Home > Αρθρα > Το Πάθος και η Ανάσταση του Χριστού και η δική μας Ανάσταση- Του Πρωτ. Θεοχάρη Καλπάκογλου

Το Πάθος και η Ανάσταση του Χριστού και η δική μας Ανάσταση- Του Πρωτ. Θεοχάρη Καλπάκογλου

Το Πάθος

και η Ανάσταση του Χριστού

και η δική μας Ανάσταση

 

Του Πρωτ. Θεοχάρη Καλπάκογλου

 Φτάσαμε και εφέτος, με την Χάρη του Θεού, στην Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών του Κυρίου μας κατά την οποία σταματά ο νους, πενθεί η καρδιά, το στόμα κλειστό, τα μάτια δακρύζουν.

Και όλα αυτά διότι βλέπουμε τον μοναδικό Σωτήρα όλου του κόσμου, τον μοναδικό Αναμάρτητο Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, να βαδίζει τον ανηφορικό δρόμο του Γολγοθά, βαστάζοντας στους ώμους Του το βαρύ Σταυρό Του και να λυγίζει κάτω από το βάρος Του. Το δρόμο της αγωνίας Του τον ραίνει με τον ιδρώτα και το αίμα Του. Στο τέρμα της συγκλονιστικής πορείας, στην κορυφή του Γολγοθά ακούμε τα βαριά χτυπήματα. Εσταυρώθη!

Ο «δυσσεβής και παράνομος» άνθρωπος διαπράττει ήδη το πιο αποτρόπαιο και ανατριχιαστικό έγκλημα. Πάνω στον Σταυρό βρίσκεται τώρα ο κατεξοχήν ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΣ. Είναι ο Μεγάλος Εσταυρωμένος!

Και βέβαια, οι περισσότεροι Χριστιανοί παρακολουθούμε εκκλησιαζόμενοι  στους Ιερούς Ναούς μας τα ιστορικά αυτά γεγονότα της Σταυρώσεως του Κυρίου μας, που συνταράσσουν τον εσωτερικό μας κόσμο. Συγκλονίζουν την αμαρτωλότητά μας.

Ξημερώνει Μεγάλη Παρασκευή. Οι καμπάνες των Εκκλησιών χτυπούν πένθιμα για να διαλαλήσουν το θλιβερό γεγονός, σύννεφα σκοτεινιάζουν τον γαλάζιο ουρανό και σταγόνες βροχής πέφτούν σιγά – σιγά πάνω στην γη, τα πουλιά σταματούν να κάνουν τις φωλιές τους.

Όλοι συγκινημένοι, άνθρωποι, φύση, πουλιά, βλέποντας την ανθρώπινη κακία να επιβάλει στον Άκακο Σωτήρα Χριστό, τον πιο εξευτελιστικό θάνατο. Γυμνό κι εγκατελειμένο, προδομένο κι αλλοιωμένο Τον ύψωσε μεταξύ του ουρανού και της γης. Ο Άγιος «μετά ανόμων ελογίσθη» (Μρκ 15,28). Ο Αγαθός εν μέσω των ληστών κρεμάται.

Μεγάλη Παρασκευή και όλοι οι Χριστιανοί μέσα στους Ιερούς Ναούς βλέπουν τώρα τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, τους κρυφούς μαθητές του Ιησού, να αποκαθηλώνουν από τον Σταυρό το πανάγιο σώμα του διδασκάλου τους, το αρωματίζουν, το τυλίγουν σε καθαρό σεντόνι και το θάβουν σε καινούργιο μνημείο, κυλώντας πάνω στο στόμιό του μεγάλη πέτρα.

Άραγε όμως τι έγινε; Ο Χριστός πέθανε; Δεν υπάρχει; Και όμως! Αν και ο Πιλάτος, οι Αρχιερείς και οι Φαρισαίοι τοποθέτησαν φρουρά στον τάφο, ο Χριστός δεν βρέθηκε εκεί. ΑΝΑΣΤΗΘΗΚΕ, όπως το προείπε ο Ίδιος. Και σ’ αυτή την μεγάλη γιορτή, την Εορτή των Εορτών και Πανήγυρη των Πανηγύρεων, οι Χριστιανοί θα προσκαλεστούν με χαρμόσυνες κουδονοκρουσίες να συμμετάσχουν, και να χαρούν για την Ανάστασή Του. Θα έλθουν όλοι το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, όπως όλοι τους ήταν στην Σταύρωση και τη Ταφή. Και το «Χριστός Ανέστη» θα ακουστεί από τα χείλη του Λειτουργού. Όλοι θα χαρούν, αλλά αμέσως θα εξαφανιστούν – δυστυχώς – από μπροστά Του. Τι θλιβερό! Τι  παράξενο! Λίγοι θα παραμείνουν να συμμετάσχουν  στην μοναδική Πανηγυρική Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία.

Γιατί όμως; Την απάντηση δίνει ένα εμπνευσμένο ποίημα μιας ανώνυμης Μοναχής :

Μια τέτοια μέρα η Παναγιά κατέβει από τους Ουρανούς για να γιορτάσει Ανάσταση μαζί με τους πιστούς.

Κόσμος πολύς ήταν εκεί, κι ευφράνθη η ψυχή της που έβλεπε τόσους πιστούς, που ετίμουν το παιδί της.

Ευωδιάζει η Εκκλησιά, λιβάνι, κερί και μέλι, ψάλλουν ιερείς, ψάλουν πιστοί, ψάλουν και οι Αγγέλοι.

Και φαίνονται να είναι όλοι τους πολύ συγκινημένοι, οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι και δακρυσμένοι.

Κι έτσι ο Όρθρος προχωρεί κι ακούγεται σαφώς ο Ιερεύς που προσκαλεί: Δεύτε λάβετε φως!

Όλοι λαμπάδες άναψαν κι έγινε ένα πανόραμα και χύθηκε παντού το φως ωσάν να βλέπεις όραμα.

Όλου του κλήρου άρχισε σε λίγο το ξεκίνημα για να βγουν έξω απ’ το Ναό, να δώσουνε το μήνυμα.

Χριστός Ανέστη, ακούστηκε να ψάλλει ο Δεσπότης,

Χριστός Ανέστη, σώθηκε όλη η Ανθρωπότης.

Τότε η χαρά, η συγκίνησης φθάνει στο κατακόρυφο, ηχούν καμπάνες γιορτινά, φιλιά, ευχές και θόρυβος.

Κι αφού οι Ιερείς έξη φορές είπαν, Χριστός Ανέστη, έγινε αυτό που η Παναγιά, είδε και εξανέστη.

Και το τροπάριο έλεγε: «Σκόρπισαν οι εχθροί Του κι αυτοί που δεν χάρηκαν για την Ανάστασή Του».

Κι όπως χάνεται ο καπνός χάθηκαν απ’ εμπρός Του γιατί χαρά μόνο γι’ αυτούς ήταν ο θάνατός Του.

«Έτσι απολούνται οι αμαρτωλοί κι αυτοί που Τον μισούνε, οι δίκαιοι αγάλλονται, μένουν για να ευφρανθούνε»

Κι ενώ ο Δεσπότης έψαλλε, τα τόσο αυτά μεγάλα, ξεκίνησαν οι Χριστιανοί να φεύγουνε τρεχάλα.

Όλα τα φώτα σκόρπισαν και έμειναν τόσοι μόνο που προκαλούσανε ντροπή, αγανάκτηση και πόνο.

Η Παναγιά μας σάστισε, έβλεπε κι απορούσε, να καταλάβει δεν μπορεί, τον Άγγελο ρωτούσε:

Άγγελε, σε παρακαλώ, ρώτησε και έλα πε μου, αυτοί που φεύγουν βιαστικοί, που πάνε; Εξήγησέ μου;

Πώς στη γιορτή δεν θέλουνε μαζί μας να καθίσουν, για να δοξάσουν τον Χριστό και να Τον προσκυνήσουν;

Στην Σταύρωση όλοι έμειναν, στον Τάφο Του με δάκρυ, μύρο-λουλούδια έραναν όλοι απ’ άκρη σ’ άκρη.

Και τώρα που τελείωσαν πια του Χριστού τα πάθη φεύγουν και την Ανάσταση μόλις έχουμε μάθει;

Μην είναι εκείνη οι εχθροί που θέλαν το κακό Του, αυτοί που Τον προδώσανε, Τον στείλαν στο Σταυρό Του;

Που Τον μισούν και βλαστημούν το άγιο όνομά Του, πήγαινε Άγγελε να δεις μην είναι του Πιλάτου;

Ο Άγγελος γονάτισε και στων ματιών την άκρη, είδε η Θεοτόκος μας, να του κυλά ένα δάκρυ.

Σύγχώρα με Βασίλισσα, Μήτηρ Ποιητού των όλων, γιατί αυτά που με ρωτάς θα σε γεμίσουν πόνον.

Απ’ το Ναό όλοι αυτοί που φεύγουνε μακριά Του, είναι γιατί ο διάβολος έκανε τη δουλειά του.

Και εις το σπίτι βιαστικοί τρέχουνε για να φτάσουν, την μαγειρίτσα την ζεστή να φάνε να χορτάσουν.

Η Δέσποινα μας τα’ άκουσε όλα αυτά πικραμένη, και για την ανθρωπότητα είπε πολύ λυπημένη:

Πως θα τολμήσω στον Θεό γι’ αυτούς να μεσιτέψω, όταν στον πόνο, στον καημό, ζητούν να τους συντρέξω;

Διά βρώσεως εξώσθη ο Αδάμ εκ Παραδείσου, πάλι για βρώση άνθρωπε βαραίνεις την ψυχή σου;  

 Επομένως, ας μην φύγουμε εφέτος απ’ την Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία. Ας χαρούμε την Ανάσταση του Κυρίου μας, που δίνει ελπίδα για την προσωπική μας Ανάσταση. Ας λειτουργηθούμε και ας χαρούμε, γιατί ο θάνατος, αυτή η τραγικότερη πτυχή της ανθρώπινης ιστορίας, ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ και μια νέα, ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ, ξεκινά μετά τον τάφο.

«Εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου». Την δική μας Ανάσταση θα βιώνουμε καθημερινά, όταν θα αγαπούμε, συγχωρούμε, μακροθυμούμε, πιστεύουμε και θα ελπίζουμε στον Χριστό.

Αν κάθε μέρα νιώθουμε Πάσχα, τότε ο Χριστός και η Παναγία θα μας προστατεύουν, θα μας βοηθούν στα βιοτικά και θα μας ελεούν πάντοτε. Τότε η Νεολαία μας, θα προστατεύετε από τα ναρκωτικά και τον Σατανισμό, η συζυγία θα είναι σεμνή, η οικογένεια ευλογημένη και η κοινωνία μας δίκαιοι.

Με χαρά και πίστη κι ελπίδα ας αναφωνήσουμε:

«Χριστός Ανέστη»,

«Αληθώς Ανέστη».