληνικών γραμμάτων και του πολιτισμού με την επαναλειτουργία του ελληνικού σχολείου και το διορισμό Έλληνα διδασκάλου σε αυτό. Αξιοπρόσεκτη είναι επίσης και η συμβολή της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας στην ανέγερση του νέου σχολικού κτηρίου και στη λειτουργία του καλύπτοντας ακόμα και το μισθό του διδασκάλου.
Με βάση λοιπόν τις αρχειακές πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας, το Γκιουρετζίκ (Γρανίτης) αναφέρεται ως αμιγές ελληνικό χωριό με 488 Έλληνες κατοίκους και Πρόεδρο της Ελληνικής Κοινότητας τον Γεώργιο Στογιάννη . Συνεχίζοντας την έρευνά μας στο Ιστορικό Αρχείο της Μακεδονίας (ΙΑΜ) στη Θεσσαλονίκη για έγγραφα σχετικά με την εκπαίδευση στις επαρχίες Δράμας και Ζιχνών , βρήκαμε ανάμεσα σε άλλα, και μιαν αδημοσίευτη έκθεση του Επιθεωρητή των δημοτικών σχολείων Δράμας, άγνωστη στους μελετητές, η οποία διαφωτίζει μιαν σχετικά άγνωστη πτυχή της Ιστορίας της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης στην περιοχή μας σε ότι αφορά κυρίως το πρόβλημα της στέγασης των ελληνικών σχολείων. Ο επιθεωρητής περιοδεύοντας τα σχολεία στο Νομό Δράμας περιγράφει στην έκθεσή του την κατάσταση των σχολικών κτηρίων και καταθέτει τις μεταρρυθμιστικές προτάσεις του, ώστε να καταστούν τα σχολεία ικανά να λειτουργήσουν. Στην έκθεσή του ο Επιθεωρητής, μεταξύ άλλων, αναφέρει και τα εξής: Στα σχολεία Γκιουρετζίκ (Γρανίτης), με 488 Έλληνες και Πρόεδρο της Ελληνικής Κοινότητας τον Γεώργιο Στογιάννη, Λειβάδιστα (Λιβαδάκι) με 481 Έλληνες και Πρόεδρο τον Δημήτριο Στογιάννου, Μπούτιν (Κριθαράς) με 306 Έλληνες και Πρόεδρο τον Ιωάννη Καροφύλη και Λόφτσια (Ακρινό) με 1.240 Έλληνες και Πρόεδρο τον Γεώργιο Βοτζίκη, τα διδακτήρια είναι «καινουργή ως τέλεια» εκτός από το χωριό Μπούτιν, οι μαθητές του οποίου φοιτούν στο σχολείο του χωριού Λειβάδιστας. Στη συνέχεια, αναφέρονται όλες οι κωμοπόλεις και τα χωριά με αμιγή ή μικτό ελληνικό πληθυσμό. Τα μικτά χωριά είχαν συνήθως , ορθόδοξο και μουσουλμάνο πάρεδρο (μουχτάρης). Τέλος , ο Επιθεωρητής των σχολείων θεωρεί απαραίτητο «την αποστολή μηχανικού όστις μετά του Επιθεωρητού να περιέλθη- κατά τας διακοπάς, ίνα μη παρεμποδισθή το κύριον έργον του επιθεωρητού- όλα τα μέρη να σχεδιάση και προϋπολογίση την δαπάνη των μεταρρυθμίσεων.
Εν Δράμα τη 12 Απριλίου 1914.
Ο Επιθεωρητής των δημοτ. Σχολείων Δράμας» [Ι.Α.Μ./ Αρχείο Γ.Δ.Μ., φάκ. 47, Έκθεση του Επιθεωρητή δημοτικών σχολείων «Περί των εν τη Περιφερεία Δράμας διδακτηρίων»].