Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η παρουσίαση του βιβλίου «Δος μου μια εφκ3ρία»
Βιβλίο οδηγός, που ενδιαφέρει, πρώτα
τον εκπαιδευτικό, αλλά εξίσου
και τον γονιό και το ίδιο το παιδί
► Μιλάνε στον «Π.Τ.» η πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Γονέων Παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες κα. Μπάρου και η αντίστοιχη πρόεδρος Δράμας κα. Μίκικη, αλλά και ο Συντονιστής Εκπαίδευσης Δράμας κ. Τοζακίδης
Του Θανάση Πολυμένη
ΤΟ ΒΡΑΔΥ του Σαββάτου στην αίθουσα «Αντώνης Παπαδόπουλος» του Δημοτικού Ωδείου Δράμας, παρουσιάστηκε το βιβλίο του εκπαιδευτικού κ. Αλβανόπουλου και προϊσταμένου του Κέντρου Διεπιστημονικής Αξιολόγησης Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕΔΑΣΥ) Δράμας με τίτλο: «Δος μου μια εφκ3ρία» – «Οδηγός για ένα βραχυχρόνιο πρόγραμμα παρέμβασης στο πλαίσιο της συνεκπαίδευσης».
Ο κ. Αλβανόπουλος είχε μιλήσει για το βιβλίο του στον «Πρωινό Τύπο» την περασμένη εβδομάδα (29 Μαρτίου 2022).
Στην εκδήλωση της παρουσίασης του βιβλίου, παραβρέθηκαν και μίλησαν ο ίδιος ο συγγραφέας, καθώς επίσης, η πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων Παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες Δράμας και γραμ. της Ομοσπονδίας κα. Βάια Μίκικη, η πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Γονέων με Μαθησιακές Δυσκολίες κα. Γεωργία Μπάρου, ο Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Δράμας κ. Ανανίας Τοζακίδης και ο εκπαιδευτικός κ. Δημήτρης Καζάκης.
Ο «Πρωινός Τύπος», παραβρέθηκε στην εκδήλωση την οποία τίμησε με την παρουσία του πλήθος εκπαιδευτικών και συνομίλησε με την κα. Μίκικη, την κα. Μπάρου και τον κ. Τοζακίδη.
Μίκικη: «Στη Δράμα υστερούμε…»
Μιλώντας στον «Π.Τ.» η κα. Μίκικη σημειώνει ότι το βιβλίο «Δος μου μια εφκ3ρία», «είναι ένα βιβλίο με πολύ διευκολυντική δομή και ισορροπημένο περιεχόμενο από την άποψη ότι η δόση θεωρίας που περιέχει, είναι τόσο όσο και μ’ αυτό τον τρόπο είναι εφικτό και στον γονέα να έχει πρόσβαση σ’ αυτό το βιβλίο. Είναι ένα φιλικό βιβλίο προς τον γονέα, θα το χαρακτήριζα ένα σωσίβιο. Γιατί όπως καταλαβαίνετε, μια μαθησιακή δυσκολία όταν υπάρχει σε ένα μαθητή, η υπόθεση δεν είναι μόνο του μαθητή, δεν απασχολεί μόνο το μαθητή, είναι και υπόθεση όλης της οικογένειας. Επίσης θα έλεγα ότι, εννοείται πως είναι πολύ χρήσιμο για τους εκπαιδευτικούς, γιατί τους κινητοποιεί να αναστοχαστούν πάνω στην εκπαιδευτική τους πράξη και τελικά να την επαναπροσδιορίσουν».
Ερωτώμενη για το πώς αντιμετωπίζονται τα θέματα αυτά με τα παιδιά στη Δράμα και πώς τα βλέπει μέσα από το Σύλλογο, τονίζει: «Για τις μαθησιακές δυσκολίες, την τελευταία πενταετία άρχισε να γίνεται λόγος πιο έντονος, παρότι το πρόβλημα αυτό δεν είναι φυσικά τωρινό. Πολλοί εκπαιδευτικοί πλέον, άρχισαν να επιμορφώνονται, οι αντίστοιχοι δημόσιοι φορείς έχουν κάνει αρκετή δουλειά στον τομέα της ενημέρωσης – και των γονέων αλλά και της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών. Πάνω απ’ όλα όμως, θα έλεγα ότι το πιο σημαντικό είναι ο γονιός να ακούει το παιδί του και να προσπαθήσει να γνωρίσει το μαθησιακό του προφίλ. Γιατί ο γονέας είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στο παιδί και τον εκπαιδευτικό.
Όταν ο εκπαιδευτικός έχει τόσα πολλά παιδιά στην τάξη, θέλει μια βοήθεια για το εκπαιδευτικό προφίλ του παιδιού που ενδεχομένως σε κάποια σημεία αν δεχθεί έγκαιρα παρέμβαση, να μην παρουσιάσει καμιά μαθησιακή δυσκολία».
Στην ερώτηση αν υπάρχει γενικότερα έλλειψη εκπαιδευτικών στον τομέα αυτό, αλλά και οι υπάρχοντες εκπαιδευτικοί, κατά πόσο κατάλληλα επιμορφωμένοι είναι, εξηγεί: «Ειδικά στην επαρχία ακόμα περισσότερο. Εμείς θα προτρέπαμε τους εκπαιδευτικούς και ειδικά τους νέους εκπαιδευτικούς που ψάχνουν επαγγελματική διέξοδο, να επιμορφωθούν ειδικότερα στον τομέα της Ειδικής Αγωγής. Αλλά βεβαίως το πρόβλημα δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και ο ήδη διορισμένος εκπαιδευτικός, κατά το δυνατόν να μπορέσει να επιμορφωθεί ακόμα περισσότερο.
Διότι το πρόβλημα δεν εστιάζεται στα Τμήματα Ένταξης όπου κάποια παιδιά έχουν μια ειδική υποστήριξη. Το πρόβλημα εστιάζεται στη γενική τάξη, όπου ο εκπαιδευτικός της γενικής εκπαίδευσης δεν έχει αντίστοιχη εκπαίδευση από το Πανεπιστήμιό του για τέτοιες μεθόδους, σύγχρονης διδακτικής πρακτικής δηλαδή».
Στην ερώτηση για το πώς βλέπει την αντιμετώπιση των γονιών απέναντι σε τέτοια παιδιά, μέσω της εμπειρίας της, σημειώνει: «Στη Δράμα υστερούμε σ’ αυτό. Η Δράμα είναι μια μικρή πόλη και δύσκολα ο γονέας θα θελήσει επίσημα να ενημερωθεί για τις μαθησιακές δυσκολίες. Γιατί θεωρεί ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα πολύ σπάνιο, που μόνο σ’ αυτόν συμβαίνει. Ενώ στην πραγματικότητα, οι στατιστικές δείχνουν ότι περίπου το 15% σε μια τάξη, έχει κάποια δυσκολία – όχι απαραίτητα μαθησιακή – ενός είδους δυσκολία. Μπορεί αυτή να είναι στον προσανατολισμό, να είναι στη διαχείριση του χρόνου.
Εν τοιαύτη περιπτώσει, εάν όλα αυτά τα παιδιά, έγκαιρα εντοπιζόντουσαν και είχαν και απαραίτητη προσέγγιση που προτείνει ο κ. Αλβανόπουλος με το βιβλίο του, νομίζω ότι θα είχαν περισσότερες ευκαιρίες στο μέλλον. Αυτό που θα ήθελα να τονίσω, είναι ότι το ζητούμενο δεν είναι το παιδί να φέρει το 20 στο σχολείο, ούτε να μπει πρώτος με τις πανελλήνιες στο Πανεπιστήμιο. Είναι να γίνει ένας λειτουργικός ενήλικας, που μεταγενέστερα θα μπορέσει να διαχειριστεί και τη ζωή του και την καριέρα του».
Μπάρου: «Στο φιλότιμο του εκπαιδευτικού»
Σε δηλώσεις της στον «Π.Τ.» και αναφερόμενη στο βιβλίο του κ. Αλβανόπουλου, η κα. Μπάρου τονίζει: «Είναι ένα βιβλίο οδηγός, ένα βιβλίο που ενδιαφέρει, πρώτα τον εκπαιδευτικό, αλλά ενδιαφέρει εξίσου και τον γονιό και το ίδιο το παιδί. Είναι ένας οδηγός για να αντιμετωπίσουμε το μπούλινγκ κατ’ αρχήν. Γιατί το μπούλινγκ, ξεκινάει μέσα από τα σπίτια μας, μέσα από την τάξη, από τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα παιδιά. Αντί να τα ενώνουμε και να τα κάνουμε ομάδα, τα κάνουμε τελικά εχθρούς μεταξύ τους. Και ο επιστημονικός τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένο σε μια εκλαϊκευμένη γραφή από τον κ. Αλβανόπουλο, είναι τόσο προσιτό σε όλους μας, να κατανοήσουμε για την αναγκαιότητα του λεγόμενου βραχυπρόθεσμου προγράμματος παρέμβασης, ο οποίος όμως είναι ένας οδηγός που πρέπει να είναι ο απαραίτητος οδηγός παρέμβασης, προτού ξεκινήσει οποιαδήποτε άλλη παρέμβαση. Δηλαδή, να γνωρίσουμε τη διαφορετικότητα, να την αναγνωρίσουμε, να την σχεδιάσουμε, να την αντιμετωπίσουμε.
Και γι αυτό θεωρώ ότι βιβλία σαν κι αυτό, τα οποία γράφονται από ανθρώπους που έχουν, όχι απλά εκπαιδευτεί, αλλά παιδευτεί με την εκπαίδευση, με την ανθρωπιά και με το ενδιαφέρον του δασκάλου που είναι η σκάλα για να ανέβουν τα παιδιά, θεωρώ ότι είναι ένα βιβλίο που πρέπει να είναι σε κάθε σχολείο και σε κάθε σπίτι, ανεξάρτητα αν έχουν παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες ή όχι».
Ερωτώμενη για το πώς βλέπει όλα αυτά μέσα από την Ομοσπονδία, αλλά και πώς κατά την γνώμη της αντιμετωπίζονται σωστά τα θέματα αυτά, σημειώνει: «Το σωστά είναι μια λέξη που θέλει ιδιαίτερα μεγάλη ανάλυση για να πούμε ότι δικαιολογεί αυτόν τον όρο. Αντιμετωπίζεται με μια ημιμάθεια της μορφής: την έχω ακούσει, είναι περίπου αυτό, έλα μωρέ θα του χαριστώ, θα δείξω μια επιείκεια – οίκτο και θα πορευτεί (σ.σ. το παιδί). Πράγμα το οποίο όχι μόνο δεν ενισχύει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του για να προσπαθήσει να ενταχθεί και να προχωρήσει. Απεναντίας το αποδυναμώνει ακόμα περισσότερο, έχοντας και τη σφραγίδα του δασκάλου, ότι, ναι δεν είμαι ικανός.
Το μήνυμα που προσπαθούμε να δώσουμε και ως φορέας αλλά και μέσω του βιβλίου, είναι ότι, εδώ υπάρχει δυνατότητα, πρέπει να την γνωρίσουμε και να την δώσουμε το δικαίωμα – όπως το δικαιούται μέσα από τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ισότητα – να μπορεί να μάθει αυτά που μπορεί».
Απαντώντας στην ερώτηση αν κατά την άποψή της, η πολιτεία θα έπρεπε να κάνει κάτι περισσότερο απ’ όσα υποτίθεται ότι κάνει σήμερα, σημειώνει: «Η πολιτεία κατ’ αρχήν παρεμβαίνει επί του αποτελέσματος, ευκαιριακά και ανάλογα με το τι προβλήματα θα προκύψουν περισσότερο. Με βάση αυτά τα προβλήματα κάνει παρεμβάσεις. Εάν δεν δούμε τι ακριβώς συμβαίνει και έχουν τα παιδιά αυτά, αυτές τις δυσκολίες, έτσι ώστε να τις αντιμετωπίσουν έγκαιρα και θα έχουμε μικρότερο κόστος για την πολιτεία και τα άτομα αυτά τα οποία είναι ίδιων ικανοτήτων με τους τυπικούς ανθρώπους, να μπορούν να προβάλουν και να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους.
Επομένως, θα πρέπει να δούμε πολύ συγκεκριμένα αυτές τις δυνατότητες του παιδιού. Σκεφτείτε ότι το διαγνωστικό μας μοντέλο στην παρέμβαση, η αντιμετώπιση σε καμιά περίπτωση δεν αρχίζει με το πονεμένο μας χέρι.
Αντί να βρει ποιες είναι οι δεξιότητες και μ’ αυτές να κάνει την αντιμετώπιση, κάνει το εντελώς αντίθετο. Δηλαδή, ο ευκαιριακός τρόπος δεν μπορεί να δώσει αποτέλεσμα θετικό και ως προς το αποτέλεσμα και ως προς το χρόνο. Γι’ αυτό και χρειάζονται πρωτοβουλίες και προσπάθειες κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι εμβαθύνουν και που είναι μόνιμα στο πλευρό όλων των εμπλεκομένων στην εκπαίδευση, θα πρέπει να τις ενισχύουμε και να τις στηρίζουμε.
Τέλος, στην ερώτηση αν με όλα αυτά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην ουσία επαφίεται ένα μεγάλο μέρος στο φιλότιμο ενός εκπαιδευτικού, εξηγεί: «Ακριβώς! Στο φιλότιμο ενός εκπαιδευτικού και στην επάρκεια ενός διαγνωστικού φορέα και ως προς την ευαισθησία και ως προς τις γνώσεις, να δώσουν και να γίνει κατανοητό, τι ακριβώς έχει το παιδί, γιατί υπάρχει διαβάθμιση. Με ποια παρέμβαση μπορεί να υπάρχει αποτέλεσμα και πώς θα κάνουμε όλοι μαζί αυτή την παρέμβαση. Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα».
Τοζακίδης: «Έρχεται να καλύψει ένα κενό…»
Μιλώντας στον «Π.Τ.» ο κ. Τοζακίδης, σημειώνει ότι «το βιβλίο αυτό έρχεται να καλύψει ένα κενό, όσον αφορά το βραχύχρονο πρόγραμμα παρέμβασης. Το βραχύχρονο πρόγραμμα παρέμβασης, δεν είναι τίποτα άλλο, από ένα εργαλείο στα χέρια του εκπαιδευτικού, για να ανιχνεύσει μαθησιακές δυσκολίες και όχι μόνο.
Στην Αμερική, εκεί που τα μετράνε και τα κοστολογούν όλα, έχουν δει ότι είναι και χρονοβόρο και έχει μεγάλο κόστος, στο να παρέμβουν όταν πλέον οι μαθησιακές δυσκολίες υπάρχουν στο μαθητή. Οπότε πηγαίνουμε σε μια πιο αποτελεσματική διδασκαλία, που σημαίνει ότι υποστηρίζουμε όλους του μαθητές σε τρία επίπεδα.
Το πρώτο επίπεδο είναι εκείνο στο οποίο υποστηρίζονται όλοι οι μαθητές μέσα στην τάξη. Απ’ αυτό μένει ένα 20% που έχει κάποια προβλήματα και πηγαίνει σε δευτερογενή παρέμβαση, πάλι μέσα στην τάξη. Απ’ αυτό το 20% μένει ένα 5% που έχει ανάγκη για περαιτέρω παρέμβαση, η οποία μπορεί να γίνει και εκτός τάξης. Αυτό σημαίνει ότι, η έγκαιρη και έγκυρη παρέμβαση, διευκολύνει κατά κάποιο τρόπο το έργο του εκπαιδευτικού.
Οπότε το βιβλίο αυτό, πέρα από το θεωρητικό πλαίσιο του πρώτου μέρους, έχει και πρακτικές εφαρμογές σε όλους τους τομείς, τουλάχιστον των πρώτων τάξεων του Δημοτικού σχολείου και απευθύνεται κυρίως σε εκπαιδευτικούς προσχολικής και δημοτικής εκπαίδευσης».