Home > Πρώτο Θέμα >  «…θα πρέπει να γίνει αναδιάταξη των υπηρεσιών Υγείας και με έμφαση στην πρόληψη…»- Ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας Ηλίας Μόσιαλος μιλάει στον «Πρωινό Τύπο»

 «…θα πρέπει να γίνει αναδιάταξη των υπηρεσιών Υγείας και με έμφαση στην πρόληψη…»- Ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας Ηλίας Μόσιαλος μιλάει στον «Πρωινό Τύπο»

Ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας Ηλίας Μόσιαλος μιλάει στον «Πρωινό Τύπο»

 «…θα πρέπει να γίνει αναδιάταξη

των υπηρεσιών Υγείας και

με έμφαση στην πρόληψη…»

► Το εμβόλιο είναι το μόνο όπλο απέναντι στον κορωνοϊό

► Βραβεύτηκε την Πέμπτη από το Ίδρυμα Μακεδονικού Βραβείου Δράμας

 

 

Του Θανάση Πολυμένη

ΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ μπόρεσε να βρεθεί στη Δράμα, προκειμένου να παραλάβει το βραβείο του από το Ίδρυμα Μακεδονικού Βραβείου ο κ. Ηλίας Μόσιαλος, εντούτοις δέχτηκε να μιλήσει στον «Π.Τ.» με μια συνέντευξη, γύρω από ζητήματα που αφορούν την επιστήμη του.

Μιλώντας στον «Πρωινό Τύπο» ο κ. Μόσιαλος, αναφέρεται στη διαδρομή της πανδημίας στην Ελλάδα σήμερα  και σημειώνει ότι, το εμβόλιο της Pfizer είναι το μόνο όπλο που έχουμε να αντιμετωπίσουμε τον κορωνοϊό.

Μιλάει ακόμα για την Πολιτική της Υγείας, το επιστημονικό αντικείμενο με το οποίο ασχολείται κατά κύριο λόγο, επισημαίνει ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένα ορθολογικό σύστημα Υγείας, ενώ αναφέρεται στην πρότασή του την οποία αποδέχθηκε και ο πρωθυπουργός, για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου προγράμματος για τον καρκίνο, με ονομασία «Φώφη Γεννηματά» προς τιμήν της.

Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο ίδιος, και στο ζήτημα των μεταμοσχεύσεων στην Ελλάδα, που δυστυχώς έχει μείνει πολύ πίσω.

Το εμβόλιο είναι η λύση

Κύριε Μόσιαλε, είστε από τα άτομα που αντιληφθήκατε πρώτος την πανδημία που ερχόταν σε σχέση με τον κορωνοϊό. Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε σήμερα μετά από δύο χρόνια σχεδόν;

«Είμαστε σίγουρα σε καλύτερη φάση απ’ αυτήν που είμαστε στην αρχή, γιατί σήμερα έχουμε τα εμβόλια, ενώ έχουμε και ορισμένες φαρμακευτικές παρεμβάσεις, αλλά όχι ακόμα πολλά φάρμακα, τα οποία θα μπορούσαν να μετριάσουν ως ένα βαθμό τις επιπτώσεις της νόσου, αλλά όχι να οδηγήσουν σε θεραπεία.

Τα εμβόλια είναι η λύση. Αυτή τη στιγμή έχουμε το εμβόλιο της Pfizer για όλους, που είναι ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό εμβόλιο. Το ερώτημα πλέον είναι, ποιο θα είναι το ποσοστό των συμπατριωτών μας που θα κάνουν το εμβόλιο. Όσο περισσότεροι, τόσο πιο γρήγορα θα βγούμε από τον σκόπελο της πανδημίας ανώδυνα. Όσο πιο μικρός είναι ο αριθμός, τόσο πιο επώδυνη θα είναι η έξοδος».

Εδώ στο Νομό Δράμας, έχουμε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού στην Ελλάδα και μάλιστα με ένα ισχυρό αντιεμβολιαστικό κίνημα. Θα θέλατε να το σχολιάσετε αυτό ειδικότερα για τη Δράμα;

«Αυτό που θα ήθελα να πω αυτή τη στιγμή, είναι ότι έχουν γίνει πάνω από 7 δισεκατομμύρια εμβολιασμοί σε όλο τον πλανήτη. Έχουν κάνει τη μία δόση του εμβολίου σχεδόν οι μισοί κάτοικοι του πλανήτη, δεν έχουν εμφανιστεί παρενέργειες, δεν έχουν πεθάνει εξαιτίας του εμβολίου, έχουν πεθάνει όμως εκατομμύρια εξαιτίας του κορωνοϊού. Δηλαδή, αυτό το οποίο θα πρέπει να βλέπουμε, είναι τι μπορεί να πάθουμε από το εμβόλιο και τι μπορεί να πάθουμε από τη νόσο. Και αυτή τη στιγμή ξέρουμε ότι έχουν πεθάνει αρκετά εκατομμύρια από τη νόσο και θα πεθάνουν και άλλα εκατομμύρια κατοίκων του πλανήτη λόγω αυτής της νόσου.

Δεν είναι όμως μόνο πόσοι πεθαίνουν από τη νόσο, είναι και πόσοι θα πάσχουν και θα έχουν προβλήματα υγείας. Από αυτούς που επιβιώνουν, ένα σημαντικό ποσοστό μέχρι και 20% θα έχουν μακροχρόνια προβλήματα υγείας: καρδιολογικά, νευρολογικά, νεφρολογικά και άλλα. Είπα μόνο μερικά.

Με το εμβόλιο, δεν έχουμε δει να έχει πεθάνει κανείς, ούτε υπάρχουν παρενέργειες να φαίνουν μακροχρόνιες επιπτώσεις όπως αφήνει ο κορωνοϊός. Επομένως, αν τα βάλουμε αυτά τα δύο μαζί, πόσοι πέθαναν από το εμβόλιο της Pfizer – κανείς, ενώ έχουν κάνει σχεδόν οι μισοί κάτοικοι του πλανήτη εμβόλια, πόσοι πέθαναν από τον κορωνοϊό – πολλά εκατομμύρια,  πόσοι είχαν παρενέργειες οι οποίες θα μείνουν μακροχρόνια από το εμβόλιο και πάλι κανείς, πόσοι έχουν μακροχρόνια προβλήματα λόγω τη νόσου του Covid –δεκάδες εκατομμύρια, βλέπουμε ότι λύση είναι το εμβόλιο.

Αυτά είναι τα δεδομένα, και μ’ αυτή την έννοια θα είναι κρίμα να χαθούν πολλές χιλιάδες ζωές το επόμενο διάστημα, λόγω του ότι κάποιοι άνθρωποι δεν θέλουν να κάνουν το εμβόλιο, είτε γιατί δεν έχουν πεισθεί ακόμα για τον λόγο του εμβολιασμού».

 Δεν μαζεύουμε δεδομένα στην Ελλάδα

Από το 1998 κ. Μόσιαλε, είχατε ξεκινήσει το Παρατηρητήριο Συστήματος Πολιτικής της Υγείας και στη συνέχεια το 2017 ιδρύσατε το Τμήμα Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Σήμερα, σε σχέση με τα όσα συμβαίνουν και την Πολιτική της Υγείας στην Ελλάδα σε ποιο σημείο βρισκόμαστε, πόσο έχουμε προχωρήσει;

«Δυστυχώς στην Ελλάδα στα θέματα της ορθολογικής και σωστής οργάνωσης του συστήματος υγείας, δεν έχουμε προχωρήσει πάρα πολύ. Και κυρίως γιατί δεν μαζεύουμε δεδομένα, γιατί δεν είναι στη νοοτροπία της ελληνικής πολιτείας – δεν αναφέρομαι πρόσφατα αλλά διαχρονικά συμβαίνει αυτό – δεν είναι η λογική του να συλλέγουμε δεδομένα, να αξιολογούμε τα δεδομένα, και με βάση τα δεδομένα να σχεδιάσουμε τις υπηρεσίες.

Τώρα όμως που βγαίνουμε από την πανδημία, θα πρέπει να αρχίσουμε να συλλέγουμε δεδομένα. Τι πραγματικά δουλεύει και τι δεν δουλεύει στο σύστημα Υγείας, πώς θα πρέπει να γίνει η αναδιάταξη των υπηρεσιών Υγείας και με έμφαση στην πρόληψη επίσης. Δηλαδή να μην βλέπουμε την Υγεία μόνο ως διαχείριση, με την έννοια που κάνουμε στα νοσοκομεία, αλλά το πώς μπορούμε να προλάβουμε τον καρκίνο, πώς μπορούμε να προλάβουμε καρδιαγγειακά νοσήματα, έτσι ώστε να μην χρειαστεί να πάμε στο νοσοκομείο όταν η κατάσταση πλέον είναι δύσκολη και πολύ δύσκολα διαχειρίσιμη. Αυτό το σχέδιο χρειάζεται να γίνει τώρα και ιδιαίτερα στο χώρο του καρκίνου.  Δεν είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν έχουμε οργανωμένα προληπτικά προγράμματα και δεν έχουμε οργανωμένα προγράμματα έγκαιρης διάγνωσης».

Να παρέμβω εδώ και να πω ότι μόλις πρόσφατα, προτείνατε στην κυβέρνηση να υλοποίηση ένα πρόγραμμα ολοκληρωμένου ελέγχου με την ονομασία «Φώφη Γεννηματά» και ο πρωθυπουργός έχει αποδεχθεί την πρόταση αυτή. Θέλετε να μας πει με ποιο τρόπο θα λειτουργεί αυτό και πώς θα υλοποιηθεί;

«Κατ’ αρχήν θα πρέπει να κάνουμε προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου. Δηλαδή να μπορούμε να δούμε αν υπάρχει ανίχνευση του καρκίνου πριν εμφανιστούν τα συμπτώματα. Και αυτό δεν σημαίνει μόνο αποζημίωση των εξετάσεων. Γιατί αυτή τη στιγμή ο ΕΟΠΥΥ αποζημιώνει τις μαστογραφίες, αποζημιώνει τις κολωνοσκοπήσεις. Το ερώτημα είναι όμως, πόσοι τις κάνουν. Πόσοι είναι ενημερωμένοι ότι θα πρέπει να τις κάνουν.

Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να έχουμε ένα συστηματικό πρόγραμμα ενημέρωσης του πληθυσμού, ενημέρωση ανδρών και γυναικών που θα πρέπει να κάνουμε προληπτικές εξετάσεις, πότε θα πρέπει να τις κάνουν, αν δεν πάνε, ξανά ενημέρωση για το ότι πρέπει να τις κάνουν. Δηλαδή, είναι επομένως μια συστηματική προσπάθεια, όσοι μπορούν να ωφεληθούν από αυτά τα προγράμματα ανίχνευσης πριν εμφανιστεί η νόσος να επωφεληθούν.

Δεύτερο είναι η έγκυρη διάγνωση. Από την στιγμή που εμφανίζονται τα συμπτώματα, να είναι ενημερωμένος ο πληθυσμός και να υπάρχουν οι υπηρεσίες, έτσι ώστε η διάγνωση να γίνεται πρώιμα. Όχι σε ύστερο στάδιο. Δηλαδή, όχι στο στάδιο 3 και 4. Δεν σημαίνει ότι είναι κανείς καταδικασμένος και τότε, αλλά σημαίνει ότι θα ταλαιπωρηθεί πολύ περισσότερο. Δηλαδή θα πάρει πιο βαριές θεραπείες, βαριά χειρουργεία πιθανόν και αυτά έχουν ένα κόστος, όχι μόνο στην υγεία αυτού που πάσχει από καρκίνο, όσο και στην οικογένεια ένα τεράστιο ψυχολογικό κόστος, τεράστιο οικονομικό κόστος, εργασιακό κόστος ότι κάποιοι άνθρωποι μπορεί να χάσουν τη δουλειά τους λόγω της ασθένειας και βέβαια το πρόγραμμα όταν θα θεσπιστεί θα πρέπει να είναι και εξατομικευμένο.

Δηλαδή θα πρέπει να έχουμε εξατομικευμένες θεραπείες. Για κάθε ασθενή, ποια θεραπεία θα λειτουργήσει περισσότερο.

Και τέλος, το πρόγραμμα επανένταξης των καρκινοπαθών. Ο καρκίνος, σε πολλές περιπτώσεις της νόσου, είναι μια χρόνια νόσος. Αν και όχι σε όλες τις περιπτώσεις, μπορεί να κρατήσει και δέκα και είκοσι και παραπάνω χρόνια. Άρα, δεν είναι όπως είναι άλλες νόσοι. Αλλά, ο καρκινοπαθής υφίσταται πολύ μεγαλύτερο σοκ σε σχέση με άλλες ασθένειες που διαχειρίζονται πιο ήπια. Και μ’ αυτή την έννοια, χρειάζεται πέρα από την ιατρική βοήθεια, διατροφική βοήθεια, ψυχολογική βοήθεια, και βοήθεια επανένταξης στον εργασιακό χώρο. Δηλαδή οι εργοδότες αλλά και ο δημόσιος τομέας, πρέπει να είναι φιλικοί ως προς την επανένταξη ενός ή μίας καρκινοπαθούς στον εργασιακό χώρο.

Όλα αυτά πρέπει να γίνουν μέσα στα πλαίσια ενός ολοκληρωμένου προγράμματος, που αρχίζει από την ανίχνευση πριν βγουν τα συμπτώματα, την έγκαιρη διάγνωση αφού βγουν τα συμπτώματα, την εξατομικευμένη θεραπεία – όχι την ίδια θεραπεία για όλους – και μετά τη διαχείριση των οικονομικών, ψυχολογικών και εργασιακών θεμάτων μετά τη θεραπεία. Και συνεχής παρακολούθηση να μην εμφανιστεί πάλι».

Δωρεά και μεταμόσχευση οργάνων

Επίσης, κ. Μόσιαλε, το 2019 είχατε συντάξει μια μελέτη για το Ίδρυμα Ωνάση, σχετικά με το Εθνικό Σχέδιο για τη Δωρεά και Μεταμόσχευση Συμπαγών Οργάνων. Σχετικά μ’ αυτό, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε ότι μάλλον έχει υποβαθμιστεί στην Ελλάδα η υπόθεση αυτή, πού βρισκόμαστε σήμερα ως χώρα;

«Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν γίνονται πάρα πολλά στις μεταμοσχεύσεις. Και κυρίως δεν γίνονται μεταμοσχεύσεις από ζώντες δότες, γιατί δεν υπάρχει αυτή η κουλτούρα στην κοινωνία μας, της δωρεάς οργάνων στα μέλη της οικογένειάς μας, στους φίλους μας.

Μπορούμε να ζήσουμε με ένα νεφρό για παράδειγμα.

Να σας πω τη δική μου περίπτωση. Προσφέρθηκα να γίνω δότης στη γυναίκα μου που είναι μεταμοσχευμένη, έχει κάνει μεταμόσχευση νεφρού. Προσφέρθηκα να είμαι δότης, αλλά δεν μπόρεσα να δώσω τελικά, γιατί υπάρχει ένα πρόβλημα στο ένα μου νεφρό. Οπότε δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω με το ένα νεφρό που έχει ένα πρόβλημα. Το άλλο όμως λειτουργεί μια χαρά. Θα μπορούσα να ζήσω μια χαρά με ένα νεφρό, χωρίς κανένα πρόβλημα.

Πολλοί άνθρωποι γεννιούνται με ένα νεφρό, δεν το ξέρουν και το ανακαλύπτουν τυχαία όταν κάνουν εξετάσεις και τότε βρίσκουν ότι έχουν ένα νεφρό. Δεν το ήξεραν μέχρι τότε.

Πρέπει επομένως να δοθεί μεγάλη έμφαση στην ενημέρωση του πληθυσμού, να καταλάβουν ότι δεν είναι κάτι δραματικό όταν έχεις ένα νεφρό. Άλλωστε μόνο το νεφρό μπορείς να δώσεις στην ουσία όταν είσαι ζωντανός, κανένα άλλο όργανο ή μέρος του συκωτιού για μεταμόσχευση ήπατος.

Από εκεί και πέρα, να πεισθούν οι συμπατριώτες μας, ότι από την στιγμή που φεύγουμε απ’ αυτόν τον κόσμο, μπορούμε να κάνουμε ένα μεγάλο καλό. Να δώσουμε ζωή σε άλλους με τα όργανά μας. Κι εδώ πρέπει να πειστούν και οι οικογένειες. Είναι θετικό ότι η Ελληνική Εκκλησία είναι υπέρ και δεν είναι κατά. Υποστηρίζει τη δωρεά οργάνων με αποφάσεις της και ο πατριάρχης έχει μιλήσει υπέρ και ο αρχιεπίσκοπος έχει μιλήσει υπέρ, δεν υπάρχουν επομένως θρησκευτικά θέματα, τα οποία να αντίκειται στη δωρεά οργάνων. Το λέω γιατί πολλοί μπορεί να πιστεύουν ότι υπάρχουν και θρησκευτικοί περιορισμοί. Μ’ αυτή την έννοια, μπορούν να σωθούν χιλιάδες ζωές.

Επίσης να πω ότι υπάρχει μια αίσθηση ότι το τεχνητό νεφρό δεν είναι τίποτα. Είναι πολύ σημαντικό όμως γιατί δεν είναι μόνο οι τρεις φορές την εβδομάδα που πηγαίνεις για πολλές ώρες ταλαιπωρίας, αλλά είναι ότι στο τεχνητό νεφρό, όσο πιο πολύ μένεις, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να πεθάνεις πρόωρα. Γιατί επιβαρύνεται το καρδιαγγειακό σύστημα, αναπτύσσονται άλλα νοσήματα, με αποτέλεσμα όσοι είναι στο τεχνητό νεφρό να χάνουν αρκετά χρόνια ζωής, σε σχέση μ’ αυτούς που δεν είναι.  Άρα η μεταμόσχευση είναι η λύση για να δώσει ποιότητα ζωής στους συμπατριώτες μας και ποιότητα ζωής και στις οικογένειές τους και όχι μόνο στους ίδιους.

Μ’ αυτή την έννοια, το νοσοκομείο που γίνεται τώρα στο Ωνάσειο θα δώσει μια πολύ μεγάλη ανάσα στο να γίνονται πολύ περισσότερες επεμβάσεις, αλλά δεν είναι μόνο να έχουμε την υλικοτεχνική υποδομή, πρέπει όλοι μας ως κοινωνία να πιστέψουμε στις μεταμοσχεύσεις και παράλληλα να ενισχυθούν και τα άλλα μεταμοσχευτικά κέντρα στη Θεσσαλονίκη, στα Ιωάννινα, στην Πάτρα και στην Αθήνα. Δεν είναι να είναι ένα μόνο στο Ωνάσειο, αλλά πρέπει και τα άλλα να ενισχυθούν. Το κόστος δεν θα είναι μεγάλο και μάλιστα εκτιμήσαμε ότι, μετά τα πρώτα χρόνια και τις αρχικές επενδύσεις που θα γίνουν, θα υπάρχει ένα σημαντικό οικονομικό όφελος για την πολιτεία, γιατί θα μειωθεί το κόστος των τεχνητών νεφρών».