Θετικοί και αρνητικοί πρωταγωνιστές
του Μακεδονικού Αγώνα
στην περιοχή της Προσοτσάνης
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου, τ. Λυκειάρχη
«Μακεδονία, όνειρο του Σλάβου, λαχτάρα του Ρωμιού». Ο στίχος, ο πιο πάνω, σμιλεύτηκε από τον εθνικό μας ποιητή Κωστή Παλαμά, βαθύτατα Έλληνα και υπέρμαχο της μακεδονικής γης, του προφράγματος της Ελλάδος, κατά την έκφραση του μεγάλου ιστορικού Πολύβιου Μεγαλοπολίτη.
Η βουλιμία των βορείων γειτόνων, σφετεριστών της μακεδονικής γης, έχει βαθιές τις χρονικές της ρίζες. Ξεκινάει από τον 7ο μ.Χ. αιώνα, όταν τα σλαβικά φύλα εγκαθίστανται στον βαλκανικό χώρο. Ανελέητος ο πόλεμος, που διεξάγεται μεταξύ των βορείων γειτόνων και των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, δεκαεπτά από τους οποίους έλκουν την καταγωγή τους από τη Μακεδονία. Οι πρώτοι για να σφετεριστούν μια προαιώνια κοιτίδα του Ελληνισμού και δεύτεροι για να την κρατήσουν μακριά από τη βουλιμία των πρώτων. Ο ανηλεής αυτός πόλεμος, που αποτιμάται σε εκατόμβες θυσιών ανθρώπων, παίρνει άγρια μορφή στην τελευταία εικοσιπενταετία του 19ου αιώνα.
Οι συγκρούσεις είναι ανελέητες, μολονότι οι επιδρομείς υφίστανται εκατόμβες θυσιών με προεξάρχοντα εκείνη, την προερχόμενη από τον Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο. Παρά ταύτα, οι προσπάθειες για εισβολή στον βορειοελλαδικό χώρο συνεχίζονται για αιώνες. Ομάδες Σλάβων περνούν τα όρια της μακεδονικής γης και απασχολούνται ως υπηρέτες και εργάτες. Η κατάσταση επιδεινώνεται μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Οθωμανούς. Η Δράμα υποτάσσεται στους Τούρκους το 1373 ή 1384, κατά τους Τούρκους περιηγητές Εβλιγιά Τσελεμπή ή Χατζή Κάλφα. Κατακτητής της ο εξωμότης Γαζή Εβρενός Μπέης από τη Βέροια. Η κατάσταση επιδεινώνεται. Από τη μια πλευρά, η στυγνή καταπίεση των Οθωμανών προς τους χριστιανούς του καζά της Δράμας και από την άλλη οι επίμονες προσπάθειες των βορείων γειτόνων για εισβολή στην περιοχή του καζά της Δράμας με στόχο τη μόνιμη εγκατάσταση και τη μελλοντική προοπτική για σφετερισμό της δραμινής γης.
Από την πλευρά της η Οθωμανική Αυτοκρατορία θεωρεί μάννα εξ ουρανού την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870). Έτσι βρίσκει την ευκαιρία να θέσει σε εφαρμογή προς υλοποίηση των στόχων της το δόγμα του «διαίρει και βασίλευε», αφού στα Βαλκάνια η κατάσταση ήταν έκρυθμη, λόγω του ανέμου για ελευθερία, που έπνεε και τα επαναστατικά κινήματα, τα οποία σημειώνονται για αποτίναξη του ζυγού της διεφθαρμένης και καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της οποίας τον διαμελισμό σε δέκα κράτη είχαν αποφασίσει οι Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, όμως πολύ γρήγορα ανακάλεσαν αυτή τους την απόφαση, γιατί διαπίστωσαν ταχύτατα ότι βλάπτονται τα συμφέροντά τους από μια τέτοια διαίρεση.
Το όλο κλίμα επιδρά δυσμενέστερα στον καζά της Δράμας, συμπεριλαμβανομένης και της Προσοτσάνης και της περιοχής της, είναι δε τόσο ανησυχητική η κατάσταση, ώστε ο κίνδυνος του εκβουλγαρισμού να είναι πλέον ορατός. Η μητέρα όμως Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ανησυχεί και αγρυπνεί, αφού η ελληνική κυβέρνηση αδυνατεί ή και αδιαφορεί, να υψώσει φωνή διαμαρτυρίας για όσα τεκταίνονται στην περιοχή της Δράμας και της Προσοτσάνης.
Και ενώ παρατηρείται αδυναμία εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης για σύσταση εθνικής οργάνωσης προς προστασία των ορθοδόξων πατριαρχικών Ελλήνων, ο βαθυνούστατος, ηπίων τόνων, άριστος διπλωμάτης και βαθύτατα Έλληνας πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ αποστέλλει στο σαντζάκι της Δράμας τον ψυχωμένο, ευπαίδευτο και μαχητικό Χρυσόστομο Καλαφάτη ως μητροπολίτη, ο οποίος, ως καλός ποιμήν και αψηφώντας την τύχη του σαρκίου του, επιδίδεται σε σειρά μέτρων για την προάσπιση και στήριξη του ποιμνίου, όπως εμψύχωση, στήριξη του κλήρου, οργάνωση ομάδων αντίστασης, ορκωμοσία Μακεδονομάχων, ανέγερση σχολείων περικαλλών, όπως αυτό της Προσοτσάνης, οικοτροφείων, όπως το Θηλέων Προσοτσάνης, του οποίου ο σκοπός ήταν η προετοιμασία μητέρων, οι οποίες θα ανήκουν απαραιτήτως σε οικογένειες σλαβόφωνων από τα γύρω χωριά. Οι υπότροφες νέες, πέρα από την ελληνική γλώσσα, θα διδάσκονται την κοπτική και τη ραπτική, καθώς και τη διαχείριση της οικιακής οικονομίας. Τεράστια ασφαλώς σημασίας η ίδρυση ενός τέτοιου οικοτροφείου για τη στήριξη της Προσοτσάνης και της περιοχής της, δεδομένου του σημαντικού ρόλου, τον οποίο επιτελεί η γυναίκα στη γαλούχηση μιας οικογένειας.
Πέρα από την ίδρυση και τη λειτουργία του οικοτροφείου, τεράστιας σημασίας είναι η απόφαση του Χρυσοστόμου να ανεγείρει περικαλλές μέλαθρο των Μουσών «ένθα εισιόντες παίδες Ελλήνων προγονικής της έσω και της θύραθεν σοφίας αρύεσθε νάματα». Με συνεργάτες τον Θεμιστοκλή Χατζησταύρου, το ;alter ego του, τον μέγα οικονόμο Παπαϊωάννη Παπαεμμανουήλ, που πλήρωσε με τη θυσία του τον μεγάλο αγώνα, παρεμποδίζει την κατάληψη των ορθοδόξων εκκλησιών από τους Εξαρχικούς ή και απελευθερώνει καταληφθέντες ναούς, ενώ επαναφέρει στο ορθόδοξο Πατριαρχείο πλανηθέντες ορθόδοξους.
Συνεργαζόμενος άριστα με τους προκρίτους και μουχταροδημογέροντες της Προσοτσάνης Βουλτσιάδη, Κατσιγιάννη, Αναγνώστου, Τριανταφυλλίδη, Αθανασίου, Πέτρου, Μπογιατζή, Τάγια, Αγγελίδη, όχι μόνον φροντίζει για την καλή οικονομική διαχείριση της Εκκλησίας, αλλά και στηρίζει ηθικά και εμψυχώνει το ποίμνιό του έχοντας δίπλα του τον στενό του συνεργάτη Θεμιστοκλή Χατζησταύρου, ο οποίος ανέλαβε απτόητος και με περίσκεψη τον εφοδιασμό με όπλα, που αποστέλλονταν από την ελληνική κυβέρνηση εξοπλίζοντας τις συσταθείσες ένοπλες ομάδες αντίστασης και θέτοντας σε εφαρμογή το δόγμα «πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται». Αλλά και η άψογη λειτουργία του σχολείου της Προσοτσάνης αποτελεί άοκνη μέριμνά του. Στέκει δίπλα στον Κωνσταντίνο Νταή, στην Όλγα Κυβετού, ώστε η μαθητιώσα νεολαία της Προσοτσάνης να κάνει κτήμα της, «την ωραία μας γλώσσα και να καταστήσει ζωοφόρες τις ελληνικές ιδέες».
Σημαντική συμβολή στον Μακεδονικό Αγώνα, και μάλιστα ως στενοί συνεργάτες του μητροπολίτη Χρυσοστόμου και του αρχιδιακόνου Θεμιστοκλή Χατζησταύρου είχαν οι Προσοτσανιώτες αδελφοί Χρήστος και Δημήτρης Βογιατζής. Ο πρώτος, ο οποίος διετέλεσε ως υπαρχηγός του σώματος του καπετάν Τζάρα στην περιοχή του Παγγαίου, έμεινε γνωστός ως μπαρμπα-Τάκος, ενώ ο δεύτερος ως Παπανάκας.
Ο Χρήστος Βογιατζής έλαβε εντολή μαζί με τον Άρμεν Κούπτσιο και τον Δημήτριο Βοζίκη να εκτελέσουν τον αρχικομιτατζή Πλάτσεφ, ο οποίος προκαλούσε σοβαρό πονοκέφαλο στην περιοχή της Προσοτσάνης με την ειδεχθή συμπεριφορά του. Η επιχείρηση στέφεται με επιτυχία. Ο Πλάτσεφ εκτελείται από τον Άρμεν, ο οποίος προδίδεται και τελικά καταδικάζεται σε θάνατο από το τουρκικό δικαστήριο και απαγχονίζεται στην πλατεία της Δράμας το 1907, ενώ ο Βογιατζής αποφεύγει τη σύλληψη. Για τη μεγάλη προσφορά του στον Μακεδονικό Αγώνα τιμάται από την ελληνική Πολιτεία με το μετάλλιο του Μακεδονικού Αγώνα, ενώ ο Δήμος της Προσοτσάνης τον τιμά δίδοντάς το όνομά του σε οδό της πόλης. Στους Μακεδονομάχους της Προσοτσάνης συγκαταλέγονται ακόμη, τιμηθέντες με το μετάλλιο του Μακεδονικού Αγώνα οι: Βουλτσιάδης Λεωνίδας, Βλαχτάς Θεόδωρος, Αγωγιάτης Απόστολος και Βεργίδης Πασχάλης.
Ο έτερος αδελφός Δημήτριος Βογιατζής, πέρα από την προσφορά του ως δασκάλου στον Βώλακα και Μακεδονομάχου κάτω από τις διαταγές του Χρυσοστόμου, ενδύεται το σχήμα του κληρικού και λειτουργεί ως αρχιμανδρίτης στην περιοχή της Προσοτσάνης το 1928.
Οι δύο αδελφοί, πέρα από την άλλη προσφορά τους, έχουν επωμισθεί το πολύ επικίνδυνο έργο της φύλαξης και διανομής οπλισμού στους Μακεδονομάχους, εκτελώντας πιστά τις εντολές του αρχιδιακόνου Θεμιστοκλή Χατζησταύρου, ο οποίος, ως φανερός ηγέτης του Μακεδονικού Αγώνα στο σαντζάκι της Δράμας, διεκπεραίωνε επάξια και τον ρόλο του αποδέκτη όπλων και της διανομής τους.
Και όταν οι μαχητές της Ορθοδοξίας καθίστανται θύματα άγριας δολοφονίας από τους σφετεριστές, τότε ο Χρυσόστομος παρηγορεί τους απορφανισθέντες και αποχαιρετά με δάκρυα τα θύματα.
Στο σημείο αυτό θα σταθώ λίγο στον Κωνσταντίνο Νταή, ο οποίος, καταγόμενος από τον Πλακάδο της Μυτιλήνης, έρχεται στην Ανατολική Μακεδονία με το ψευδώνυμο Ευστράτιος Σπιναρίδης ή Σπλιναρίδης. Σε συνεννοήσεις με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο αναλαμβάνει την ηγεσία του αγώνα στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας. Για να περιέρχεται όμως ελεύθερα τα διάφορα χωριά, διορίζεται ως διευθυντής των Σχολών της Προσοτσάνης το 1905, δηλαδή της Επταταξίου Σχολής Αρρένων και του Οικοτροφείου Θηλέων, ενώ παράλληλα ασκούσε και καθήκοντα επιθεωρητού σχολείων άλλων οικισμών.
Στη Σχολή Αρρένων είχε ως διδασκάλους τους Προσοτσανιώτες Νικόλαο Αστεριάδη, Βασίλειο Βουλτσιάδη, Βασίλειο Βάμβα, Γεώργιο Τριανταφυλλίδη, τον Πετρουσιώτη Κωνσταντίνο Καλαϊτζή, ενώ στο Οικοτροφείο Θηλέων της Σερραίες Άννα Πατραμάνη και Ελισάβετ Μέλφου.
Αργότερα (1907) συγκροτεί και ηγείται αντάρτικου σώματος καθιστάμενος ο φόβος και ο τρόμος των κομιτατζήδων. Εύστροφος και γεμάτος ζωντάνια συνεργάζεται στενά με τον Χρυσόστομο και τους Έλληνες προεστούς.
Το αντάρτικο σώμα του αποτελούν οι Χρήστος Βογιατζής, Προσοτσανιώτης, Πολυχρόνης Παλιάγκας, Χωριστιανός, Αθανάσιος Λαζάρου, Γιαννιώτης, Δημήτριος Κομήτης, Δοξατιανός κ.ά. Η δράση του ενόχλησε τον Άγγλο συνταγματάρχη Bonham, ο οποίος ζήτησε την ανάκλησή του. Βούλγαροι τον καταδίδουν για τη δράση του με αποτέλεσμα να συλληφθεί από τους Τούρκους και να οδηγηθεί στη Μυτιλήνη, όπου καταδικάσθηκε σε φυλάκιση.
Στενός συνεργάτης του Χρυσοστόμου υπήρξε και ο νεαρός Μακεδονομάχος Άρμεν Κούπτσιος από τον Βώλακα, ο οποίος, όπως αναφέρει ο Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, ορκίσθηκε ως Μακεδονομάχος από τον ίδιο μαζί με τον πατέρα του Προκόπιο.
Ο Θεμιστοκλής Χατζησταύρου ήταν ο φανερός ηγέτης του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή της Δράμας. με προτροπή του Χρυσοστόμου αναλαμβάνει την ηγεσία της εθνικής οργάνωσης «Νέα Φιλική Εταιρεία» προστατεύοντάς τον λόγω του παρορμητικού χαρακτήρα του.
Σύντομα ο νεαρός Άρμεν μπαίνει στο στόχαστρο κομιτατζήδων και Τούρκων λόγω της δράσης του, οπότε αναγκάζεται το 1903 να κατοικήσει στην Προσοτσάνη, συνεχίζοντας το έργο της εξόντωσης των αντιπάλων. Το τέλος του θα έρθει σύντομα. Οι Τούρκοι τον συλλαμβάνουν και τον καταδικάζουν σε θάνατο το 1907.
Ο Χρυσόστομος, πέρα από την επιστροφή στο Πατριαρχείο των προσχωρησάντων στην Εξαρχία Προσοτσανιωτών και την επαναπόδοση της ορθόδοξης εκκλησίας τους στους ορθοδόξους, έχει να αντιμετωπίσει και τους λησταντάρτες Εξαρχικούς, οι οποίοι προκαλούν ζημίες στα κτήματα, στα αγαθά και στα υποζύγια της Προσοτσάνης.
Το μεγάλο πρόβλημα του Χρυσοστόμου είναι η εγκατάσταση στην Προσοτσάνη του Βούλγαρου ιερέα Ηλία Σάγερ το 1904, τον οποίο εγκαθιστά ο αρχιβουλγαριστής Χατζηγεώργης Ιωαννίδης σε οίκημα, το οποίο εξόπλισε με δική του δαπάνη. Πριν από την έλευσή του στην Προσοτσάνη ο Χατζηγεώργης είχε διατελέσει επίτροπος στο Δεμίρ Ισάρ (Σιδηρόκαστρο), ενώ είχε καταδικαστεί σε ισόβια, απολύθηκε όμως από τις φυλακές με τη γενική αμνηστία των Τούρκων.
Ο Ηλίας Σάγερ αποκαλούσε τον εαυτό του αρχιερατικό επίτροπο (Μπουλγάρ μητροπολίτ βεκιλή) της περιοχής Προσοτσάνης, μολονότι στο σαντζάκι της Δράμας δεν υπήρχε θέση Βούλγαρου μητροπολίτη. Κυριαρχούμενος από θράσος ο Σάγερ συγκέντρωσε στα χέρια του όλες τις εξουσίες μητροπολίτη, ανύπαρκτου. Συνεδρίαζε με τους ομοεθνείς του, διόριζε, εξόριζε ιερείς, διδασκάλους, αντικαθιστούσε τους ορθοδόξους επιτρόπους με αποφυλακισθέντες αντάρτες Βουλγάρους, προσεταιρίσθηκε κακοποιά στοιχεία και δολοφόνους κομιτατζήδες και συγκαλούσε σε συνελεύσεις εκπροσώπους εξαρχικών χωριών.
Η δράση του, όπως ήταν φυσικό, ξεσήκωσε τους ορθοδόξους Προσοτσανιώτες, οι οποίοι αξιώσανε από τον μουδίρη της Προσοτσάνης να τον απελάσει. Στον κίνδυνο να ξεσπάσουν αιματηρά επεισόδια ο μουδίρης της Προσοτσάνης ζητεί τη συνδρομή του μουτεσαρίφη της Δράμας. Με παράκληση του τελευταίου ο Χρυσόστομος μεταβαίνει στην Προσοτσάνη για να καθησυχάσει τα ταραγμένα πνεύματα και να προλάβει τα έκτροπα.
Η παρουσία του Χρυσοστόμου το 1906 στην Προσοτσάνη, με σκοπό να καταθέσει τον θεμέλιο λίθο της Σχολής μαζί με τον πρόξενο του Υποπροξενείου Καβάλας Νικόλαο Μαυρουδή και στη συνέχεια η φιλοξενία του στο σπίτι του Λεωνίδα Βουλτσιάδη, το οποίο λειτουργούσε ως χώρος συγκέντρωσης των ορθοδόξων Πατριαρχικών, έδωσε αφορμή στους Εξαρχικούς να εντείνουν τον φθόνο τους κατά του Χρυσοστόμου, ο οποίος αποδομούσε κυριολεκτικά το έργο τους για αφελληνισμό της Προσοτσάνης και της περιοχής.
Σε μεγάλο αντίπαλο του Χρυσοστόμου αναγορεύεται ο Ηλίας Χατζηγεώργης, γιός του Χατζηγεωργίου Ιωάννη, πρώην Έλληνα διδασκάλου από τον Βώλακα, αρνησίπατρη και αρνησίθρησκου, με αποτέλεσμα να στραφεί εναντίον των ομοφύλων και ομοθρήσκων του.
Την οργή του, μη μπορώντας να την ολοκληρώσει, τη μεταβίβασε σ’ έναν από τους γιους του, τον Ηλία Χατζηγεώργη, ο οποίος θεωρεί πλέον ότι κύριος αντίπαλος της παρεμπόδισης του έργου του Εξαρχισμού στην περιοχή της Προσοτσάνης είναι ο Χρυσόστομος. Γι’ αυτό οργανώνει σχέδιο δολοφονίας του, η οποία δεν ευοδώνεται.
Η τοπική οργάνωση μαζί μ’ αυτήν της Δράμας, της Νέας Φιλικής Εταιρείας, παρακολουθεί άγρυπνα τη δράση του Χατζηγκεωργκίεφ. Τον Μάιο του 1909 ο Ηλίας Χατζηγκεωργκίεφ δολοφονείται στη Ξάνθη, όπου είχε μεταβεί για επαγγελματικούς λόγους. Ο φόνος του αποδόθηκε στον Χρυσόστομο, του οποίου οι Εξαρχικοί επικήρυξαν την κεφαλή για εκατό λίρες τούρκικες. Ο φόνος του Ηλία Χατζηγκεωργκίεφ χαρακτηρίσθηκε από τους Εξαρχικούς ως βαθύτατο πλήγμα, αφού κατά τη δήλωση των ιδίων στερηθήκανε τον θεμέλιο του βουλγαρικού γένους στην περιφέρεια της Δράμας και της Προσοτσάνης. Υποστηρίζανε ότι ήταν αυτός που αναστύλωσε και σταθεροποίησε τη βουλγαρική εθνότητα στην περιοχή της Προσοτσάνης.
Το πόσο στοίχισε στους κομιτατζήδες ο φόνος του φάνηκε από τις διαστάσεις που έδωσαν σ’ αυτόν. Στην κηδεία του ήταν παρόντες ο Βούλγαρος αρχιερατικός επίτροπος των Σερρών, ο εκτελών χρέη αρχιερατικού επιτρόπου των Εξαρχικών στην Προσοτσάνη Ιβάν Κιόσεφ, ο Άντσεφ, κάτοικος Προσοτσάνης και αυτοχαρακτηριζόμενος ως επιθεωρητής των βουλγαρικών σχολείων της περιφέρειας, και πλήθος Εξαρχικών, πολλοί από τους οποίους μεταφέρθηκαν στην Προσοτσάνη από τη Βουλγαρία και φανατισμένοι εκτόξευαν ύβρεις και απειλές εναντίον των ορθοδόξων Ελλήνων πατριαρχικών και κυρίως εναντίον του Χρυσοστόμου, του οποίου ζητούσαν τον απαγχονισμό, ενώ αναθεμάτιζαν τον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ’. Είναι χαρακτηριστική η εκτοξευόμενη απειλή κατά του Χρυσοστόμου «Άρον, άρον σταύρωσον και κρέμασον τον Μητροπολίτη Δράμας».
Επικίνδυνος αντίπαλος του Χρυσοστόμου υπήρξε και ο αρχικομιτατζής Τοντόρ Πανίτσα, ο οποίος, αφού απέβαλε τη βουλγαρική υπηκοότητα και αποδέχθηκε την οθωμανική, εγκαταστάθηκε στην Προσοτσάνη, χρησιμοποιώντας την ως ορμητήριο. Περιέρχεται τα χωριά της περιοχής της Προσοτσάνης καταπιέζοντας τους ορθοδόξους Έλληνες να εγκαταλείψουν την ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία και να προσχωρήσουν στον Βουλγαρισμό. Στην ανθελληνική και αντιορθόδοξη προσπάθειά του έχει τη φανερή στήριξη της οθωμανικής κυβέρνησης και του νεοτουρκικού κομιτάτου.
Ο ίδιος ο Πανίτσα συνεργεί στην αρπαγή της ορθόδοξης εκκλησίας του Εγρί-Δερέ, έχοντας τη συμπαράσταση των τουρκικών αρχών. Το ίδιο κάνει και για άλλες εκκλησίες και σχολεία της περιοχής, παρά τις διαμαρτυρίες του Χρυσοστόμου προς τις οθωμανικές αρχές. Την ίδια τακτική ακολουθεί και για την κατάληψη των ορθοδόξων σχολείων της Καρλίκοβας, της Γκόρνιτσας και του Εγρί-Δερέ. Και δεν αρκείται μόνο σ’ αυτές τους τις ενέργειες, αλλά προβαίνει και στην αναστάτωση των κατοίκων της Βησσοτσάνης.
Η δράση του ξεδιπλώνεται και στον οικονομικό τομέα. Βοηθούμενος από τους λησταντάρτες του, κηρύσσει εμπορικό αποκλεισμό στα ελληνική καταστήματα. Δεν του αρκούν οι δολοφονίες, αλλά απεργάζεται και θανάτους από ασιτία.
Ο ίδιος ο Πανίτσα είναι εκείνος που μαζί με τον Βλαδίμηρο Σις και τη βοήθεια των Τούρκων επιδίδεται στη ληστεία των κειμηλίων και των χειρογράφων της παλαίφατης Ιεράς Μονής της Εικοσιφοινίσσης, τα οποία και μετέφερε στη Σόφια της Βουλγαρίας, όπου το μεγαλύτερο μέρος αυτών και εξακολουθούν να παραμένουν.
Η θεία δίκη αντάμειψε τον Πανίτσα για όσα ανίερα και ανόσια διέπραξε. Του παρέσχε άδοξο τέλος. Μετά το πραξικόπημα του Ιουνίου του 1923 στη Βουλγαρία, ο Πανίτσα μετανάστευσε στη Γιουγκοσλαβία και από εκεί στη Βιέννη, όπου η Καρνίτσεβα τον εκτέλεσε, αιτιολογώντας τη δολοφονία του με το αμίμητο ότι τον σκότωσε γιατί «δεν ήταν καλός Μακεδόνας!», στην ουσία όμως είχε αηδιάσει από τις αθέμιτες οικονομικές του συναλλαγές.
Ισχυρός αντίπαλος του Χρυσοστόμου ήταν και ο Βούλγαρος οπλαρχηγός Δάεφ ή Ντάιεφ ή Ντόεφ, ο οποίος υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος των ορθοδόξων Ελλήνων πατριαρχικών στη δυτική περιοχή του Νομού Δράμας, και κυρίως της Προσοτσάνης. Ευτυχώς για τους ορθοδόξους Έλληνες πατριαρχικούς, ο Δάεφ δολοφονήθηκε από τον Σαντάνσκυ, εκπρόσωπο των Σαντραλιστών, στα πλαίσια εσωτερικών εκκαθαρίσεων, στην περιοχή της Γρατσάνης, αφού προηγουμένως πρόλαβε να ενσπείρει τον θάνατο στους κατοίκους του Εγρί-Δερέ, της Σκρίτζοβας, της Πλεύνας, της Καρλίκοβας και της Γκόρνιτσας. Είναι αυτός που οργάνωσε την κωμική απόδραση του φιλότουρκου και φιλοβούλγαρου Άγγλου συνταγματάρχη Έλιοτ στην περιοχή του Γιουρετζικίου, του σημερινού Γρανίτη.
Δυστυχώς, η εθνωφελής δράση του Χρυσοστόμου και του Θεμιστοκλή Χατζησταύρου, στηρικτών και εμψυχωτών των ορθοδόξων Ελλήνων, κίνησαν πολύ ενωρίς τον φθόνο των Τούρκων, των Εξαρχικών, αλλά και των ιδίων των Άγγλων, οι οποίοι επιδόθηκαν σε έναν λυσσαλέο συκοφαντικό αγώνα κατά του Χρυσοστόμου και του Θεμιστοκλή με στόχο να απαλλαγούν από την παρουσία τους, αφού αυτή ανέτρεπε το σχέδιό τους για αφελληνισμό και εκβουλγαρισμό της περιοχής. Και ο πολυμέτωπος συκοφαντικός αγώνας τους επετεύχθη δυο φορές με οριστική απομάκρυνση του Χρυσοστόμου τη δεύτερη. Την πρώτη το 1907 και τη δεύτερη το 1909. Και των μεν Βουλγάρων στόχος ήταν αυτός που λέχθηκε πιο πάνω, ενώ των Άγγλων ήταν η διατήρηση της οθωμανικής κυριαρχίας, η οποία εξυπηρετούσε τα ποικίλα συμφέροντά τους.
Κατά την οκτάχρονη περίπου παραμονή του στον αρχιερατικό θώκο της θεόσωστης μητρόπολης, στην οποία είχε εκλεγεί ψήφοις κανονικαίς κατόρθωσε να εμψυχώσει, να οργανώσει και να ενισχύσει το σώμα των λεοντόκαρδων Μακεδονομάχων, αποσταθεροποιώντας κάθε ανθελληνική προσπάθεια και θέτοντας αρραγείς τις βάσεις του κορυφαίου εκείνου αγώνα, που υπήρξε η κρηπίδα των Βαλκανικών Πολέμων, οι οποίοι διέσωσαν από τον εκσλαβισμό την ευλογημένη γη της Μακεδονίας, το πρόφραγμα της Ελλάδος.
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι ο Μακεδονικός Αγώνας, ο οποίος έληξε τυπικά το 1908, δεν ήταν συνηθισμένος πόλεμος, αλλά ένας ιδιότυπος αγώνας, ένας ακήρυκτος πόλεμος που διήρκεσε δεκαετίες. Ήταν ακόμη ένας μεγάλος ιστορικός σταθμός, που έθεσε τις βάσεις για την εθνική εποποιία του 1912-1913.
Ήταν τέλος, ένας αγώνας που δεν στέφθηκε από επιτυχία μόνο από τους λίγους που κατέφθασαν αρκετά αργά από την Αθήνα, αλλά ήταν κυρίως έργο της μακεδονικής ψυχής που φλεγόταν και φλέγεται από την ιδέα της θεόδοτης ελευθερίας, που την πυροδότησαν και τη συντήρησαν τα δύο ράσα, του εθνοϊερομάρτυρα Χρυσοστόμου και του Θεμιστοκλή Χατζησταύρου, με την αρωγή του Ίωνα Δραγούμη και των υποπροξένων Άγγελου Άννινου και Νικολάου Μαυρουδή, καθώς και του ένστολου νεαρού σημαιοφόρου Στυλιανού Μαυρομιχάλη.
Ο Μακεδονικός Αγώνας στα στενά γεωγραφικά όρια του καζά της Δράμας, όπως στην περιοχή της Προσοτσάνης, υπήρξε επίτευγμα της ηθικής και κυρίως της οικονομικής αρωγής των κατοίκων της, που, μολονότι, τα οικονομικά τους δεν ήταν και τόσο ανθηρά, όμως, δεν δίσταζαν, όπως αποτυπώνεται με σαφήνεια στον ακέφαλο και κολοβό κώδικά της, να ανοίξουν απλόχερα τα βαλάντιά τους και να συνεισφέρουν στον βωμό της θεόδοτης ελευθερίας – αντάμα με τη ζωή τους.
*Το άρθρο αποτελεί εισήγηση στο συνέδριο «Η Προσοτσάνη και η ιστορία της» (4-6 Μαΐου 2018)